Μια από τις μεγαλύτερες διεθνείς ερευνητικές αποστολές των τελευταίων ετών έφερε στο φως δεκάδες νέα θαλάσσια είδη σε βάθος 4.000 μέτρων στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην απομακρυσμένη Clarion-Clipperton Zone (CCZ), την ίδια στιγμή που οι επιστήμονες εξέταζαν τις επιπτώσεις της πειραματικής εξόρυξης πολύτιμων μετάλλων από τον βυθό.

Με την παγκόσμια ζήτηση για «κρίσιμα μέταλλα» να αυξάνεται – μέταλλα απαραίτητα για μπαταρίες, πράσινες τεχνολογίες και ηλεκτρονικές συσκευές – κυβερνήσεις και εταιρείες ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για την υποθαλάσσια εξόρυξη. Ωστόσο, μέχρι σήμερα υπήρχαν ελάχιστα στοιχεία για το πώς μια τέτοια διαδικασία επηρεάζει τα οικοσυστήματα του βαθέος ωκεανού.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Nature Ecology & Evolution, παρουσιάζει για πρώτη φορά ολοκληρωμένα δεδομένα: η εξόρυξη μείωσε τον αριθμό των οργανισμών κατά 37% και τη βιοποικιλότητα κατά 32% στα ίχνη των μηχανημάτων, αλλά η συνολική ζημιά ήταν μικρότερη σε σχέση με τα πιο απαισιόδοξα σενάρια.

Η διεθνής ομάδα θαλάσσιων βιολόγων χαρτογράφησε τον βυθό σε μια από τις πιο δυσπρόσιτες περιοχές του πλανήτη. Για πέντε χρόνια κατέγραψαν τη ζωή στον πυθμένα, ενώ πραγματοποίησαν και δοκιμές εξόρυξης σύμφωνα με τα πρωτόκολλα της International Seabed Authority (ISA), του οργανισμού που ρυθμίζει την εξόρυξη σε διεθνή ύδατα.

Η περιοχή CCZ βρίσκεται μεταξύ Χαβάης και Μεξικού και αποτελεί παγκόσμιο «θησαυροφυλάκιο» πολυμεταλλικών κονδύλων. Εκεί, οι επιστήμονες συνέλεξαν 4.350 ζώα μεγαλύτερα από 0,3 χιλιοστά και εντόπισαν 788 διαφορετικά είδη, πολλά από τα οποία δεν είχαν καταγραφεί ποτέ προηγουμένως. Ανάμεσά τους ήταν θαλάσσιες αράχνες, σκουλήκια πολυχαίτων και μια νέα κοραλλιογενής μορφή, η οποία ονομάστηκε Deltocyathus zoemetallicus.

Σε αντίθεση με ρηχότερους βυθούς όπου τα θρεπτικά συστατικά είναι πολλά, στα 4.000 μέτρα δεν φτάνει καθόλου φως και τα ιζήματα αυξάνονται εξαιρετικά αργά -μόλις ένα χιλιοστό ανά χίλια χρόνια. Έτσι, ένα δείγμα βυθού από τον Ειρηνικό μπορεί να περιέχει τον ίδιο αριθμό ειδών με εκείνο της Βόρειας Θάλασσας, αλλά μόνο ένα εκατοστό του αριθμού των ζώων.

Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι ακόμα και χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, η σύνθεση των ειδών στον βυθό μεταβάλλεται φυσικά με την πάροδο των χρόνων, ανάλογα με την ποσότητα οργανικής ύλης που φτάνει από την επιφάνεια. Αυτό καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την πρόβλεψη των επιπτώσεων σε βάθος χρόνου.

Παρά την τεράστια πρόοδο, παραμένει άγνωστο πόσο εκτεταμένη είναι η γεωγραφική εξάπλωση των περισσότερων ειδών. Σήμερα, το 30% της Clarion-Clipperton Zone έχει χαρακτηριστεί προστατευμένη περιοχή, αλλά η βιοποικιλότητά της είναι ουσιαστικά ανεξερεύνητη.

«Αν θέλουμε να προβλέψουμε τον πραγματικό κίνδυνο απώλειας βιοποικιλότητας λόγω της εξόρυξης, πρέπει να κατανοήσουμε τι υπάρχει στις προστατευόμενες ζώνες. Προς το παρόν, δεν έχουμε σχεδόν καμία ιδέα», δήλωσε ο Adrian Glover του Natural History Museum.

Η έρευνα φτάνει σε μια στιγμή όπου αρκετά κράτη πιέζουν για έναρξη εμπορικής εξόρυξης στον βαθύ ωκεανό, ενώ άλλοι ζητούν μορατόριουμ μέχρι να υπάρξουν σαφέστερες οικολογικές αξιολογήσεις. Το νέο εύρημα δείχνει ότι η ζημιά -αν και υπαρκτή και σημαντική -μπορεί να είναι μικρότερη από ό,τι πίστευαν οι επιστήμονες. Όμως η απώλεια σχεδόν ενός τρίτου των ειδών σε περιοχές εξόρυξης υπογραμμίζει ότι η διαδικασία δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς ισχυρή επιστημονική επίβλεψη.

Με τη βιομηχανία να ζητά πρόσβαση σε μέταλλα ζωτικής σημασίας για την πράσινη μετάβαση και τη διεθνή κοινότητα να ανησυχεί για την προστασία των τελευταίων παρθένων οικοσυστημάτων στη Γη, το βάθος των ωκεανών γίνεται ένα νέο πεδίο σύγκρουσης. Η νέα μελέτη δεν κλείνει τη συζήτηση· την ανοίγει ακόμη περισσότερο.