Στη σημερινή συγκυρία, η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αναγκαία, αλλά όχι και ικανή συνθήκη για να αυξηθεί σε μονιμότερη βάση το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων. Ειδικά οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αλλά και όσοι αμείβονται κάτω από αυτό το μισθολογικό επίπεδο, και διαθέτουν χαμηλές δεξιότητες στην αγορά εργασίας, όχι μόνο έχουν χαμηλές αποδοχές, αλλά συνήθως γίνονται θύματα εκμετάλλευσης από τις πρακτικές της ημιδηλωμένης, αδήλωτης και τζάμπα εργασίας, ενώ εργάζονται και σε συνθήκες μεγάλης ανασφάλειας. Συνεπώς, μια αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αναγκαία, ιδίως σε μια συγκυρία που η τεράστια ανεργία κρατά τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα οδηγήσει και σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματός τους, καθώς η αύξηση του κατώτατου μισθού, αν δεν συγκρατηθεί σε επίπεδα που να αντέχουν η οικονομία και οι επιχειρήσεις, αργά ή γρήγορα θα είναι σαν να μην έχει γίνει, ιδίως εάν οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας. Για αυτό μια αύξηση του κατώτατου μισθού δεν μπορεί να υπερβαίνει την αύξηση της παραγωγικότητας, το τι συνεισφέρει δηλαδή ο εργαζόμενος με την εργασία του στην προστιθέμενη αξία της επιχείρησης. Εάν αυτό δεν ίσχυε, τότε ο εργοδότης θα αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης, ιδίως στις μικρές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν εργαζομένους που αμείβονται με χαμηλούς κατά κανόνα μισθούς. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε ενδεχομένως να τον σπρώξει και στην παρανομία για να μη βάλει λουκέτο.

Ιδίως στη σημερινή συγκυρία, που η ανάκαμψη της οικονομίας είναι ακόμη εύθραυστη, η επιβεβλημένη αύξηση του κατώτατου μισθού θα μπορούσε να συνοδευθεί με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών, ώστε να μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς παρενέργειες από όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις. Μια τέτοια μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί, δεδομένης της ανάγκης για τη διαφύλαξη της δημοσιονομικής πειθαρχίας, από τη νομοθετημένη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Για λόγους, όμως, κοινωνικής δικαιοσύνης, επιβάλλεται η μείωση του αφορολογήτου να συμπληρωθεί με γενναίες επιστροφές φόρου για τις οικογένειες με παιδιά και τους ηλικιωμένους άνω των 70 ετών. Μόνο έτσι η μείωση του αφορολογήτου, όχι μόνο δεν θα επηρεάσει τους πλέον ευάλωτους εργαζομένους και αδύναμους συνταξιούχους, αλλά και θα αυξήσει το ισχύον αφορολόγητό τους, ώστε να τους βοηθήσει να τα βγάλουν πέρα στην κρίσιμη αυτή συγκυρία της ζωής τους. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η επιστροφή φόρου να δεκαπλασιασθεί από €50 σήμερα σε €500 αύριο για κάθε παιδί, και να θεσμοθετηθεί για πρώτη φορά επιστροφή φόρου €200 για κάθε συνταξιούχο 70 ετών και άνω, που να αυξάνεται κατά €200 ανά 5ετία ηλικίας. Μια μείωση, λοιπόν, των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και μια αύξηση του αφορολογήτου ως ανωτέρω, αφενός θα δώσει ώθηση στα εισοδήματα και την απασχόληση σε όλη την οικονομία, αφετέρου θα θωρακίσει και τους μισθούς και τις συντάξεις των πλέον αδύναμων συμπολιτών μας, καθώς οι εργοδότες δεν θα έχουν ισχυρό κίνητρο να αποφύγουν την αύξηση του κατώτατου μισθού. Σημειώνεται ότι στα €586 μεικτά, ο εργοδότης πρέπει σήμερα να βγάλει από την τσέπη €733 για να πάρει ο εργαζόμενος €492, δηλαδή το 67%, όταν στην Κύπρο το αντίστοιχο ποσοστό είναι 83%, με τα υπόλοιπα να πηγαίνουν στο κράτος.

O Μιχάλης Μασουράκης είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ