Παρακαλώ οι γραμμές που θα ακολουθήσουν να μην εκληφθούν ως προσωπική κατάθεση αλλά ως εμπειρία μιας γενιάς. Αλλά ούτε να θεωρηθούν ως υλικό νοσταλγίας, θετικής ή αρνητικής αλλά ως βαθύ πεδίο ενός ιστορικού τοπίου που σπάρθηκε με πολύ αίμα, πολλά δάκρυα αλλά και πολλές ελπίδες που συγκρότησαν το μέλλον μιας πατρίδας ώς τις μέρες μας.

Ζούσα στην αρχή της εφηβείας, εκείνη τη χρονιά (1949) που θα τέλειωνα το Δημοτικό Σχολείο σε μια επαρχιακή πόλη της Κεντρικής Ελλάδας στις παρυφές των δύο εμφύλιων εμπολέμων. Εχω κι άλλες φορές κι εδώ σημειώσει πως ξημερώναμε για να πάμε σχολείο ύστερα από μια νύχτα που άγρυπνοι ακούγαμε κρότους μάχης, όλμων, χειροβομβίδων και ναρκών χωρίς να γνωρίζουμε ποιος από τους δύο αντιπάλους είχε προχωρήσει στις ακρινές γειτονιές της πόλης μας. Φοιτούσα δωρεάν, λόγω φιλίας του πατέρα μου, φιλολόγου, εξορίστου στην Ικαρία, με τον δάσκαλο ιδιοκτήτη του μοναδικού ιδιωτικού δημοτικού σχολείου. Στην τάξη συνυπήρχαμε με άλλον έναν συμμαθητή με πατέρα εξόριστο και με μια συμμαθήτρια θυγατέρα τοπικού επιχειρηματία που διέθετε ιδιωτικό αεροπλάνο! Ο συναγωνισμός μας ήταν πνευματικός χωρίς ούτε μια ταξική αγκύλωση.

Την ίδια εποχή ακριβώς το Γαλλικό Ινστιτούτο ίδρυσε στην πόλη μας παράρτημα. Ούτε υποψία τότε για τη σημερινή αγγλική ηγεμονία. Είχαμε νέες ορεξάτες καθηγήτριες και για να ενισχύσει το παράρτημα το καλοκαίρι του έτους με το τέλος των σπουδών έδωσε τα πτυχία ο μεγάλος φιλέλληνας διευθυντής του Ινστιτούτου, Μερλιέ.

Η πόλη μου είχε αστικό πληθυσμό. Δεν είχε εργοστάσια ώστε απουσίαζαν οι βιομηχανικοί εργάτες και δεν είχε αγρότες επειδή ο σπουδαίος κάμπος που τον γονιμοποιούσε ο Σπερχειός ποταμός ήταν διάσπαρτος από χωριά με καλλιεργητές. Εκείνη μάλιστα την εποχή εγκαινιάστηκε η συστηματική καλλιέργεια του ρυζιού λόγω εκτεταμένων περιοχών με βάλτους, ιδανική συνθήκη για ρυζοκαλλιέργεια.

Λόγω φωτισμένων δασκάλων στο Σχολείο όπου φοιτούσαμε ο ιδιοκτήτης οργάνωνε κάθε Σάββατο, μετά το μάθημα, διαθέτοντας γραφική ύλη, συνθήκες ώστε όποιος μαθητής επιθυμούσε (και προσέρχονταν τα εννέα δέκατα των συμμαθητών) να γράψει ελεύθερα επιλέγοντας από έναν αριθμό δέκα – δώδεκα θεμάτων ποίημα, διήγημα, ταξιδιωτική εντύπωση, δοκίμιο, ημερολόγιο. Στο τέλος της χρονιάς που τελειώναμε το Δημοτικό μαζί με το απολυτήριο στη γιορτή της αποφοίτησης μας δόθηκε και βιβλίο εκδομένο σε μεγάλο εκδοτικό οίκο της Αθήνας με επιλογή των καλύτερων κειμένων που είχαμε παραδώσει. Η έκδοση είχε εικονογράφηση παλαιού μαθητή του Σχολείου, σπουδαστή στη Σχολή Καλών Τεχνών που αργότερα έγινε ο μόνιμος σχεδιαστής των ελληνικών γραμματοσήμων!

Το βιβλίο με τα κείμενά μας εκείνα το 1952 μπήκε με απόφαση του υπουργού Παιδείας ως βοηθητικό ανάγνωσμα στην εκπαίδευση. Πολλά χρόνια αργότερα μητέρες μαθητών μου το είχαν διδαχθεί στην πόλη τους! Και μου το ανέφεραν.

Λόγω της αστικής σύνθεσης του πληθυσμού της πόλης μας (δημ. υπάλληλοι, νομαρχία, δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί, εκπαιδευτικοί, μεγαλέμποροι, φαρμακοποιοί, δημοσιογράφοι τριών τοπικών εφημερίδων, δικαστικοί – το δικαστικό μέγαρο ήταν έργο Τσίλλερ) είχαμε την τύχη να είναι η πόλη μας σταθερός σταθμός περιοδευόντων θιάσων της πρωτεύουσας. Ετσι μαθητές είδαμε το «Θέατρο Τέχνης» με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο πρωταγωνιστή, τον Μάνο Κατράκη, τον Τζ. Καρούσο με την Ασπασία Παπαθανασίου, τη Μαρίκα Κοτοπούλη και μια χρονιά μετά το «Θέατρο Κοτοπούλη» με τις πρώτες εμφανίσεις της Αννας Συνοδινού με συμπρωταγωνιστή τον Ντίνο Ηλιόπουλο.

Ενας από τους τρεις χειμερινούς κινηματογράφους έφερνε επιλεγμένες ταινίες για το πληροφορημένο κοινό των πολλών επιστημόνων της πόλης. Ετσι είδαμε Ντε Σίκα («Κλέφτης ποδηλάτων»), τον Ζεράρ Φιλίπ, την Αννα Μανιάνι και βέβαια τον «Αμλετ» του Λόρενς Ολιβιέ, ένα εξάμηνο μετά τη βράβευσή του με το Οσκαρ.

Εθισμένος από τους δασκάλους μας στην καλή λογοτεχνία με αυστηρά κριτήρια διαβάζαμε πολύ νωρίς για την ηλικία μας Τολστόι, Ντοστογέφσκι, Μπαλζάκ. Οταν ο Κατράκης με θίασο παρουσίασε στην πόλη μας τη διασκευή για το θέατρο της «Ευγενίας Γκραντέ» του Μπαλζάκ, τουλάχιστον δέκα συμμαθητές μου είχαμε διαβάσει το μυθιστόρημα.

Οταν έφτασε στο βιβλιοχαρτοπωλείο το αριστούργημα του Ντοστογέφσκι «Εγκλημα και τιμωρία» με ρεφενέ πέντε συμμαθητές μου αγοράσαμε και μοιράσαμε τις σελίδες ξεχαρβαλώνοντάς τες από την πρεμούρα μας. Ημαστε 12 χρονών!

Οι δάσκαλοί μας είχαν συγκροτήσει ερασιτεχνικό θίασο και σε τακτά διαστήματα έπαιζαν σημαντικά έργα του παγκόσμιου και του εγχώριου δραματολογίου. Ηταν τότε στο προσκήνιο (1949) και λόγω της εκδόσεως των απάντων του από τον Γκοβόστη ο Ο’Νιλ. Ετσι είδαμε τους δασκάλους και τις δασκάλες μας να παίζουν τα μονόπρακτα του μεγάλου αμερικανού νομπελίστα, το «Πέρα από τον ορίζοντα» και την «Αννα Κρίστι»!!

Μια μεγάλη παρέα συμμαθητών ήμαστε συνδρομητές του αξιόλογου παιδικού περιοδικού «Θησαυρός των παιδιών» που εξελίχτηκε σε «Ελληνόπουλο» με εκπληκτική ύλη. Μυθιστορήματα σε συνέχειες του Ντίκενς, του Τζακ Λόντον, του Φένιμορ Κούπερ με σχέδια του Μποστ και του Αλέκου Φασιανού, νεαρού τότε ζωγράφου. Συνεχίζοντας την παλαιά συνήθεια της «Διαπλάσεως των Παίδων» τα περιοδικά εκείνα είχαν σελίδες αλληλογραφίας, σχολίων και πειραγμάτων των μικρών αναγνωστών με ψευδώνυμα. «Δημοσιογραφούσα» με το ψευδώνυμο Λεωνίδας, αν και δεν θυμάμαι καλά. Ο αιώνιος φίλος και συναγωνιστής Χριστόφορος Αργυρόπουλος είχε διαμορφώσει το ισόγειο του σπιτιού του σε λέσχη ανάγνωσης και σκακιστικών μαχών. Με κείνον και με τη συμμαθήτρια Μαίρη Λατσού, αργότερα αθηναία συμβολαιογράφο, είχαμε στην έκδοση των κειμένων που ανέφερα το μερίδιο του λέοντος, γύρω στα 7-8 κείμενα ο καθένας.

Οι ακούραστοι καθηγητές στο Γαλλικό Ινστιτούτο μάς ωθούσαν να μεταφράζουμε. Τότε μετέφρασα Βερλέν που λίγο αργότερα δημοσιεύτηκε στη «Φιλολογική Βραδυνή» που διεύθυνε ο Μπάμπης Κλάρας, συμπατριώτης και αδελφός του Αρη Βελουχιώτη, αργότερα σεβαστός συνάδελφος κριτικός θεάτρου.

Κι όλα αυτά με τον Εμφύλιο να μαίνεται λίγο πριν λήξει τον Σεπτέμβριο του 1949.

Εκείνη τη χρονιά εισήλθα με αυστηρές εξετάσεις εισαγωγής στο Γυμνάσιο (γραπτές και προφορικές σ’ όλα τα μαθήματα!) και επειδή πήρα υψηλούς βαθμούς ο πατέρας μου μετά την εξορία έβγαζε μεροκάματο με ιδιωτικά μαθήματα στην Αθήνα και με κάλεσε κοντά του για δέκα μέρες. Μανιακός θεατρόφιλος με πήγε σ’ όλο το ειδολογικό φάσμα της αγοράς. Είδα επιθεώρηση, οπερέτα, Στέλλα Βιολάντη με την Αρώνη στο Εθνικό, φάρσα με τον μεγάλο κωμικό Βασίλη Αργυρόπουλο και βέβαια στο Ηρώδειο την «Ορέστεια» που σκηνοθέτησε ο Ροντήρης με την Κοτοπούλη, τον Μυράτ, την Κατσέλη, την Παναγιώτου, τον Γληνό, το νεαρό Αλεξανδράκη και στον Χορό την αριστούχο απόφοιτη του Εθνικού Αννα Συνοδινού, που λίγο μετά είδα στην πατρίδα με τον Ηλιόπουλο, σε Ψαθά!!

Ηταν η ίδια χρονιά που ο νεαρός συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις έκανε τη σπουδαία του διάλεξη για το ρεμπέτικο, ταράζοντας τα νεαρά, στο «θέατρο Μουσούρη», όπου είχε στήσει τα όνειρά του ο Κουν, παίζοντας ανάμεσα στα άλλα και το «Ηταν όλοι τους παιδιά μου» του Μίλερ. Την ίδια εποχή (1949) ο Ρώτας έπαιζε Περγιάλη με τη νέα ηθοποιό Βαλάκου και στην… απόμακρη Καλλιθέα ο Αδαμάντιος Λεμός παρουσίαζε τον νέο συγγραφέα Καμπανέλλη που είχε επιστρέψει από το στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν («Χορός πάνω στα στάχυα»).

1949 και Ρίτσος, Πατρίκιος, Φραγκιάς, Αλεξάνδρου, Μπαχαριάν, Βέγγος, Θεοδωράκης, ο σκηνογράφος Ζωγράφος, ο Κούνδουρος εξόριστοι και ο Μανόλης Αναγνωστάκης καταδικασμένος εις θάνατον! Εβδομήντα χρόνια μετά, τι!!