Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ιστορικά η Ελλάδα δεν μπόρεσε να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα για παρατεταμένες περιόδους. Η πιο μακρά περίοδος ήταν η διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος που ξεπερνούσε το 1% του ΑΕΠ την οκταετία 1994-2001, κάτι που έδωσε τη δυνατότητα στη χώρα να επιτύχει το όριο του 3% πριν από την υιοθέτηση του ευρώ. Ομως το πρωτογενές ισοζύγιο «γύρισε» σε έλλειμμα 2% αμέσως μετά την υιοθέτηση του ευρώ (2002-2007) και διευρύνθηκε στο 5%-10% το 2008-2009. Από το 2010 μέχρι το 2015 το πρωτογενές έλλειμμα ήταν κατά μέσο όρο 1½ του ΑΕΠ, με μικρά πλεονάσματα λιγότερο του 1% του ΑΕΠ να καταγράφονται μόνο το 2013 και 2015.

Η κατάσταση βελτιώθηκε το 2016, με ένα μεγάλο πλεόνασμα 3,9%, ωστόσο η κινητήριος δύναμη του πρωτογενούς αυτού πλεονάσματος ήταν προσωρινή, όπως τα έκτακτα έσοδα ή και η υποεκτέλεση των δαπανών του προϋπολογισμού. Ομοίως, το πλεόνασμα  του 4,2% το 2017 στηρίχθηκε στις χαμηλότερες του αναμενομένου δαπάνες, αντί σε ένα πιο διατηρήσιμο μείγμα μέτρων.

Το ΔΝΤ, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από άλλες χώρες, δείχνει πως στη μεταπολεμική ιστορία ήταν δύσκολο να επιτευχθούν και να διατηρηθούν μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα. Οπως αναφέρει, σε ένα δείγμα 90 χωρών κατά την περίοδο 1945-2015, υπήρξαν μόλις 13 περιπτώσεις όπου επιτεύχθηκαν και διατηρήθηκαν για περίοδο δέκα ή περισσότερων ετών πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα άνω του 1,5% του ΑΕΠ.

Σε τρεις μόλις περιπτώσεις το πρωτογενές πλεόνασμα αυξήθηκε στο 3,5%, ενώ αν εξαιρεθούν οι χώρες που είναι πλούσιες σε φυσικούς πόρους, τότε υπάρχει μία μόνο τέτοια περίπτωση. Η σύγκριση δείχνει επίσης πως είναι πολύ σπάνιο να υπάρξει μέσος όρος δεκαετίας άνω του 3,5% του ΑΕΠ, ενώ σχετικά σπάνιες είναι και οι περιπτώσεις που ο δεκαετής μέσος όρος ήταν άνω του 1,5% του ΑΕΠ.