Μοιάζει με την πρώτη πράξη ενός θρησκευτικού πολέμου. Και μοιάζει όχι μόνο επειδή η βόμβα τοποθετήθηκε έξω από μια εκκλησία, αλλά και επειδή το βασικό κίνητρο δείχνει να είναι ο τυφλός φανατισμός – πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι οι δράστες επέλεξαν έναν λατρευτικό χώρο που βρίσκεται σε έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους του αθηναϊκού κέντρου χωρίς καν να προειδοποιήσουν για την ενέργειά τους;

Το χτύπημα δεν κάνει την Αθήνα αυτομάτως Βαγδάτη. Αλλά είναι βέβαιο πως όλες οι μορφές της βίας μαζί δεν την κάνουν και Γκόθαμ Σίτι, όπως επιχειρηματολογούσε ο Πρωθυπουργός στη Βουλή για να αποδείξει ότι το πρόβλημα της ασφάλειας που σήκωνε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ήταν υπαρκτό αλλά πούρο προϊόν της δεξιάς ατζέντας του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς τον Μπάτμαν για να απαντήσει. Την απάντηση τη δίνει το αστυνομικό δελτίο, τη δίνουν οι δύο τραυματίες της οδού Σκουφά, η ανησυχία πολλών πιστών και άλλων τόσων καταναλωτών ότι οι εκκλησίες και οι εμπορικοί δρόμοι δεν είναι πια και τόσο ασφαλείς. Τη δίνει και η ανατριχιαστική σκέψη ότι στη θέση του νεωκόρου που πήρε στα χέρια του το πακέτο με τη βόμβα θα μπορούσε να είναι ένα παιδί – αλήθεια πώς θα βίωνε η ελληνική κοινωνία το σοκ από τον τραυματισμό ενός παιδιού από βόμβα;

Είναι από τις απαντήσεις που δεν θα ήθελε να πάρει ποτέ κανείς. Το γεγονός πάντως πως το ερώτημα δείχνει να μην απασχολεί και πολύ τους δράστες λέει πολλά. Λέει κατ’ αρχάς πως η κόκκινη γραμμή που φαίνεται να έθεταν οι ίδιοι οι τρομοκράτες για την προστασία της ζωής μπορεί όχι απλώς να ξεθωριάσει αλλά, τουλάχιστον για τους πιο φανατικούς από αυτούς, να σβήσει εντελώς. Εως πρόσφατα, στη σημειολογία της εγχώριας τρομοκρατίας τα «αθώα θύματα» έπρεπε να μένουν πάντα έξω από το πεδίο της μάχης. Ο όρος πέρασε στον Τύπο και από εκεί στον δημόσιο διάλογο μολονότι ο επιθετικός προσδιορισμός υπονοούσε πως αφού υπήρχαν αθώα θύματα, δεν μπορεί, θα υπήρχαν και ένοχα, για την ενοχή των οποίων αποφάσιζε κάποιος που κρατούσε ένα κουμπούρι στο χέρι.

Ο Κουφοντίνας. Τουλάχιστον η Αθήνα δεν έγινε ούτε Μπέλφαστ. Τουλάχιστον ο Κουφοντίνας, που παρεμπιπτόντως  πήρε χθες ακόμη μια άδεια για να κάνει Πρωτοχρονιά στο σπίτι του, ζωντανός ανάμεσα σε ζωντανούς, είχε ζητήσει συγγνώμη στη δίκη της 17Ν για τον θάνατο του Αξαρλιάν. Δεν είναι μια συγγνώμη που τον κάνει λιγότερο αμετανόητο για τα εγκλήματά του απ’ ό,τι είναι. Για τους επίδοξους επιγόνους του πάντως, ή για κάποιους από αυτούς, φαίνεται να μην υπάρχει ούτε αυτή η διάκριση. Ολοι είναι ένοχοι.

Την υποψία αυτή αφήνει ο εμπρηστικός μηχανισμός στον Αγιο Διονύσιο της οδού Σκουφά. Και την εντείνει η υπόθεση της Αστυνομίας ότι η βόμβα δεν ήταν παρά μια άσκηση στο πεδίο μιας νέας γενιάς τρομοκρατών που δεν τα έχουν μόνο με τις πολυεθνικές, τις τράπεζες ή τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και με τις εκκλησίες. Το πρόβλημα από αυτήν την άποψη δεν είναι μικρό: ο πόλεμος δεν είναι απλώς θρησκευτικός, είναι καθολικός αν λάβει υπόψη του κανείς ότι μια εκκλησία δεν είναι μόνο λατρευτικός χώρος, αλλά και χώρος λαϊκής συνάθροισης.

Φοβού τον φορτιστή. Με το πρόβλημα σε αυτές τις διαστάσεις φαντάζει τουλάχιστον αμήχανος ο ισχυρισμός του Πρωθυπουργού στη Βουλή ότι το πρόβλημα είναι τόσο ανύπαρκτο περίπου όσο ανύπαρκτος είναι και ο Μπάτμαν. Ακόμη περισσότερο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει να έχει απλώς συναίσθηση του κινδύνου, αλλά να διακατέχεται από κοινό ανθρώπινο φόβο, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ανυψώθηκε σε «ύποπτο δέμα» φάκελος που βρέθηκε στην αλληλογραφία του κόμματος και δεν περιείχε παρά ένα power bank – έναν απλό φορτιστή κινητού.

Αυτό σημαίνει ότι όσο και αν υποβαθμίζουν το πρόβλημα κόμμα και κυβέρνηση, δεν έχουν άγνοια κινδύνου. Συγχρόνως, όμως, το Μαξίμου δείχνει να πορεύεται με το δόγμα Φλαμπουράρη «κι εγώ έχω πέσει θύμα επιθέσεων, αλλά δεν το κάνω και θέμα».

Ο Μητσοτάκης. Το πρόβλημα πολιτικά είναι ότι η ΝΔ κινείται στο ακριβώς αντίθετο άκρο από εκείνο της φλαμπουράρειας μακαριότητας και της κυβερνητικής μοιρολατρίας: «Δυστυχώς το αίσθημα ανασφάλειας γίνεται πια πρωτόγνωρο όσο η κυβέρνηση δεν συνειδητοποιεί την ανάγκη μηδενικής ανοχής στη βία» έγραψε στο Twitter ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Από το tweet οφείλει να κρατήσει κανείς το απόσπασμα που θεμελιώνει το νεοδημοκρατικό δόγμα: μηδενική ανοχή στη βία. Ο Μητσοτάκης κηρύσσει πόλεμο στον ακήρυχτο πόλεμο του τυφλού φανατισμού με ένα δόγμα όμως που δεν φαίνεται να υιοθετεί ούτε η Φώφη Γεννηματά, η οποία κάλεσε απλώς την κυβέρνηση να «αναλάβει τις ευθύνες της». Από το χάσμα που χωρίζει δόγματα και θέσεις τίθεται αυτομάτως ένα ερώτημα: μπορεί να κερδίσει μια κυβέρνηση της ΝΔ τον πόλεμο χωρίς την έστω και σιωπηρή συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων; Ο κίνδυνος σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι μόνο να δοθεί η απάντηση με βόμβες. Είναι και να τσακώνονται οι πολιτικές δυνάμεις πάνω από τα αποκαΐδια.