Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να μεταθέσει για ακόμη έναν χρόνο την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας κατά της αποψίλωσης των δασών, μεταφέροντας την έναρξη ισχύος της για τον Δεκέμβριο του 2026. Πρόκειται για το δεύτερο κατά σειράν μεγάλο «πάγωμα» ενός κανονισμού που είχε εγκριθεί το 2023 και θεωρήθηκε από πολλούς ως μια από τις πιο φιλόδοξες περιβαλλοντικές παρεμβάσεις των Βρυξελλών.
Το νέο χρονοδιάγραμμα προέκυψε μετά από σκληρές πιέσεις κρατών-μελών και κλάδων που επηρεάζονται άμεσα από τις υποχρεώσεις της νομοθεσίας, αλλά και λόγω των τεχνικών δυσκολιών στην εφαρμογή της.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατέληξαν σε μια άτυπη συμφωνία που προβλέπει μεγαλύτερη ευελιξία για τις επιχειρήσεις και τους διεθνείς παραγωγούς πρώτων υλών, όπως το κακάο, ο καφές, το φοινικέλαιο, η ξυλεία και η σόγια. Βασικός στόχος παραμένει η μείωση της συμβολής της ευρωπαϊκής κατανάλωσης στη διεθνή αποψίλωση, όμως η εφαρμογή του πλαισίου καταλήγει να μετατίθεται ακόμη μια φορά.
Οι μεγάλες εταιρείες θα υποχρεούνται να συμμορφωθούν από το τέλος του 2026, ενώ οι μικροί παραγωγοί και εισαγωγείς θα έχουν προθεσμία έως τα μέσα του 2027. Παράλληλα, μειώνονται οι απαιτήσεις για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και αφαιρούνται ορισμένες κατηγορίες προϊόντων, όπως τα έντυπα, από τις υποχρεώσεις του κανονισμού. Μια επιπλέον πρόνοια προβλέπει την υποχρέωση των αρχών να αναφέρουν τεχνικά προβλήματα στο πληροφοριακό σύστημα, ώστε να αποφευχθούν νέες καθυστερήσεις.
Η πιο αμφιλεγόμενη προσθήκη, ωστόσο, είναι η λεγόμενη «ρήτρα αναθεώρησης», που δίνει στην Κομισιόν περιθώριο έως τον Απρίλιο του 2026 να αξιολογήσει τον αντίκτυπο της νομοθεσίας και την επιβάρυνση για μικρούς φορείς. Περιβαλλοντικές οργανώσεις, αλλά και αρκετοί πολιτικοί αναλυτές, φοβούνται ότι αυτή η δυνατότητα ανοίγει τον δρόμο για περαιτέρω αποδυνάμωση του κανονισμού ή ακόμη και νέα αναβολή.
Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις γύρω από το θέμα υπήρξαν έντονες. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, συμμαχώντας με κόμματα της άκρας δεξιάς, επέμεινε στο άνοιγμα του κειμένου προς τροποποιήσεις και στην ανάγκη παράτασης, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις τόσο από τους Πράσινους όσο και από την Κομισιόν. Η αντιπρόεδρος Τερέσα Ριμπέιρα έκανε λόγο ακόμη και για «πολιτικό εκβιασμό», θεωρώντας ότι ο συνδυασμός αυτών των δυνάμεων επιχειρεί συστηματικά να υπονομεύσει τις πράσινες δεσμεύσεις της Ευρώπης.
Η καθυστέρηση έχει σημαντικό αντίκτυπο στις διεθνείς προσπάθειες προστασίας των δασών. Από το 1990 έως το 2020, χάθηκε δασική έκταση μεγαλύτερη από την ίδια την Ε.Ε., και περίπου το 10% της καταστροφής συνδέεται με την ευρωπαϊκή κατανάλωση. Ο κανονισμός προβλέπει ότι οι εταιρείες που εισάγουν προϊόντα στην Ευρώπη θα πρέπει να αποδεικνύουν, μέσω συστημάτων γεωεντοπισμού, ότι δεν ευθύνονται για αποψίλωση ή υποβάθμιση δασικών περιοχών.
Το μέλλον της νομοθεσίας —ενός από τα «σύμβολα» του Πράσινου Συμφώνου— παραμένει εύθραυστο. Ενώ οι Βρυξέλλες προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στη στήριξη της οικονομίας και την υποχρέωση προστασίας του περιβάλλοντος, η καθυστέρηση εγείρει ένα βαθύτερο ερώτημα:
Μπορεί η Ευρώπη να παραμείνει παγκόσμιος ηγέτης στην περιβαλλοντική πολιτική, όταν οι εσωτερικές της αντιστάσεις αποδεικνύονται ισχυρότερες από τις δεσμεύσεις της;







