Τον συναντούσα συχνά στο μετρό το πρωί. Σχεδόν πάντα, ακόμα και με μεγάλο στριμωξίδι, είχε βρει κάθισμα. Καθόταν και κοιμόταν μέχρι το Μοναστηράκι που θα κατέβαινε. Μια φορά ανησύχησα, το τρένο έφτανε στον σταθμό κι αυτός συνέχισε να κοιμάται. «Σάμη», του φώναξα, «φτάνεις». «Το ξέρω» μου απάντησε – μισάνοιξε τα μάτια του γελώντας. «Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ