Ο Ντάβιντε Καλάμπρια παραχώρησε συνέντευξη σε ιστοσελίδα της πατρίδας του και αναφέρθηκε στον Παναθηναϊκό και τον Ράφα Μπενίτεθ, αλλά και στο πιο σημαντικό κεφάλαιο της καριέρας του. Τη Μίλαν.

Αναλυτικά τα όσα ανέφερε στο «rivistaundici.com»:

Πώς πάνε οι πρώτοι μήνες στην Ελλάδα; Στο Europa League ήρθε κι ένα γκολ.

«Το περίμενα, είχα μόλις επιστρέψει από έναν τραυματισμό που ήρθε σε μια στιγμή που ένιωθα πολύ καλά. Μου έδωσε ανεμελιά, δεν μου αρέσει να μένω εκτός. Δεν είναι εύκολο ούτε όταν είσαι μακριά από το σπίτι. Όμως είμαι καλά, είναι μια νέα εμπειρία, πολύ διαφορετική. Ειλικρινά, σχεδόν τα πάντα είναι διαφορετικά από αυτά που είχα συνηθίσει. Μιλάμε για ένα διαφορετικό Πρωτάθλημα, για μια ομάδα οργανωμένη με διαφορετικό τρόπο. Αλλά εξαρτάται από το πώς το βλέπεις: κάποιες φορές είμαι πολύ θετικός, άλλες φορές δυσκολεύομαι λίγο περισσότερο, όμως το περίμενα. Είναι μια εμπειρία που επέλεξα να κάνω και συνολικά είμαι ικανοποιημένος. Όπως κι αν πάει, σίγουρα θα μου αφήσει κάτι σε προσωπικό επίπεδο. Και ελπίζω να φέρω και τρόπαια στο σπίτι».

Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω: στη Μπολόνια πριν από λίγους μήνες σου επέστρεψε το χαμόγελο. Τι εμπειρία ήταν;

«Δεν γνωρίζω όλες τις ομάδες του κόσμου, αλλά πιστεύω πως η Μπολόνια ήταν σίγουρα μία από τις καλύτερες στις οποίες θα μπορούσα να βρεθώ. Και πράγματι, με λύπησε που δεν μπόρεσα να μείνω. Η ενέργεια ανάμεσα στην πόλη, την ομάδα και τα αποδυτήρια ήταν υπέροχη, εξαιρετικά ευχάριστη. Ήμουν πολύ χαρούμενος. Δεν ήθελα να φύγω από τη Μίλαν, αλλά το να βρω μια κατάσταση σαν κι αυτή με έκανε ξανά χαρούμενο. Βρήκα μια ομάδα όπου ένιωθα καλά. Τη Μπολόνια δυσκολεύεσαι να την εξηγήσεις: όλο το περιβάλλον είναι πολύ οικογενειακό. Είχα τη Μίλαν ως μοναδικό σημείο αναφοράς, βρήκα μια νέα διάσταση, με απίστευτη εγγύτητα στην ομάδα. Με αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή. Δυστυχώς εκείνος ο άτυχος τραυματισμός στο Κύπελλο Ιταλίας με κράτησε εκτός για μερικές εβδομάδες και στεναχωρήθηκα, γιατί τότε ήμουν βασικός και έπαιζα σε όλα. Μετά όμως ήρθε το Κύπελλο Ιταλίας, το κερασάκι στην τούρτα μιας πορείας και της χαράς που αναπνέει αυτή η πόλη».

Ο Ιταλιάνο πώς είναι;

«Είναι δυνατός προπονητής, φανατικός με το ποδόσφαιρο. Μιλάει γι’ αυτό 24 ώρες το 24ωρο με οποιονδήποτε. Αυτή η εμμονή είναι και προτέρημά του: έχει μεγάλη προετοιμασία και πάντα τα πάει καλά. Ταιριάζει απόλυτα με τη Μπολόνια. Πιστεύω ότι βελτιώνεται συνεχώς. Πλέον γνωρίζει την πόλη και τα παιδιά. Κάποιες φορές είναι εκρηκτικός, αλλά λειαίνει αυτή την πλευρά του χαρακτήρα του χάρη στο ευχάριστο κλίμα που υπάρχει στη Μπολόνια. Ένιωσα καλά μαζί του, αν και δεν ήθελε ποτέ να με βάζει να παίζω κόντρα στη Μίλαν. Ήμουν σίγουρος ότι θα έπαιζα: την πρώτη φορά με κάλεσε στο δωμάτιο λέγοντάς μου ότι θα μου έκανε «χάρη» να μη με βάλει αμέσως, γιατί θα ζούσα πάρα πολλά συναισθήματα. Και δεν με έβαλε ποτέ βασικό απέναντι στη Μίλαν γι’ αυτόν τον λόγο· έμπαινα ως αλλαγή, αλλά είναι διαφορετικό. Κατάλαβα τη σκέψη του, αν και ειλικρινά δεν συμφώνησα… Ήμουν σίγουρος ότι θα τα πήγαινα καλά και θα ήθελα πολύ να ζήσω εκείνη τη συγκίνηση, να αντιμετωπίσω τους πρώην φίλους και συμπαίκτες μου ή να χαιρετήσω τους παλιούς μου οπαδούς. Στο τέλος είμαστε επαγγελματίες, όμως η σκέψη του ήταν να με προστατεύσει και είναι εντάξει έτσι. Έχει μπροστά του σπουδαίο μέλλον».

Και το Κύπελλο Ιταλίας;

«Μια τεράστια χαρά. Μας κατέκλυσε όταν κάναμε τον γύρο της πόλης με το πούλμαν. Το να κερδίσεις ένα Κύπελλο για τη Μπολόνια ήταν κάτι εκτός του συνηθισμένου. Στο Μιλάνο η νίκη ήταν κάτι που έπρεπε να γίνεται, κι εγώ μεγάλωσα με αυτή τη νοοτροπία. Για τους Μπολονέζους και τη Μπολόνια ήταν κάτι καινούργιο. Απόλυτα άξιο. Μετά τα πρώτα ματς ήμουν σίγουρος από την αρχή ότι θα το κερδίζαμε. Και στα αποδυτήρια υπήρχε αυτή η αίσθηση. Για να εμψυχώσω τον εαυτό μου και το περιβάλλον, είχα κρεμάσει φωτογραφίες του τροπαίου παντού: στο ντουλάπι μου, στα αποδυτήρια, έξω από το γυμναστήριο και στη φυσικοθεραπεία. Το ένιωθα, το έλεγα συχνά και στους φίλους μου. Μόνο που ήλπιζα να μη συναντήσουμε τη Μίλαν…».

Η Μίλαν. Μεγάλωσες στο Μιλανέλο, κέρδισες τρόπαια και οδήγησες την ομάδα των ονείρων σου ως αρχηγός. Πώς είναι όταν όλα τελειώνουν από τη μια στιγμή στην άλλη;

«Στη ζωή όλα τελειώνουν, άρα αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Φυσικά, ήλπιζα πάντα να είναι πιο μετά παρά πιο νωρίς. Είμαι υπερήφανος που ήμουν μέρος της Μίλαν για τόσα χρόνια, από τις Ακαδημίες μέχρι την πρώτη ομάδα. Είναι κάτι που λίγοι μπορούν να πουν, ειδικά το να μεγαλώσεις στο φυτώριο, να κάνεις ντεμπούτο, να μείνεις στην πρώτη ομάδα, να γίνεις αρχηγός και να κερδίσεις τρόπαια. Άλλαξαν συμπαίκτες, προπονητές, διοικήσεις και ιδιοκτησίες, αλλά εγώ έμεινα για καιρό παίζοντας συχνά. Δεν έχω κανένα απωθημένο. Είμαι περήφανος. Ως οπαδός, το να παίζω στη Μίλαν ήταν το όνειρό μου και το πέτυχα· ποτέ δεν θα φανταζόμουν ότι θα γινόμουν αρχηγός της. Σηκώσαμε τρόπαια, μπήκα σε μια Μίλαν που δεν ήταν αυτό που είχε συνηθίσει να είναι και άφησα μια ομάδα που πάλευε για Πρωτάθλημα και Κύπελλα, αν και πιστεύω πως έλειπε ένα τελευταίο κομμάτι για να είναι ανταγωνιστική στο Champions League. Επαναλαμβάνω: όλα τελειώνουν. Τελείωσε όπως τελείωσε, συνέβη. Υπήρξαν πράγματα που πλήγωσαν λίγο όλους, γεννημένα σε μια κακή σεζόν για συγκεκριμένους λόγους. Πιστεύω ότι εγώ ζημιώθηκα περισσότερο· ίσως ήμουν υπερβολικά δεμένος με τη Μίλαν και κάποια πράγματα δυσκολευόμουν να τα καταπιώ. Εκείνοι οι μήνες ήταν βαριοί. Μέχρι που η καλλιεργημένη δυσφορία βγήκε στην επιφάνεια και πάρθηκε η απόφαση να χωρίσουμε. Η κατάσταση είχε γίνει βαριά, έπρεπε να γίνει κάτι. Δεν ήταν καθόλου πρόθεσή μου να φύγω από τη Μίλαν. Αυτό που συνέβη το ξέρετε όλοι, ακόμη κι αν κανείς δεν το λέει».

Δηλαδή;

«Μετά από τόσα χρόνια ανάμεσα στο Βισμάρα και το Μιλανέλο, με ανθρώπους που γνώριζα και αγαπώ, και αφού μοιράστηκα τόσα, με στενοχώρησε που έφυγα λόγω κάποιων δυσάρεστων επεισοδίων. Πιστεύω ότι εκείνες οι στιγμές χάλασαν λίγο την εικόνα μου, χωρίς να έχω κάνει τίποτα κακό… Όσοι με γνωρίζουν πραγματικά ξέρουν πώς είμαι: έχω χαρακτήρα, βάζω πάντα το πρόσωπο και την καρδιά μου, νοιαζόμουν ιδιαίτερα, ήμουν αρχηγός. Δεν είμαι από αυτούς που αυταπατώνται ότι όλα θα πάνε πάντα καλά και κάνουν πως δεν υπάρχουν προβλήματα. Πολλοί εκτονώνονταν σε μένα. Με συζήτηση και σεβασμό βελτιώνεσαι. Αυτό ίσως γύρισε εναντίον μου εκείνη την περίοδο. Σίγουρα προτιμώ να «πεθάνω» με τις δικές μου ιδέες παρά με τις ιδέες άλλων. Έπρεπε να το αποδεχτώ· ειλικρινά δεν ήθελα πια να έχω σχέσεις με ορισμένους. Οι λύσεις ήταν λίγες: να μείνω εκτός ομάδας ή να έχω άλλα προβλήματα. Ή να φύγω. Και αν σου πω πώς δημιουργήθηκε η ευκαιρία της Μπολόνια…».

Ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες;

«Ναι. Εκείνη τη στιγμή δεν έπαιζα στη Μίλαν. Η Μπολόνια είχε ζητήσει πληροφορίες. Προφανώς για μένα δεν υπήρχε συζήτηση, ήθελα να μείνω στο Μιλάνο. Μου είπαν ότι ο Σαρτόρι είχε κάνει μια πλάκα στον πρώην ατζέντη μου: «Αν ποτέ διαφωνήσει με τον προπονητή, να ξέρετε ότι εμείς είμαστε εδώ». Δύο μέρες μετά συνέβη αυτό που όλοι είδαμε δυστυχώς… Στενοχωρήθηκα πολύ. Ήταν πολύ άβολο και εκτός τόπου για μένα, δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Η κατάσταση ήταν λεπτή. Έτσι εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία να πάμε στη Μπολόνια».

Τι σου πέρασε από το μυαλό όταν έφυγες από το Μιλάνο κλαίγοντας;

«Όλα έγιναν γρήγορα. Μια κάπως σουρεαλιστική στιγμή. Έφευγα από το Μιλανέλο για να μην ξαναμπώ ποτέ. Και δυσκολεύτηκα πολύ να το αποδεχτώ μετά από τόσα χρόνια. Σκεφτόμουν ότι δεν θα ξανάβλεπα όλους τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί μέσα, τους συμπαίκτες μου που μου έλεγαν να μη φύγω—ακόμη και τώρα μου το επαναλαμβάνουν. Τους οπαδούς, που πιστεύω ότι είναι οι καλύτεροι στον κόσμο. Το να μη φορέσω ξανά τη φανέλα της ομάδας της καρδιάς μου. Ήταν πραγματικά ένα πολύ σκληρό χτύπημα. Από τη μία κατάλαβα πόσο νοιάζονταν και με αγαπούσαν πολλοί, μέσα κι έξω από το Μιλανέλο, και αυτό με χαροποίησε. Από την άλλη αναρωτιέσαι πόσο σωστό είναι να αφήνεις ομάδα και περιβάλλον τη στιγμή που η θέλησή σου είναι να μείνεις. Όταν έλαβα την επίσημη ειδοποίηση της αποχώρησης, έκανα τον γύρο των γηπέδων του Μιλανέλο, έκλαψα πολύ, χαιρέτησα όλους—απίστευτοι που συνέβαινε στ’ αλήθεια—πήρα τα πράγματά μου και έφυγα γνωρίζοντας ότι την επόμενη μέρα δεν θα επέστρεφα μετά από δώδεκα χρόνια. Δεν ήταν εύκολο, καθόλου. Πόνεσε. Αλλά έπρεπε να το αποδεχτώ για να προχωρήσω».

Ο Ματέο Γκάμπια είπε ότι είσαι ο μέντοράς του. Σημαίνει ότι, παρόλα αυτά, άφησες καλό αποτύπωμα, έτσι;

«Δεν το είχα διαβάσει, χαίρομαι. Ξέρω ότι ο Ματέο με εκτιμά και το ίδιο ισχύει κι από μένα, τον νοιάζομαι πολύ. Είναι από αυτούς που προσπάθησαν περισσότερο να με πείσουν να μείνω, ανεξάρτητα από την κατάσταση… Πολλά πράγματα δεν βγαίνουν προς τα έξω. Δεν είμαι άνθρωπος που μιλά πολύ σε social, συνεντεύξεις και εφημερίδες, αν δεν μου ζητηθεί. Αλλά αν κάποιος ρωτούσε για μένα στο Μιλανέλο, πιστεύω ότι όλοι θα μιλούσαν καλά: δούλεψα, σεβάστηκα και αγάπησα τον καθένα, έκανα πάντα το καλύτερο για να βοηθήσω όποιον μπορούσα, έχω σχέσεις με όλους εκεί μέσα ακόμη και σήμερα. Με είδαν να μεγαλώνω, δημιουργήθηκαν δεσμοί με πολλούς. Και με τον Ματέο συνέβη το ίδιο. Είναι από αυτούς που μιλάμε πιο συχνά και ταιριάζουμε περισσότερο. Επιτέλους αρχίζουν να μιλούν γι’ αυτόν με πολύ θετικό τρόπο, χωρίς να τον υποτιμούν άδικα. Αποδεικνύει πολλά και είμαι πραγματικά περήφανος και χαρούμενος για όσα κάνει· είναι σημαντικός και έξυπνος παίκτης, που ξέρει ποδόσφαιρο».

Ποιος ήταν ο δικός σου μέντορας στη Μίλαν;

«Ίσως είναι κάτι που μου έλειψε. Μπήκα στην πρώτη ομάδα σε μια περίοδο σύγχυσης: οι παίκτες άλλαζαν κάθε έξι μήνες, δεν υπήρχε σταθερή βάση, στα πρώτα τέσσερα χρόνια πέρασαν τρεις διαφορετικές διοικήσεις. Δεν υπήρξε η δυνατότητα να έχω μέντορα, αν και θα το ήθελα πολύ. Ένα πράγμα που υποτιμάται—και το είπε πρόσφατα και ο Κιάερ, με τον οποίο συμφωνώ—είναι να υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν να επικοινωνούν, στους οποίους μπορείς να βασιστείς, με εμπειρία και ηγεσία, ειδικά τη σιωπηλή ηγεσία, αυτή που στη στιγμή της ανάγκης σε βοηθά να αναδειχθείς και να κρατήσεις ένα γκρουπ συμπαγές για χρόνια. Είναι κάτι που τα δεδομένα της μόδας σήμερα δεν μπορούν να δουν. Αν αλλάζεις συνεχώς, δεν είναι βέβαιο ότι βρίσκεις τη σωστή κατεύθυνση. Πρέπει να καταλάβεις και τις σχέσεις μέσα σε ένα γκρουπ, τους δεσμούς που δημιουργούνται και σε κάνουν να μεγαλώνεις, ίσως ακόμη περισσότερο από το ταλέντο. Αν έπρεπε να διαλέξω ποια φιγούρα να είμαι, θα έλεγα τον Σίμον Κιάερ. Είναι από αυτούς με τους οποίους ταίριαξα περισσότερο τα τελευταία χρόνια: δεν είναι στα στόματα όλων, δεν είναι ποτέ στα πρωτοσέλιδα, αλλά στα αποδυτήρια είναι από αυτούς που μιλούν στην ομάδα—και με τον σωστό τρόπο, με ηρεμία και εξυπνάδα. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου η δημόσια πλευρά, ήταν πάντα ουσιαστικός. Έτσι μου αρέσει και έτσι θέλω να είμαι».

Απάντηση κοφτή: η Μίλαν του Αλέγκρι είναι για Σκουντέτο;

«Ναι, απολύτως. Η ομάδα είναι δυνατή, βρήκαν επιτέλους μια φιγούρα ικανή να δημιουργήσει ένα συνεκτικό γκρουπ και να το προστατεύσει, δίνοντας στέρεες αμυντικές βάσεις—κατά τη γνώμη μου θεμελιώδεις για να κερδίζεις. Ο Αλέγκρι είναι νικητής, έχει ήδη κερδίσει πολλά στην Ιταλία και ξέρει πώς. Έχει εμπειρία και, επιπλέον, παίζουν μία φορά την εβδομάδα: έχουν χρόνο να ανακτήσουν ενέργεια και να δουλέψουν τις ιδέες του. Θα ήμουν περίεργος να με προπονήσει· όλοι μιλούν καλά γι’ αυτόν και είναι ευχαριστημένοι. Και, τέλος, μου αρέσει απίστευτα το πώς επικοινωνεί—είναι ο καλύτερος σ’ αυτό και συχνά σε κάνει να γελάς».

Στενοχωρήθηκες για το πώς τελείωσε η εμπειρία του Πιόλι στη Φλωρεντία;

«Πολύ. Έχω εξαιρετική σχέση με τον κόουτς, για μένα ήταν σημαντικός. Μας στενοχώρησε απίστευτα όταν έφυγε από τη Μίλαν και φάνηκε πόσο τον αγαπήσαμε παίκτες και κόσμος. Πήρε έναν σύλλογο σε κρίση και τον έφερε εκεί που αξίζει. Φαντάζομαι ότι ήξερε κι ο ίδιος πως η Φλωρεντία θα ήταν δύσκολη πρόκληση· πιστεύω ότι «κούμπωσαν» άσχημα κάποιες δυναμικές που απ’ έξω δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις. Το ποδόσφαιρο όμως είναι παράξενο: τα πράγματα καταρρέουν σε μια στιγμή και το αντίστροφο. Ναι, μιλήσαμε· πρόσφατα μου έγραψε μετά το γκολ και εγώ του είχα γράψει όταν απολύθηκε από τη Φλωρεντία. Ήταν πολύ στενοχωρημένος γιατί είχε διαφορετικές φιλοδοξίες και ελπίδες. Ελπίζω να ξαναξεκινήσει—το αξίζει».

Ζήτησες βοήθεια στις δύσκολες στιγμές;

«Απολύτως. Όταν ήμουν μικρός δεν ήμουν προετοιμασμένος. Τώρα όμως έχω μια ψυχολόγο που με βοηθά εδώ και καιρό. Είναι σαν να μιλάω με μια φίλη, όχι μόνο στις δύσκολες περιόδους. Αν και όλα ξεκίνησαν από εκεί: τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στο Μιλάνο έζησα μια πολύ, πολύ περίπλοκη προσωπική φάση εκτός γηπέδου. Αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες, κανείς δεν ήξερε τίποτα. Ίσως κάποιοι πολύ κοντινοί συμπαίκτες να υποψιάζονταν, λίγοι φίλοι και οι γονείς μου, αλλά κανείς δεν ήξερε—δεν ήθελα να μαθευτεί για να είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος στο γήπεδο ή γιατί είμαι πολύ ιδιωτικός άνθρωπος. Το ποδόσφαιρο ήταν η άγκυρά μου, η ευκαιρία να «αδειάσω» το μυαλό—ή έστω να προσπαθήσω. Στην πραγματικότητα όμως δυσκολευόμουν να βρω θετικά κίνητρα εκείνη την περίοδο, ήμουν πραγματικά πεσμένος, είναι δύσκολο να το περιγράψω. Είναι άσχημο γιατί δημόσια δεν φαίνεται τίποτα, όμως μετά υπάρχουν οι εμφανίσεις και όλα τα υπόλοιπα. Έπρεπε να ισορροπήσω τα πράγματα, να χωρίσω προσωπική ζωή και δουλειά. Έφτασα σε σημείο που το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να βγω από το σκοτεινό σημείο. Έπρεπε να κάνω κάτι. Θα ήθελα να δώσω ακόμη περισσότερα σε επίπεδο ηγεσίας σε μια δύσκολη στιγμή της ομάδας, αλλά κάποιες φορές δεν μπορούσα να βοηθήσω όσο ήθελα—πρώτα απ’ όλα δυσκολευόμουν να βοηθήσω τον εαυτό μου. Το να ζητάς βοήθεια είναι θεμελιώδες, και ο κόσμος της ψυχολογίας μού αρέσει πολύ. Αρχίζει τώρα να «αποστιγματίζεται». Εύχομαι στο μέλλον όλες οι ομάδες, ακόμη και σε εθνικό επίπεδο, να κάνουν κάτι προς αυτή την κατεύθυνση, για ευαισθητοποίηση και βοήθεια. Η Μίλαν ίσως ήταν από τις πρώτες που κινήθηκαν, ήδη στις Ακαδημίες υπήρχε κάποιος, αλλά ήταν ακόμη λίγο επιφανειακό. Αν γύριζα πίσω, θα εμβάθυνα νωρίτερα. Για ένα διάστημα είχα και mental coach—είναι διαφορετικό από τον ψυχολόγο. Εκεί μιλούσαμε ή έκανα συγκεκριμένες ασκήσεις για την απόδοση ή τη συνειδητή διαχείριση των πιέσεων· ήταν εξίσου ενδιαφέρον και με βοήθησε να καταλάβω καλύτερα κάποια πράγματα. Είναι πραγματικά ουσιώδης πτυχή: αν είσαι καλά στο μυαλό, αποδίδεις. Το σημαντικό είναι να βρεις τη σωστή ψυχολόγο. Όπως και με τους προπονητές: με κάποιον ταιριάζεις πολύ, με άλλον λιγότερο. Είναι κάτι πολύ υποκειμενικό που αλλάζει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Υπάρχει και ένα ακόμη θέμα».

Ποιο;

«Δεν αρκεί να πεις στην ψυχολόγο «εντάξει, κατάλαβα», να γυρίσεις και να τα ξεχάσεις όλα. Δεν χρειάζεται βιασύνη· πρέπει να δουλέψεις πάνω στις έννοιες, να τις αφομοιώσεις. Είναι μια μακρά διαδρομή».

Πώς απομονώνεσαι από την κριτική σε μια δύσκολη στιγμή;

«Εξαρτάται από τον χαρακτήρα και πολλά άλλα. Διάβασα για τον Αραούχο που ζήτησε από την Μπαρτσελόνα να σταματήσει. Εγώ δεν ήθελα να σταματήσω, γιατί δεν ήταν θέμα κριτικής—απλώς δεν ήθελα να παίζω άσχημα σε μια σκοτεινή προσωπική περίοδο. Ίσως θα έπρεπε, δεν ξέρω· δεν το ξέρεις ποτέ… Κάποια στιγμή αποφάσισα να ανοιχτώ στους γιατρούς της Μίλαν για να καταλάβουμε τι μπορούσαμε να κάνουμε ώστε να βοηθηθώ και να λυθεί η κατάσταση, μαζί με την ψυχολόγο μου. Επαναλαμβάνω: η κριτική δεν με ενδιέφερε καθόλου ούτε θα με ενδιαφέρει ποτέ. Αντίθετα, εκείνη την περίοδο ακόμη λιγότερο—ήταν ζήτημα μόνο ανάμεσα σε μένα και τον εαυτό μου. Αν και μερικές φορές θα χρειαζόταν περισσότερη ευαισθησία. Από την αρχή ήμουν εκτεθειμένος στα ΜΜΕ. Ένα παιδί μεγαλωμένο σε άλλη πραγματικότητα από τη Μίλαν ίσως θα είχε καταρρεύσει. Εξαρτάται πραγματικά από τον χαρακτήρα και την εμπειρία του καθενός, υπάρχουν πολλοί παράγοντες και σκέψεις—είναι προσωπικό».

Και λοιπόν, ποιος είναι σήμερα ο Ντάβιντε Καλάμπρια;

«Ένας άνθρωπος ικανοποιημένος, αλλά σε συνεχή εξέλιξη, με ακόμη πολλές φιλοδοξίες και προκλήσεις μπροστά του. Είμαι πολύ χαρούμενος που έζησα τόσο άσχημες στιγμές. Είναι πολύ εύκολο να ζεις μόνο τις καλές—δεν σε βοηθούν ιδιαίτερα. Το να περνάς δύσκολες εμπειρίες, όπου ίσως δεν θέλεις να κάνεις τίποτα για μέρες αλλά πρέπει, σε διαμορφώνει ως άνθρωπο. Είμαι 29 ετών και χαίρομαι με το σημείο στο οποίο έχω φτάσει. Πιστεύω ότι είναι πιο σημαντικό να είσαι καλός άνθρωπος, πριν ακόμη από καλός ποδοσφαιριστής: να ξέρεις να στέκεσαι στον κόσμο, να είσαι καλά με τον εαυτό σου και στην κοινωνία, να σχετίζεσαι με τους ανθρώπους. Όλοι έχουμε προτερήματα και ελαττώματα, φυσικά. Σήμερα είμαι ευτυχισμένος».

Τι αξία έχουν τα social στο ποδόσφαιρο;

«Δεν ξέρω… για μένα μικρή, αλλά πρέπει να ισορροπείς τα πάντα. Υπάρχει μια ιστορία που μου έμαθε να μη δίνω βάρος σε όσα γράφονται στα social. Όταν ήμουν 14, είχα ανεβάσει ένα post εναντίον του Αμπιάτι μετά από ένα ματς Champions League αν δεν κάνω λάθος. Στα 18 βρέθηκα στην πρώτη ομάδα. Και ο «γερουσιαστής» των αποδυτηρίων ήταν ακριβώς αυτός—ο μόνος που είχε μείνει από την παλιά φρουρά… Μόλις είχα κάνει ντεμπούτο και έπαιζα καλά στα πρώτα μου ματς. Οπότε όλοι πήγαν να ψάξουν τα social μου. Και φυσικά βρήκαν το post όπου τα έβαζα με τον Αμπιάτι. Δεν του είπα τίποτα· νομίζω το είδε αλλά έκανε πως δεν είδε. Άλλωστε ήταν ο βετεράνος που διάβαζε το tweet—ή ό,τι ήταν—ενός πιτσιρικά που τότε είχε παίξει μισό παιχνίδι. Σε εκείνη την ηλικία δεν το σκέφτεσαι καν, στα 14 δεν υπάρχει κανείς να σε εκπαιδεύσει σε αυτό. Ντράπηκα τόσο πολύ για τον εαυτό μου που κατάλαβα πόσο επιφανειακές και άχρηστες είναι οι κριτικές και τα σχόλια στα social. Δεν θα το έκανα ποτέ από κοντά—οι γονείς μου με έμαθαν να σέβομαι τους πάντες—κι όμως εκεί φαίνεται να επιτρέπονται τα πάντα. Δεν νομίζω ότι είναι σωστό. Γι’ αυτό πιστεύω ότι χρειάζεται εκπαίδευση στα social στα σχολεία. Είναι πλέον μέρος της καθημερινότητάς μας, αλλά πρέπει να διαχειρίζονται και να αξιοποιούνται καλύτερα».

Πετάμε στην Ελλάδα, στον Παναθηναϊκό. Τι σε εξέπληξε περισσότερο στο ελληνικό ποδόσφαιρο και στην Ελλάδα;

«Πριν έρθω εδώ είχα αρνηθεί προτάσεις—και σημαντικές—κυρίως από το εξωτερικό. Εγώ ειλικρινά ήθελα να μείνω στην Ιταλία, ήλπιζα να μείνω στη Μπολόνια. Μετά ήρθαν προσφορές που δεν με έπεισαν. Κατάλαβα ότι υπήρχε η δυνατότητα να πάω στο εξωτερικό και ήθελα να την εκμεταλλευτώ για μια νέα εμπειρία, αλλά που να ταιριάζει με τις ανάγκες ζωής μου. Η Ελλάδα πλησίαζε περισσότερο στις ιδέες μου. Ήμουν περίεργος να δοκιμάσω μια όμορφη πόλη όπως η Αθήνα και να βελτιώσω τα αγγλικά μου. Υπάρχει και η δυνατότητα να κερδίσεις τρόπαια μπαίνοντας σε ένα ενδιαφέρον, αναπτυσσόμενο πρότζεκτ που παίζει στο Europa League. Εδώ οι τέσσερις μεγάλες ομάδες είναι καλά εξοπλισμένες, υπάρχει οργάνωση και φιλοδοξία για γρήγορη ανάπτυξη, έχουν μεγάλο δυναμικό. Είμαι χαρούμενος—είδα καινούργια πράγματα και είναι μια προσωπική εμπειρία που θα με βοηθήσει γενικότερα στη ζωή».

Πώς ήταν η πρώτη επαφή με τον Μπενίτεθ;

«Είμαι χαρούμενος που είναι εδώ μαζί μας. Ο κόουτς έχει τεράστια εμπειρία· φαίνεται ότι έχει προπονήσει πολλές από τις καλύτερες ομάδες του κόσμου και ότι έχει κερδίσει πολλά. Είναι προσεκτικός, ευαίσθητος, επικοινωνεί καλά και μιλά με όλους. Δεν αφήνει τίποτα στην τύχη και είναι πάντα διαθέσιμος· έχει ακόμη τη θέληση και τη φιλοδοξία να κάνει κάτι όμορφο και σημαντικό. Σεβόμαστε πολύ ο ένας τον άλλον και χτίζουμε μια όμορφη, ειλικρινή σχέση. Νιώθω τυχερός που τον έχω ως σημείο αναφοράς τώρα».

Μιλάνο, Μπολόνια ή Αθήνα;

«Όλες πανέμορφες με τον τρόπο τους—ζεις πολύ καλά και στις τρεις, για διαφορετικούς λόγους. Αυτό ήταν προτεραιότητά μου: να ζω σε μια όμορφη πόλη. Εγώ προσωπικά διαλέγω πάντα το Μιλάνο. Αλλά ίσως είμαι μεροληπτικός, είναι το σπίτι μου… Αν και αυτά που σου προσφέρει το Μιλάνο ίσως στα προσφέρει μόνο η Μαδρίτη. Ίσως και το Λονδίνο. Άλλωστε…».

Τι;

«Πριν μήνες με είχαν προσεγγίσει και από την Premier League. Αλλά τότε δεν ήθελα να πάω στο εξωτερικό, δεν ένιωθα έτοιμος και η Αγγλία δεν με έπειθε ως τόπος ζωής. Πιθανότατα, αν γύριζα πίσω, θα έκανα πολλά διαφορετικά. Οι δυναμικές αλλάζουν με τον χρόνο: παλιά δεν σκεφτόμουν το εξωτερικό. Σήμερα θα μου άρεσε να ζήσω μια εμπειρία στην Ισπανία, ή ίσως και στην Αγγλία. Σίγουρα σου λείπει η οικογένεια και νιώθεις την απόσταση. Αλλά μόλις «ξεμπλοκάρεις» γίνεται πιο εύκολο. Η νοοτροπία μου έχει αλλάξει πάρα πολύ: βλέπεις νέες εγκαταστάσεις, γήπεδα, οπαδούς. Είναι ευκαιρίες που σε διαμορφώνουν ως άνθρωπο—και υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες».

Υπάρχουν αρκετοί Ιταλοί στην Ελλάδα. Ποιος σου έδωσε συμβουλές για να γυρίσεις την Αθήνα;

«Ή και μη Ιταλοί, όπως ο Γιόβιτς ή ο Κυριακόπουλος! Ας πούμε ότι κυρίως στην αρχή έκανα κάποια δείπνα με τους Ιταλούς που είναι εδώ: Πιρόλα, Στρεφέτσα, Μπρινιόλι, Μακέντα. Ζήτησα συμβουλές από όλους· τώρα με τις διοργανώσεις έχουμε λίγο χρόνο να βλεπόμαστε…».

Αγαπημένο μέρος στην Αθήνα;

«Υπάρχουν πάρα πολλά όμορφα μέρη: το κέντρο, η Ακρόπολη. Αν όμως πρέπει να διαλέξω μόνο ένα, το ξενοδοχείο Four Seasons εδώ είναι απίστευτο. Η θάλασσα είναι κρυστάλλινη—δεν το περίμενα: υπέροχα νερά, καταπληκτική άμμος, φαγητό και εξυπηρέτηση φανταστικά, μαγευτικό μέρος».

Και ο Μπρινιόλι σου θύμισε εκείνο το γκολ στο Μπενεβέντο–Μίλαν;

«Συνέβη… Του είπα: «Τι έκανες;». Ούτε ο ίδιος το ξέρει—είναι μέρος του παιχνιδιού. Έγινε πριν από τόσα χρόνια κι όμως ακόμη συζητιέται. Αυτό δείχνει την απήχηση και τη σημασία μιας ομάδας όπως η Μίλαν».

Θα σε ξαναδούμε στην Ιταλία;

«Θα δούμε…».