Για δεκαετίες, η αστρονομική κοινότητα ταξινομούσε τον Ουρανό και τον Ποσειδώνα ως “παγετωνικούς γίγαντες” — πλανήτες με εσωτερικό πλούσιο σε νερό, αμμωνία και άλλες ενώσεις που παγώνουν εύκολα στο διάστημα. Αυτή η άποψη στηριζόταν σε θεωρητικά μοντέλα, με ελάχιστα απτά δεδομένα, καθώς οι δύο αυτοί πλανήτες δεν έχουν δεχτεί μέχρι σήμερα ειδικές αποστολές διερεύνησης, πέρα από τις σύντομες διελεύσεις του Voyager 2 πριν από 30 χρόνια.
Η νέα μελέτη, βασισμένη σε τυχαία μοντέλα εσωτερικής σύστασης και σε παρατηρήσεις της ατμόσφαιρας και των μαγνητικών πεδίων, αποκαλύπτει πως η ακριβής αναλογία βραχώδους υλικού προς νερό παραμένει άγνωστη και ποικίλει έντονα. Συγκεκριμένα, η αναλογία στον Ουρανό μπορεί να κυμαίνεται από σχεδόν καθαρά υδάτινη σύσταση ως υπερίσχυση βράχου, ενώ στον Ποσειδώνα διατηρείται παρόμοια αβεβαιότητα. Αυτό σημαίνει πως η ονομασία “παγετωνικοί γίγαντες” ίσως δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στη δομή αυτών των πλανητών — μια αναθεώρηση που έχει επιπτώσεις όχι μόνο στην κατανόηση της εξελικτικής πορείας του ηλιακού συστήματος, αλλά και στη μελέτη πλανητών σε άλλες πλανητικές συστήματα.
Η επιστημονική αξία αυτών των νέων δεδομένων είναι τεράστια, καθώς αν τελικά αυτοί οι πλανήτες έχουν “βραχώδη” συμπαγή εσωτερικά στρώματα, θα χρειαστεί να επαναπροσδιοριστεί η θεωρία για το πώς δημιουργήθηκαν και πώς συσσωρεύτηκαν τα υλικά στα πιο απομακρυσμένα τμήματα του ηλιακού μας συστήματος. Επιπλέον, η ιδιαιτερότητα των μαγνητικών πεδίων, των ατμοσφαιρικών ρευμάτων και των μυστήριων φαινομένων όπως η “υποθετική διαμαντοβροχή” (diamond rain), αποκτούν νέο ενδιαφέρον όταν εξετάζονται με βάση αυτό το πολυδιάστατο μοντέλο εσωτερικής δομής.
Σε τελική ανάλυση, είτε τελικά παγιωθεί ο νέος όρος “βραχώδεις γίγαντες” είτε παραμείνει η παλιά κοσμοθεωρία, τα επόμενα χρόνια διαφαίνονται ως ιδιαίτερα συναρπαστικά για την πλανητική επιστήμη, με νέες αποστολές και σύγχρονες παρατηρήσεις να υπόσχονται περισσότερα μυστικά από τα απρόσιτα βάθη του Ουρανού και του Ποσειδώνα.







