Σε επικίνδυνο μονοπάτι με αβέβαιη κατάληξη έχουν μπει οι ελληνορωσικές σχέσεις μετά τις παράλληλες απελάσεις ρώσων και ελλήνων διπλωματών από Αθήνα και Μόσχα αντίστοιχα.

Η ελληνική πλευρά δεν έχει αντιδράσει ώς τώρα στην απάντηση της Μόσχας, η οποία – σε απάντηση με χρονοκαθυστέρηση – απέλασε τη Δευτέρα δύο έλληνες διπλωμάτες, ωστόσο τα μηνύματα είναι αντιφατικά, καθώς από τη μια υπάρχει ενόχληση για τη ρωσική στάση και από την άλλη υπάρχει ανησυχία για μια σειρά από ζητήματα που είναι σημαντικά για την Ελλάδα και η Ρωσία παίζει σημαντικό ρόλο σ’ αυτά.

Ολα δείχνουν πως τα τελευταία χρόνια, η ολική επαναφορά του ρωσικού ενδιαφέροντος στα Δυτικά Βαλκάνια την ώρα που το ΝΑΤΟ επιδιώκει να επεκταθεί σε αυτό τον χώρο για να ανακόψει τη ρωσική επιρροή έχει επιφέρει τεκτονικές αλλαγές στον χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η Ελλάδα είχε αμερικανική υποστήριξη στην αναζήτηση λύσης με την ΠΓΔΜ την ώρα που η Μόσχα δεν την επιθυμούσε, γιατί ανοίγει τον δρόμο για ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Την ίδια ώρα, η απομάκρυνση Ερντογάν από τη Δύση τον έφερε πιο κοντά στη Μόσχα που μοιάζει να τοποθετείται πιο κοντά στην τουρκική προσέγγιση για τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ. Κάπως έτσι, με κυβέρνηση αριστερής προέλευσης στην Ελλάδα και με υπουργό Εξωτερικών πρώην κομουνιστή, επικράτησαν πολικές θερμοκρασίες και διπλωματική εμπλοκή χωρίς προηγούμενο, στις ελληνορωσικές σχέσεις

Στην Αθήνα υπάρχει προβληματισμός για το πού θα μπορούσε να οδηγήσει η περαιτέρω επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά αλλά και το Κυπριακό όπου για δεκαετίες η Ρωσία έχει λόγο και ρόλο.

Ο διαφαινόμενος «εναγκαλισμός» Μόσχας και Αγκυρας έχει εντείνει τις ελληνικές ανησυχίες ενώ αιφνιδιασμό προκάλεσε στην Αθήνα μια – όχι τυχαία, κατά τα φαινόμενα – αναφορά του Πρωθυπουργού της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Kommersant».

Aναφερόμενος στο ενδεχόμενο ένταξης της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, ο ρώσος πρωθυπουργός – σύμφωνα με το πρακτορείο ΤASS – διερωτήθηκε: «Εάν έτσι έχουν τα πράγματα (σ.σ.: για τη Γεωργία) εισηγούμαστε όπως οι συνάδελφοί μας στο ΝΑΤΟ μάς πουν πού αλλού μπορεί να εφαρμόσουν αυτό το τέχνασμα. Για παράδειγμα, μπορεί να προσκαλέσουν το Κόσοβο να γίνει μέλος της Συμμαχίας ή την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου. Θα βελτιώσει αυτό την κατάσταση στον κόσμο;». Η αναφορά όχι σε κατεχόμενα, αλλά σε «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», έτσι όπως μόνο η Αγκυρα αποκαλεί το ψευδοκράτος, από κάποιους κύκλους ερμηνεύεται και ως μήνυμα της Μόσχας στην Αθήνα για αλλαγή στάσης από πλευράς των Ρώσων σε ένα ζήτημα που καίει την ελληνική πλευρά.

Σε αυτό το πλαίσιο οι ίδιοι κύκλοι εντάσσουν και την απόπειρα εκτόνωσης που προσεκτικά επιχείρησε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, ο οποίος υποστήριξε (στο Ραδιόφωνο 24/7) ότι «η Ρωσία δεν είναι απλώς μια χώρα του κόσμου. Είναι χώρα με την οποία έχουμε πατροπαράδοτα καλές σχέσεις. Επιδιώκουμε να είμαστε μια γέφυρα ανάμεσα σε εκείνη και την ΕΕ. Εχουμε αποδείξει πως δεν είμαστε δεκτικοί πιέσεων, ως προς το να αλλάξουμε αυτήν την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, είτε αυτήν την ειδική σχέση που θέλουμε να έχουμε με τη Ρωσία». Ωστόσο συμπλήρωσε πως «όπως ισχύει και με το τανγκό, χρειάζονται δύο» και κάπως έτσι πέταξε το μπαλάκι και πάλι στη ρωσική πλευρά.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ. Η άλλη διάσταση που εγκυμονεί κινδύνους για τα ελληνικά συμφέροντα είναι η οικονομική καθώς – ειδικά αυτή την περίοδο – όπου καταγράφεται μεγάλη παρουσία ρώσων τουριστών στη χώρα μας η περαιτέρω επιδείνωση θα είχε αρνητικές συνέπειες στις ρωσικές αφίξεις και επακόλουθα στα έσοδα από τον τουρισμό.

Αν και διπλωματικές πηγές στην Αθήνα σε μια πρώτη αντίδραση χαρακτήριζαν ως «ασύμμετρη» τη ρωσική απάντηση στις πρώτες απελάσεις, καθώς η ελληνική πλευρά αποφάσισε βάσει στοιχείων πριν απελάσει τους δύο ρώσους διπλωμάτες, εν τούτοις μέχρι χθες το βράδυ δεν υπήρξε επίσημη ελληνική αντίδραση στην κίνηση της Μόσχας, επιλέγοντας ουσιαστικά να διατηρηθούν χαμηλά οι τόνοι της διένεξης.