Eνα από τα μεγάλα μυστήρια είναι γιατί η Εθνική μας ομάδα κερδίζει πάντα την Ιρλανδία στο Δουβλίνο: η παράδοση που έχει χτίσει απέναντι στους Ιρλανδούς είναι τρομακτική – δεν θα μου έκανε εντύπωση αν οι Ιρλανδοί ζητούσαν από την UEFA να μην ξαναγωνιστούν με τους Ελληνες. Το απολύτως παράδοξο είναι ότι η Εθνική μας από τη Βόρεια Ιρλανδία, αυτή που αγωνίζεται στο Μπέλφαστ και είναι στα χαρτιά χειρότερη ομάδα από τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, έχει ήττες και μερικές οδυνηρές. Το Δουβλίνο όμως είναι για την Εθνική Ελλάδος κανονική «έδρα του εξοχικού της» για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μια βλακώδη οπαδική έκφραση από αυτές που ακούγονται στην Ελλάδα κάθε φορά που μια ομάδα που κάνει πρωταθλητισμό κερδίζει μια ανταγωνίστριά της εκτός έδρας. Η μόνη αγωνιστική εξήγηση που υπάρχει είναι ότι σχεδόν πάντα η Εθνική μας στα ματς με τους Ιρλανδούς εμφανίζεται καλά διαβασμένη: και οι παίκτες του Ιβάν Γιοβάνοβιτς την Τρίτη το βράδυ έμοιαζαν να γνωρίζουν τι θα κάνουν οι Ιρλανδοί. Αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει ομάδα στον κόσμο που δεν γνωρίζει ότι οι Ιρλανδοί θα παίξουν δυνατά, θα σηκώσουν την μπάλα, θα προσπαθήσουν να επιτεθούν από το πλάι, θα χρησιμοποιήσουν και τους αγκώνες τους δείχνοντας τη σκληρότητά τους. Και παρ’ όλα αυτά δεν κερδίζουν όλες οι ομάδες του κόσμου την Ιρλανδία.

Αλλαγές

Ας αφήσουμε ωστόσο κατά μέρους τα μυστήρια και ας σταθούμε στα εξηγήσιμα. Εχει κάτι αλλάξει στην Εθνική μας με τον ερχομό του Ιβάν Γιοβάνοβιτς; Τα δύο μόλις ματς που η Εθνική μας έχει δώσει με αυτόν ως ομοσπονδιακό προπονητή είναι μικρός αριθμός για να βγει ένα συμπέρασμα. Ομάδες όπως την Ιρλανδία και τη Φινλανδία η Εθνική μας τις κέρδιζε, εύκολα ή δύσκολα, και στον καιρό του Γκουστάβο Πογέτ. Οι νίκες με τους συγκεκριμένους αντιπάλους δεν συνιστούν θεαματικά αποτελέσματα. Ωστόσο υπάρχει κάτι που αν και δεν οφείλεται ακριβώς στον Γιοβάνοβιτς, μαρτυρά πως μπορεί το μέλλον να είναι καλύτερο και η Εθνική μας να το κάνει αυτό το βήμα μπροστά που θα της δώσει το δικαίωμα να βρεθεί στα τελικά μιας μεγάλης διοργάνωσης για πρώτη φορά μετά το 2014. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι έφτασε η στιγμή που κάποιοι παίκτες ωριμάζουν και η ωριμότητά τους έρχεται να συμπέσει με την παρουσία του κόουτς Ιβάν. Οι παίκτες αυτοί είναι ο Ιωαννίδης, ο ηγέτης πλέον Τσιμίκας, ο Κουλιεράκης και πλέον μετά το Δουβλίνο πρέπει να μετράμε ως μέλος της εκλεκτής αυτής παρέας και τον Χρήστο Τζόλη.

Πρόοδος

Ο Πογέτ δεν είχε από την αρχή στα χέρια του τον Ιωαννίδη και δεν είχε ποτέ τον Τζόλη. Ο Ιωαννίδης, όταν ο Πογέτ ξεκίνησε στην Εθνική, δεν ήταν βασικός στον ΠΑΟ: τα σέντερ φορ της Εθνικής μας ήταν ο Παυλίδης και ο Γιακουμάκης. Ο Τζόλης όλο το διάστημα που στην Εθνική μας ήταν ο Πογέτ ταλαιπωρούνταν από τραυματισμούς – βέβαια πέρυσι όταν αγωνιζόταν στη Φορτούνα Ντίσελντορφ ήταν σε καλή κατάσταση αλλά ο Πογέτ θεώρησε ότι έπρεπε να στηρίξει τους βασικούς του, δηλαδή τον Μασούρα και τον Πέλκα και δεν τον κατηγορώ. Αγουρος ήταν στα δυόμισι χρόνια του Πογέτ και ο Κουλιεράκης – έπαιζαν στη θέση του ο Χατζηδιάκος και ο Ρέτσος. Η πρόοδος του Κουλιεράκη υπήρξε αλματώδης εντός του 2024: τα όσα έκανε φέτος το καλοκαίρι, πριν ο ΠΑΟΚ τον πουλήσει στη Βόλφσμπουργκ, είναι εντυπωσιακά και ήταν λογικό ο Γιοβάνοβιτς να του δώσει φανέλα βασικού. Ο Ιωαννίδης, ο Τζόλης και ο Κουλιεράκης δύσκολα θα ξεκινούσαν στην ομάδα του Πογέτ προ διετίας – ο Τζόλης και ο Κουλιεράκης καλά καλά δεν ήταν τότε 21 χρόνων. Ο Γιοβάνοβιτς έχει την τύχη να έχει βρει τρεις βασικούς, που συμβαίνει να έκαναν τον τελευταίο καιρό ένα μεγάλο βήμα μπροστά. Η εμφάνισή τους στη βασική ενδεκάδα της Εθνικής δεν έχει να κάνει με το μάτι του ομοσπονδιακού μας: νομοτελειακά θα συνέβαινε καθώς μόνο κάποιος τρελός θα τους αγνοούσε. Στον Ιβάν πιστώνω την καλή ψυχολογία και κατά συνέπεια και την καλή απόδοση του Τσιμίκα: ο Πογέτ για καιρό προτιμούσε στη θέση του τον Γιαννούλη. Που είναι καλός παίκτης. Αλλά ο Τσιμίκας είναι καλύτερος.

Ετοιμος

Πέρα ωστόσο από παίκτες και επιλογές υπάρχουν τρία πράγματα που εμένα τουλάχιστον με οδηγούν στο να πω τα καλύτερα για τις πρώτες μέρες του Γιοβάνοβιτς στην Εθνική. Το πρώτο είναι ότι ο κόουτς έχει πολύ ξεκάθαρες ιδέες. Η Εθνική μας μαζί του δεν έδωσε ένα φιλικό κι όμως χάρη στη στρατηγική της στα δυο ματς δεν είχε κανένα σχεδόν πρόβλημα στην άμυνα και πέτυχε και πέντε γκολ – δεν είναι λίγα, αν σκεφτείς ότι στα ματς με Φινλανδούς και Ιρλανδούς οι Αγγλοι έχουν πετύχει λιγότερα. Το δεύτερο κατόρθωμα του Ιβάν είναι ότι αμέσως κατάφερε να χτίσει μια καλή σχέση με τους παίκτες του δείχνοντας δίκαιος: ο Ζαφείρης μολονότι μόλις ενσωματώθηκε στην ομάδα, χρησιμοποιήθηκε και στα δυο ματς και τον χρόνο που πήρε τον αξίζει. Το τρίτο και σημαντικότερο είναι ότι είδαμε μια ομάδα που κέρδισε δυο ματς διαδικαστικά και εύκολα – χωρίς να εντυπωσιάσει αλλά παίζοντας το είδος του απλού ποδοσφαίρου που αρέσει στους έλληνες παίκτες. Ο Γιοβάνοβιτς εμφανίστηκε σαν έτοιμος από καιρό.

Μια διαφορά

Σε αυτό το τελευταίο, στον τρόπο δηλαδή που διάλεξε ως τρόπο παιχνιδιού της Εθνικής μας, ο Ιβάν μου θυμίζει τον Φερνάντο Σάντος. Η Εθνική που είδαμε σε αυτά τα δύο ματς θύμισε την κάποτε Εθνική του Σάντος που μπορούσε να πάρει αποτελέσματα απονευρώνοντας αντιπάλους και βρίσκοντας γκολ από προσωπικές ενέργειες σπουδαίων κυνηγών και μέσων, που στα χρόνια του Σάντος λέγονταν Μήτρογλου, Γιώργος Σαμαράς, Σάμαρης, Καραγκούνης κ.λπ. Μάλιστα μεταξύ του Σάντος και του Ιβάν υπάρχει μια διαφορά: στον Σάντος κάποτε, μετά το πρώτο ματς της Εθνικής μας με αυτόν στον πάγκο (μια ισοπαλία με τη Γεωργία στο Καραϊσκάκη…) οι «παλιοί» χρειάστηκε να πουν δυο κουβέντες – να του εξηγήσουν δηλαδή πως η Εθνική μας χρειάζεται πρώτα από όλα σιγουριά στα μετόπισθεν. Στον Ιβάν κανείς δεν χρειάστηκε να πει τίποτα. Υστερα από τόσα χρόνια στην Ελλάδα μοιάζει να ξέρει πολύ καλά τι αρέσει και τι όχι στους παίκτες του. Που τον Οκτώβριο θα πάνε στο Γουέμπλεϊ να παίξουν με την Αγγλία όχι για να δώσουν εξετάσεις, αλλά για να βγάλουν το λάδι στους ακριβοπληρωμένους Μπέλιγχαμ και στους φορμαρισμένους Χάρι Κέιν…