Η καλλιτεχνική της πρακτική επικεντρώνεται κυρίως σε land art και εγκαταστάσεις µεγάλης κλίµακας καθώς και οπτικοακουστικά περιβάλλοντα, µε έµφαση στη διεπιστηµονική προσέγγιση και τη χρήση πολυµέσων. Το έργο της ενσωµατώνει τεχνολογίες ψηφιακού και ακουστικού χαρακτήρα, βίντεο, φωτογραφία, αλλά και φυσικά υλικά, όπως το χώµα, το νερό και το αλάτι, ή βιοµηχανικά υλικά, όπως µέταλλο και κεραµικό. Η Δανάη Στράτου εξετάζει τους σύγχρονους προβληµατισµούς για την κλιµατική καταστροφή, τη µετανάστευση, τον κύκλο ζωής σε µητροπολιτικά και φυσικά περιβάλλοντα, τις παγκόσµιες κοινωνικοπολιτικές εντάσεις. Η φετινή νικήτρια του βραβείου τέχνης του Ιδρύµατος Γ. και Α. Μαµιδάκη βρίσκει στην αρχαιολογία του τόπου όσο και στην τεχνολογική παράδοση τους τρόπους για να δηµιουργήσει µια σύγχρονη καλλιτεχνική πράξη, γλυπτικά ενταγµένη στο τοπίο. Η πρότασή της που βραβεύτηκε ξεχώρισε ανάµεσα σε 600 προτάσεις για την αρτιότητα και συνάφεια, την ανάπτυξη, τη σχέση της µε τον τόπο και τη δηµιουργικότητά της.

Η πρώτη μου έρευνα ξεκινά πάντα προσεγγίζοντας έναν τόπο, μια συνθήκη. Η εγκατάσταση στον χώρο του Mamidakis Foundation με τίτλο «Ενάρετη Σπείρα» που θα παρουσιαστεί σε λίγες μέρες στην Κρήτη συνδέεται με την Ελευσίνα και την τοποειδική εγκατάσταση του 2017 «Πάνω στη Γη, Κάτω από τα Σύννεφα». Αποτελεί εξέλιξη της ιδέας μου με κύρια υλικά το νερό, το χώμα και χειροποίητα κεραμικά αγγεία. Το έργο εκείνο σχεδιάστηκε για το Παλαιό Ελαιουργείο και την αρχαία πόλη της Ελευσίνας, βασισμένο στην ιδέα της δημιουργίας ενός επιπέδου με το οποίο διαχωρίζονται ο πάνω και ο κάτω κόσμος. Το στοιχείο του νερού μού έδωσε τη λύση ώστε αυτό το επίπεδο να αντικαθρεφτίζει τον μύθο της Δήμητρας και της Περσεφόνης, το βιομηχανικό τοπίο της Ελευσίνας, το παρελθόν και το παρόν της. Για τα πιθάρια που σχεδίασα και τοποθετήθηκαν μισοχωμένα στον ανοιχτό χώρο του Ελαιουργείου και γεμάτα με νερό είχα φτάσει στο Θραψανό στην Κρήτη.

Για την «Ενάρετη Σπείρα», το νέο μου έργο στον Αγιο Νικόλαο, αντλώ στοιχεία από τον δίσκο της Φαιστού. Συνεργάστηκα με την ίδια κοινότητα τεχνιτών από το Θραψανό που έχουν μακραίωνη παράδοση στην κεραμική. Η εγκατάσταση συγκροτείται ως περιπατητική διαδρομή, η οποία ενσαρκώνει τη συμβολική κυκλικότητα της ύπαρξης και της δημιουργικής εξέλιξης. Μέσω της διάταξής της καλεί τον θεατή σε μια βιωματική πορεία περιδίνησης και εσωτερικής διερεύνησης, εντός ενός χωρικού «λαβυρίνθου» που αντανακλά τα στρώματα και τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης συνείδησης.

Στην Ελλάδα του 2015, την εποχή των μεγάλων προσφυγικών ροών, «είχα παγώσει». Θυμάμαι ότι αναρωτιόμουν πώς μπορεί η τέχνη να αντιμετωπίσει ένα γεγονός τόσο δραματικό και να μιλήσει γι’ αυτό χωρίς να είναι εκτός τόπου και χρόνου, υπερφίαλη, προκλητική. Για ένα διάστημα τότε είχα σταματήσει να δουλεύω καλλιτεχνικά. Μέχρι που είδα την «Αγέλαστο Πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή και τον άστεγο κάτοικο της Ελευσίνας να λέει με φυσικότητα στην κάμερα του σκηνοθέτη ότι το σπίτι του είναι «εδώ, πάνω στη γη, κάτω από τα σύννεφα». Ενιωσα τότε να μου ξεκλειδώνει ένα συναίσθημα συλλογικών ενοχών. Οτι αυτό είναι το κοινό όλων των ανθρώπων στη γη, από όπου και αν προερχόμαστε, σε όποιες συνθήκες και αν ζούμε. Τελικά όλοι βρισκόμαστε κάτω από τα σύννεφα.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια δημιουργώ μεγάλης κλίμακας έργα ξεκινώντας με το «Desert Breath» στην Αίγυπτο, όπου βίωσα την εμπειρία της ερήμου σε μια ιδιαίτερη συνθήκη και σε επαφή με μια διαφορετική κουλτούρα. Αν αργότερα είχαν προκύψει ανάλογες ιδανικές συνθήκες, θα μπορούσα να συνεχίσω μόνο με το land art. Ωστόσο η εμπειρία της ερήμου με έκανε να θέλω να ταξιδεύω για να γνωρίσω διαφορετικούς πολιτισμούς και ανθρώπους, φωτογραφίζοντας και κάνοντας βίντεο. Ετσι τα μετέπειτα έργα μου προέκυψαν από τα ταξίδια μου.

Ενα ιδιαίτερα αγαπημένο για μένα έργο είναι τα «Νήματα Μνήμης». Η εφήμερη εγκατάσταση που κάναμε στη διάρκεια της καραντίνας για τον Covid σε ένα εγκαταλελειμμένο κλωστήριο στο συγκρότημα κλωστοϋφαντουργίας της Πειραϊκής – Πατραϊκής στην Πάτρα. Το έργο αφορά ένα ηχοτοπίο και μια φυσική εγκατάσταση. Το ηχοτοπίο αποτελείται από ήχους των παλαιών μηχανών, κλωστηρίων και αργαλειών που βρίσκονται σε λειτουργία, ενώ αναδύονται οι αχνές φωνές των πρώην εργατών του εργοστασίου καθώς αφηγούνται τη διαδικασία της παραγωγής που γινόταν πριν από δεκαετίες στον τωρινό εγκαταλελειμμένο χώρο. Σχεδίασα στο δάπεδο τα ίχνη των (εξαφανισμένων πλέον) υφαντουργικών μηχανών ακολουθώντας τις θέσεις τους όπως σημειώνονται στις μηχανολογικές κατόψεις. Και γέμισα αυτά τα ίχνη με κόκκους φυσικού αλατιού που μεταφέρθηκε από το Μεσολόγγι. Ετσι οι μηχανές επέστρεψαν με τη μορφή «φαντασμάτων» από αλάτι. Αυτό που έμεινε από τα «Νήματα Μνήμης» είναι το βίντεο που δίνει στον θεατή την αίσθηση ότι περιπλανιέται στον χώρο. Η ταινία, ενισχυμένη από το ηχοτοπίο, αναβιώνει τη μνήμη των ανθρώπων και των μηχανών που υπήρξαν σε αυτόν τον βιομηχανικό χώρο.

Δεν έχουμε την εκπαίδευση ούτε την εμπειρία για την υλοποίηση έργων τέχνης σε δημόσιους χώρους ούτε για την απαιτητική land art (τέχνη τοπίου). Στο παρελθόν, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ένας καλλιτέχνης κάθε χρόνο έπαιρνε ανάθεση για τη δημιουργία έργου μεγάλης κλίμακας και είχαμε δει καταπληκτικές δουλειές. Αναφέρω το έργο της Διοχάντης που μου έρχεται πρώτο στο μυαλό. Ολα αυτά τα έργα είχαν γίνει με πρωτοβουλία του Γιώργου Σκιάδα, ο οποίος είχε αυτό το όραμα. Πάντα χρειάζονται οι οραματιστές. Τώρα αυτά τα μικρά ποσά που δίνουν σε πάρα πολλούς καλλιτέχνες φτάνουν για μικρά, μίζερα πράγματα. Κι αυτά βέβαια καλά είναι, αλλά λείπει η δημόσια τέχνη.