H ένταξη της Ελλάδας στο ενιαίο νόμισμα συνεπαγόταν ισχυρές ανατροπές στην οικονομική πολιτική και στη λειτουργία της οικονομίας. Συνεπαγόταν, θεωρητικά, την ανάγκη υπέρβασης της «ελλειμματικής οικονομίας», που κυριάρχησε στη χώρα στις δύο προηγούμενες δεκαετίες.
Για να επιτευχθεί ένας τόσο μεγάλος στόχος στον ελάχιστο χρόνο 1996-2000, προωθήθηκαν πολιτικές και αλλαγές από την κυβέρνηση Κώστα Σημίτη, που κανείς δεν θεωρούσε πιθανές. Η ελληνική οικονομία πέρασε σε άλλη τροχιά: μείωση δημοσιονομικών ελλειμμάτων, νομισματική σταθεροποίηση, χαμηλά επιτόκια, εμπιστοσύνη στην οικονομία, υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης και επενδύσεων, δραστική αναπροσαρμογή των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ Δημοσίου και τραπεζικού συστήματος (διακοπή της χρηματοδότησης από την Κεντρική Τράπεζα, δανεισμός με επιτόκια αγοράς, διαφάνεια στο δημόσιο χρέος κ.ά.).
Η ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) έδειξε ότι μια κυβέρνηση μπορεί να γίνει κινητήρια δύναμη για φιλόδοξα επιτεύγματα. Το πιο σημαντικό καινοτόμο στοιχείο της περιόδου εκείνης ήταν ότι μια νοοτροπία αλλαγής άρχισε να γίνεται ορατή, όχι μόνο στην κρατική μηχανή, αλλά και στο επίπεδο της κοινωνίας. Μάλιστα, η επιτυχία εκείνη, στηρίχθηκε και από μια θεαματική κοινωνική «πειθαρχία», λόγω του φόβου που προκαλούσε το ενδεχόμενο αποτυχίας σε κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς και πρόσωπα.
Το ενιαίο νόμισμα άνοιξε μια νέα φάση στην οικονομική πορεία της χώρας: συνδεόταν με νέους κανόνες παιχνιδιού στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, στον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Σήμαινε ότι η Ελλάδα έχανε τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματός της, τη δυνατότητα διοικητικού καθορισμού των επιτοκίων δανεισμού για επιχειρήσεις, νοικοκυριά και Δημόσιο και την προσφυγή σε δημοσιονομικά ελλείμματα, που όλα, όμως, είχαν επανειλημμένως οδηγήσει σε μεγάλες κοινωνικές και μακροοικονομικές αποσταθεροποιήσεις.
Οι αναγκαίες αυτές αλλαγές ήταν γνωστές, όπως ήταν γνωστό και το ότι η προσαρμογή των μισθών προς τα κάτω θα ήταν το μόνο εργαλείο για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες μιας αδιάφο-
ρης ή ανέμελης πολιτικής. Οι παράγοντες αυτοί αγνοήθηκαν. Η ελληνική πολιτική – όπως και άλλες χώρες μέλη της ΟΝΕ, όμως σε πολύ μικρότερο βαθμό – υποτίμησε το ότι ένα ενιαίο νόμισμα με σταθερή ισοτιμία (για το εσωτερικό της ΟΝΕ) απαιτούσε πειθαρχία στους νέους κανόνες και ότι η διατήρηση συμπεριφορών και πολιτικών που χαρακτήριζαν το ασταθές εθνικό νόμισμα στην προ ΟΝΕ εποχή, αναπόφευκτα, θα προκαλούσε μεγάλες εσωτερικές αποσταθεροποιήσεις.
Ετσι, στην περίοδο μετά το 2001, άρχισαν να δίνονται πολύ σημαντικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, αυξήθηκε εκρηκτικά ο δανεισμός για νοικοκυριά, επιχειρήσεις και Δημόσιο, έγιναν μαζικές νέες προσλήψεις στο Δημόσιο (μετά το 2005), ενώ οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν σημαντικά, εν μέρει λόγω του ελλειμματικού ασφαλιστικού συστήματος.
Η παραβίαση της αρχής «μηδέν άγαν» (παν μέτρον άριστον) καθόρισε και τις συνέπειες, που εξακολουθούν να βαραίνουν μέχρι σήμερα: δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα μαζί με τη διόγκωση του δημόσιου χρέους οδήγησαν στην κατάρρευση της οικονομίας και στο χείλος της χρεοκοπίας το 2009-2010, δείχνοντας ότι όταν παραβιάζονται βασικές οικονομικές ισορροπίες, προκύπτει οδυνηρό κόστος – που πληρώθηκε στην κρίση του 2009 – και το ενιαίο νόμισμα δεν είναι πανάκεια.
Παρά ταύτα, η ένταξη στην ΟΝΕ, ακόμα και στις πιο οδυνηρές στιγμές της κρίσης, λειτούργησε ως άγκυρα και ως σταθερό σημείο αναφοράς και στήριξης της χώρας, καθώς από τη μία οδήγησε μεν στον εθνικό εφησυχασμό, αλλά από την άλλη επέτρεψε μια θηριώδη δανειοδότηση και μια γενικότερη στήριξη από τις χώρες-μέλη της ΟΝΕ, αποτρέποντας έτσι την υπερφτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και την κατάρρευσή της σε βάθος δεκαετιών.
← Επιστροφή στο μενού του αφιερώματος







