Συχνά, όταν η συγκυρία τούς δίνει την ευκαιρία, πολλοί πολιτικοί έχουν το συνήθειο να επικαλούνται και άλλες ιδιότητές τους. Πολύ σύνηθες είναι, ας πούμε, να ακούμε πολιτικά πρόσωπα να νομικολογούν επικαλούμενοι την ιδιότητα του δικηγόρου. Αυτό που δεν λέμε είναι ότι 9/10 φορές (με μια πρόχειρη κι ουδόλως επιστημονική εμπειρική μέτρηση) απλώς επενδύουν την κομματική γραμμή τους με νομική επιχειρηματολογία. Θέλετε να το πούμε και πιο σκληρά; Μπουρδολογούν με δήθεν επιστημονικό λεξιλόγιο. Τα πράγματα γίνονται κάπως πιο συγκεκριμένα, όμως, όταν πολιτικοί που έχουν την ιδιότητα του γιατρού διεκδικούν να τοποθετούνται επιστημονικά, όχι σε κάποιο επιστημονικό μέσο και κοινό, όχι σε κάποιο συνέδριο ή ιατρικό περιοδικό, αλλά από το ίδιο δημόσιο βήμα που χρησιμοποιούν για να επικοινωνούν με τους ψηφοφόρους τους, με την ίδια «λαϊκή» γλώσσα και, σχεδόν πάντοτε, με σκοπό την υποστήριξη πολιτικών θέσεων και αποφάσεων.

Εχουμε πρόσφατα παραδείγματα που είναι εξόχως προβληματικά, για διαφορετικούς λόγους. Ας σταθούμε όμως στον υφυπουργό Υγείας, Δημήτρη Βαρτζόπουλο. Που, ως ψυχίατρος, αποφάσισε σε πολιτική συνέντευξή του να αναφερθεί στις γυναικοκτονίες, τοποθετούμενος επί της βάσης του βιολογισμού, με το επιχείρημα πως «η έννοια της γυναικοκτονίας έχει βιολογική βάση» καθώς το αρσενικό «στη φύση κυνηγάει την τροφή και αναλαμβάνει την επιθετική διεκδίκησή της ή την άμυνά της» ενώ το θηλυκό «είναι για άλλες δουλειές, για να τίκτει». Θα μπορούσαμε να γράψουμε χιλιάδες λέξεις για το πόσο υπεραπλοϊκές ήταν οι παραπάνω διατυπώσεις και πόσο άκαιρο να γίνονται σε λαϊκό δημόσιο βήμα. Αλλά ο ίδιος επέμεινε στην «επιστημονική άποψή» του, την οποία η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία έκρινε κάπως κομψά, κάνοντας λόγο για «ξεπερασμένους επιστημονικά και απλουστευτικούς βιολογικούς όρους».

Ακόμη κι αν τα δεχόμασταν, όμως, όλα αυτά, δεν είναι δουλειά κανενός κυβερνητικού να μας κάνει μαθήματα λαϊκής βιολογίας. Δουλειά του είναι να φροντίσουν την απολύτως παραμελημένη ψυχιατρική περίθαλψη της χώρας, ειδικά στην περιφέρεια, όπου υποφέρει από το στίγμα και τις ελλείψεις. Σε αυτό θα ήταν απείρως χρησιμότερη η συμβολή ενός κυβερνητικού και ψυχιάτρου. Αλλά, φυσικά, η εύκολη και μαζική παροχή δημόσιας και δωρεάν ψυχικής φροντίδας σε όλη τη χώρα θέλει χρήματα και πολιτική αποφασιστικότητα. Το καφενείο στα πάνελ, από την άλλη, είναι τζάμπα.