Η πρόσφατη ανακοίνωση του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου που τεκμηρίωνε ότι το τελευταίο πεντάμηνο με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας το ισοζύγιο προσλήψεων, συνταξιοδοτήσεων και παραιτήσεων είναι αρνητικό με έλλειμμα 45 γιατρών – την οποία ο αρμόδιος υπουργός αμφισβήτησε αν και χωρίς να παραθέσει αντίστοιχα τεκμήρια –, ήρθε να θυμίσει τι είναι αυτό που δημιουργεί ένα βαθύτερο αίσθημα ανασφάλειας στην κοινωνία, πλευρές του οποίου αναμφίβολα τροφοδοτούν τις χωρίς προηγούμενo κινητοποιήσεις για την απόδοση δικαιοσύνης για την τραγωδία στα Τέμπη.
Γιατί η αίσθηση ότι το δημόσιο σύστημα υγείας εξακολουθεί να μη στελεχώνεται στην κλίμακα εκείνη που θα αντιστοιχούσε σε αυτό που θα μπορούσε να οριστεί ως πλήρης υγειονομική κάλυψη, είναι κάτι που διαμορφώνει ένα βίωμα ανασφάλειας που είναι πολύ πέρα από την απλή εξίσωση ανάμεσα στην «ασφάλεια» και την αύξηση της αστυνομικής παρουσίας. Το ίδιο ισχύει και για την αγωνία εάν όντως λαμβάνονται όλα τα μέτρα για την ασφάλεια των συγκοινωνιών και των υποδομών τους. Οπως επίσης παράγοντας ανασφάλειας είναι η έκρηξη του κόστους ζωής σε όλες τις μορφές της, ιδίως όταν συνδυάζεται με την απουσία μέτρων που θα μπορούσαν να την αντισταθμίζουν. Για να μην αναφερθούμε σε άλλα πιο διαχρονικά προβλήματα, που όμως αποκτούν άλλη οξύτητα, όπως το ότι εξακολουθεί το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα να μην εγγυάται ότι αρκεί το εκπαιδευτικό έργο που προσφέρει ώστε μια μαθήτρια να περάσει σε πανεπιστημιακό τμήμα πρώτης επιλογής της, χωρίς καταφυγή σε φροντιστηριακά μαθήματα.
Στον πυρήνα της αυτή η ανασφάλεια έχει ένα αίσθημα απόσυρσης του κράτους από πεδία που θα έπρεπε να είναι ευθύνη και αρμοδιότητά του. Γιατί σε πείσμα δεκαετιών ιδεολογικής πολεμικής σε βάρος της κοινωνίας και υπέρ της υποτιθέμενης ανωτερότητας της αγοράς, στην κοινωνία παραμένει βαθιά ριζωμένη η πεποίθηση ότι υπάρχουν δημόσια αγαθά (η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική πρόνοια, η ασφάλεια των υποδομών) που οφείλουν να παραμείνουν ευθύνη του κράτους.







