Ο Ψυχρός Πόλεμος με άλλα μέσα
Στη μελέτη της για τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης η επίκουρη καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Ιστορίας αναλύει τους μηχανισμούς της πολιτιστικής διπλωματίας, με τους οποίους η υπερδύναμη διαμόρφωνε την εικόνα της στην Ελλάδα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η περίοδος του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα δεν οδήγησε σε καμία απευθείας στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο διαμετρικά αντίθετων υπερδυνάμεων ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Ηταν ευκολότερο, οικονομικότερο και ωφελιμότερο να δοκιμάζονται οι παλικαριές και οι αντιδράσεις της μιας και της άλλης πλευράς μέσω παρεμβάσεων για τη διόρθωση, καταστολή, τιμωρία, πολιτική αλλαγή των ημαρτημένων ενός πραγματικού ή δυνητικού αποστάτη, να επιχειρούνται επίμονα μπρα ντε φερ σε περιφερειακές χώρες γεωπολιτικά οικονομικού ενδιαφέροντος, να φουντώνουν συρράξεις ανεξαρτησίας μέσω παρένθετων ομάδων, να διαμορφώνονται πορώδη όρια επιρροής. Τα αξιακά δεδομένα των ΗΠΑ για τη συνέχιση εκείνης της σταθερής αστάθειας υπήρξαν οι ανθρωπισμοί της ελευθερίας έναντι της καταπίεσης, της αδελφοσύνης έναντι της εκμετάλλευσης, της έκφρασης έναντι της λογοκρισίας, της σκέψης έναντι του συνθήματος, της αφθονίας έναντι της έλλειψης. Αυτά τα αξιακά εργαλεία προσδιόρισαν και επιτάχυναν την εξέλιξη και πρακτική εφαρμογή επιστημών, όπως η κοινωνιολογία, η επικοινωνία, η ψυχολογία, περιοχές της «ήπιας δύναμης» (soft power), υπό το μαστίγιο και την αδηφαγία του «βιομηχανικού - στρατιωτικού συμπλέγματος», το οποίο επέβαλε πολιτικές του αποκλειστικού ενδιαφέροντός του.
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου είναι η αποθέωση της λογικής ότι καλός ο τρόμος του αίματος και της πυρηνικής απειλής διά της συνεχούς βελτίωσης όπλων και δοκιμών τους σε προκαλούμενες, σοβούσες και εκδηλούμενες εξεγέρσεις, εθνικισμούς και συρράξεις. Αλλά καλύτερη η ηγεμόνευση του φόβου εκ μέρους των ΗΠΑ διά της επίδειξης αρχών και αξιών, στο όνομα των οποίων ο αγώνας συνεχίζεται με θυσίες και μάρτυρες - αξίωμα στηριζόμενο στην υπερβατική λιτάνευση του δόγματος της ελευθερίας δυτικά, με τον δείκτη του χεριού χωμένο στο μάτι της κομμουνιστικής θρησκομανίας ανατολικά. Παρενθετικά, εμφανίζεται στις ημέρες μας στις ΗΠΑ το ερώτημα αν η «ήπια δύναμη» μπορεί ή πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει έναντι ενός «πολέμου με άλλους τρόπους» (Robert D. Blackwill, «War by other Means: Geoeconomics and Statecraft», 2017), καθώς ο πλανητικός άξονας έχει μετακινηθεί από την καταρρέουσα Δύση στην τυμπανιαία Ανατολή.
Οσο δημόσια και ιδιωτικά αρχεία των δυνάμεων εκείνης της εποχής αποχαρακτηρίζονται, όσο η πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές εξυπηρετείται, όσο η ιστοριογραφική υστερία υποχωρεί, φαίνεται πως η Ελλάδα υπήρξε ο πρώτος χώρος όπου έγινε ένα διπλό πείραμα: η εμφύλια αιματοχυσία (δοκιμή «ισχυρής δύναμης» - hard power) και παράλληλα δοκιμή συμβολικών, επικοινωνιακών και προπαγανδιστικών πρακτικών ως παραγωγή ενός πολιτιστικού προϊόντος, το οποίο δεν έπαψε να εισάγεται, να αναβαθμίζεται και να εγχέεται στα θεμέλια και στις ανωδομές της χώρας.
Η επέκταση της έρευνας
Η εργασία της Ζηνοβίας Λιαλιούτη ανοίγει το κεφάλαιο του πειράματος σχεδιασμού, πιλοτικής εφαρμογής, βελτίωσης, υλοποίησης και αξιολόγησης εκ μέρους των ΗΠΑ των μηχανισμών πολυεπίπεδης προπαγανδιστικής κατοχής της Ελλάδας. Τα στοιχεία που κομίζει καθιστούν την εργασία της «κατάθεση αναφοράς»: δεν υπάρχει αρχείο αμερικανών προέδρων της περιόδου 1953-1973 που να μην έχει συμβουλευτεί, δεν υπάρχει πληροφορία που να μην αντλείται από γνωστά και λιγότερο γνωστά όργανα της κυβέρνησης, των μυστικών υπηρεσιών, των μορφωτικών και θρησκευτικών οργανώσεων και παραοργανώσεων των ΗΠΑ, δεν έχει διαφύγει την προσοχή της εκείνη ή η άλλη δημοσίευση αμερικανικής πληροφόρησης και παραπληροφόρησης στον διεθνή και ελληνικό Τύπο. Αυτό το κεφάλαιο, πρώτο (και δικαίως) στα περιεχόμενα της μελέτης από άποψη σπουδαιότητας και χρονικής διάρκειας, έχει ανάγκη να επεκταθεί με την έρευνα και μελέτη της προπαγανδιστικής προσπάθειας της ΕΣΣΔ, από το «αντι-πείραμα» του αντιπάλου, το οποίο, όπως μπορεί να υποτεθεί, ίσχυσε την ίδια εικοσαετή περίοδο. Σπουδαίο για αποτίμηση μιας κάποιας στρατηγικής της Ελλάδας, αλλά δυσχερές ως προς την πληρότητα, θα ήταν να ολοκληρωθεί η εξέταση του ίδιου θέματος με τις προπαγανδιστικές πρωτοβουλίες της χώρας, είτε αυτοτελώς είτε υπό θεσμικές και εξωθεσμικές απαιτήσεις, που υποστηρίχθηκαν λιγότερο από ψύχραιμους σχεδιασμούς και περισσότερο από τυφλότητες οι οποίες πρόσφεραν εξευτελισμούς και άφησαν πίσω τους μόνιμες αναπηρίες. Γιατί ο «εξωτερικός παράγοντας» Δύσης και Ανατολής δεν θα έπραττε κατά το δοκούν αν ο «εσωτερικός παράγοντας» δεν τον υποδεχόταν, δεν τρεφόταν από αυτόν, δεν τον ερέθιζε, δεν υπερέβαλλε για να επεκτείνει τη δοτή εξουσία του. Το δυσχερές τέτοιου εγχειρήματος στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η καταστροφή τεκμηρίων, η διασπορά τους εντός και εκτός της επικράτειας, η αρχειακή «ιδρυματοποίηση» περιορίζουν την εμβέλεια των πιθανών αποτελεσμάτων, σύμφωνα με τον κανόνα ότι το κρυφό καταντάει απόκρυφο.
Η Λιαλιούτη εξετάζει την αμερικανική πολιτιστική διπλωματία εντός της ιδεολογίας του αμερικανισμού ως πλέγματος προβολής και ενδυνάμωσης των αξιών του, προσδιορίζει τα ερευνητικά ερωτήματα και τις υποθέσεις εργασίας που σχεδιάστηκαν για την ελληνική περίπτωση, αναλύει τις επικοινωνιακές πολιτικές μέσω ερευνών της κοινής γνώμης ως εργαλείου του Ψυχρού Πολέμου και της δραστηριότητας των απευθείας ερευνών εκ μέρους υπηρεσιών πληροφόρησης και προπαγάνδας των ΗΠΑ, με την ανάθεση, λίγο αργότερα, αυτού του έργου σε ελληνικές εταιρείες με κριτήρια την αναγνώριση, κατανόηση, ανάλυση και σύνθεση του πεδίου έρευνας από εγχώριους γνώστες του πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.
Σε αυτό το κεφάλαιο (σελ. 45-109), προσθήκες για τη μεταφορά τεχνογνωσίας προς την ελληνική πλευρά και την αφομοίωση μεθόδων και διαδικασιών θα ήταν χρήσιμες ως προς τις εμφανίσεις και επιδόσεις της εντός του χρονικού ορίζοντα του έργου της Λιαλιούτη. Αν η Ανώνυμη Διαφημιστική Εταιρεία Ελλάδος (ΑΔΕΕ) υπό τον Χρυσόστομο (και όχι Χριστόφορο, βλ. σελ. 74) Παπαδόπουλο ανέλαβε, μέσω του Ινστιτούτου Ερευνών Επικοινωνίας της (ΙΕΕ), οργανωμένου από το 1958 και συνεργαζόμενου με την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών, έρευνες κοινής γνώμης, τα ερωτηματολόγια ήταν προετοιμασμένα στις ΗΠΑ, η μεθοδολογία συμπλήρωσης και τελικής διαλογής γινόταν στις ΗΠΑ. Σύντομα όμως το ΙΕΕ, αξιόπιστο ως προς την επαγγελματική του επάρκεια, ανέλαβε το σύνολο των λειτουργιών και υπήρξε η πρώτη ελληνική εταιρεία δημοσκοπήσεων υπό τη διεύθυνση της Αθηνάς Ψύλλα και αργότερα της Βάσως Βασιλείου, όταν η Αθηνά Ψύλλα δημιούργησε τη δική της εταιρεία καταναλωτικών ερευνών. Είναι προφανές πως εκείνες οι δημοσκοπήσεις, που ενισχύθηκαν από κώδικες δεοντολογίας, προώθησαν τη διαφήμιση, την προβολή, τις δημόσιες σχέσεις, το «μήνυμα», τον πολιτικό προσανατολισμό προς την ορθότητα, την ανάπτυξη, την καλπάζουσα κατανάλωση. Με άλλα λόγια, η αμερικανική πολιτιστική διπλωματία, διά του εναγκαλισμού του κόσμου του κοινού ανθρώπου (the common people's world), οργάνωσε μια φυματική «σύμμαχο» χώρα, η οποία μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν για τις ΗΠΑ ένα «μη κράτος της Μέσης Ανατολής», «αποικιακό ή ημι-αποικιακό». Μια χώρα του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, από το οποίο οι ΗΠΑ ανέμεναν αλλαγές και εκσυγχρονισμούς, για να διαπιστώσουν ότι είχαν κάνει ένα μοιραίο λάθος, ανοίγοντας διάπλατη τη θύρα του αντιαμερικανισμού εκ μέρους γεγονότων και συμβολισμών παραεξουσίας, υπό τον πλαταγισμό συνθημάτων από πολιτικούς σαμάνους, κοινωνικούς χαρτοπαίκτες και πολιτιστικά μηδενικά.
Η «κληρονομιά» της πολιτιστικής διπλωματίας
Τι άφησε πίσω της η αμερικανική πολιτιστική διπλωματία της περιόδου 1953-1973; Τι άφησαν οι πρακτικές και τα μέσα που χρησιμοποίησε μέσω των λεγόμενων ομάδων ειδικού ενδιαφέροντος, εντός των οποίων συνωθούνταν πολιτικάντηδες, ηγετικές φυσιογνωμίες υπό εκκόλαψη, κομματικοί σχηματισμοί εκφυλισμένου βίου, διχασμού και παραλογισμού; Τι άφησαν οι άνθρωποι του Τύπου, οι διανοούμενοι, οι συγγραφείς και οι φοιτητές υπότροφοι και φιλοξενούμενοι αμερικανικών πανεπιστημίων και οργανώσεων ποικίλων αποχρώσεων, οι εκπρόσωποι της ακαδημαϊκής κοινότητας, το εκπαιδευτικό σύστημα, η προώθηση της αγγλικής γλώσσας, τα ΜΜΕ και τα δίκτυα επιρροής μέσω ενώσεων, πρωτοβουλιών και πολιτιστικών πλαισίων ανταλλαγής, χρηματοδότησης και διατηρησιμότητας; Αφησαν την αχώνευτη «αμερικανοποίηση», τον πολιτικά χειραγωγούμενο «αντιαμερικανισμό», τη χορευτική φιγούρα του «εντός» και «εκτός» αντικομμουνισμού, τον οποίο οι ΗΠΑ έκριναν ως υπερβολή έτσι κι αλλιώς, μια κοινωνία που κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης εντάχθηκε στον ευρύτερο πολιτισμικό εξαμερικανισμό, εντοπιζόμενο κατεξοχήν στα πεδία της κατανάλωσης, της διασκέδασης και της πολιτικής επικοινωνίας.
Αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά ή με σχέση γραμμικής αιτιότητας στη δράση της αμερικανικής πολιτιστικής διπλωματίας, αλλά και στις συνέργειες των πρωτοβουλιών της με τον ιδιωτικό τομέα, καθώς και στην επίδραση των αμερικανικών πολιτιστικών προϊόντων λογοτεχνίας, μουσικής και κινηματογράφου εντός της δυναμικής της ελεύθερης αγοράς. Σε αυτό το πλαίσιο, «με τις ΗΠΑ να επιδιώκουν την ηγεμονία στη γραμμή Ανατολή / Δύση, οι ανησυχίες τους για τις επιδόσεις των ευρωπαίων αντιπάλων τους με ιδιαίτερη παράδοση πολιτιστικής διείσδυσης στον ελληνικό χώρο, όπως η Γερμανία και η Γαλλία», η Ιστορία του πολιτιστικού Ψυχρού Πολέμου έχει πολλαπλές μεταβαλλόμενες, μία από τις οποίες είναι η καχεξία της ευρωπαϊκής πολιτιστικής εικόνας και κληρονομιάς στην Ελλάδα και ιδιαιτέρως, όπως επισημαίνει η Ζηνοβία Λιαλιούτη, η μελέτη της σχέσης μεταξύ της εθνικής αυτοεικόνας και της πολιτιστικής διπλωματίας των ΗΠΑ σε σχέση με την εικόνα της στο εξωτερικό. Αδύνατο να σκεφτεί κανείς πως η Ελλάδα θα είναι σε θέση να πράξει το ίδιο, αν δεν ξεκινήσει από εκείνον τον «άλλο» Ψυχρό Πόλεμο της περιόδου 1953-1973, όπου χτίστηκε η ψευδοεικόνα της.
Ζηνοβία Λιαλιούτη
Ο «άλλος» Ψυχρός Πόλεμος
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2019, σελ. 352
Τιμή: 23 ευρώ
