Τώρα που ψηφίστηκε ο νόμος για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (το «μη κρατικά» είναι σαν το… «μη πόλεμος» του Ανδρέα Παπανδρέου), πιθανώς θα γίνουν σταδιακά κατανοητά τα εξής: Πρώτον, τι είναι εκείνο που πραγματικά καθορίζει τη διαφορά μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού. Είναι, κατ’ ουσίαν, το ποιος και γιατί βάζει τα λεφτά. Θα είναι τα ίδια όποια ξένα ιδρύματα; Θα τα βάλουν ιδιώτες επιχειρηματίες που ίσως φέρουν μαζί μεγάλα ονόματα πανεπιστημίων, ίσως και όχι; Θα φανεί πλέον στην πράξη.

Δεύτερον, ότι τα εν λόγω πανεπιστήμια ούτε θα διαλύσουν, ούτε θα σώσουν τη δημόσια εκπαίδευση. Ούτε θα κάνουν την Ελλάδα μία «άλλη χώρα» προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, ή θα επηρεάσουν ουσιωδώς τη συνταγματική επιταγή περί της ισότητας των Ελλήνων. Αν ήταν να την καταργούν, το ίδιο δεν θα ίσχυε, λ.χ., και με τη δυνατότητα σπουδών στο εξωτερικό; Ή ακόμα και με την προσφυγή στην παραπαιδεία; Δεν αλλάζει τίποτα επί της ουσίας. Θα έμπαινε όμως ποτέ κανείς στην παράνοια να ζητήσει την απαγόρευσή των τελευταίων; Και ασφαλώς δεν θα κατασπαράξουν το δημόσιο σύστημα για τον απλό λόγο ότι ούτε μπορούν ούτε θέλουν και ούτε μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτά τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οπως επίσης δεν θα το κάνουν καλύτερο. Αλλωστε, τι θα είναι; Μάγοι; Αν μπορούσαν να το πετύχουν αυτό, μακάρι να γέμιζε ο τόπος. Ομως, η αντίφαση είναι εδώ τόσο προφανής ώστε δεν χρήζει ανάλυσης.

Το διά ταύτα είναι ότι θα λειτουργήσουν πιθανότατα ως ένα είδος μέσης προς καλής ξένης εκπαίδευσης για την οποία κάποιοι θα πήγαιναν αλλού, αλλά θα προσφέρεται πλέον σε ελληνικό έδαφος – αυτή είναι, βέβαια, η βέλτιστη εκδοχή της υπόθεσης. Πάντως άλλο ρόλο δεν θα έχουν εύκολα. Και το να γίνουν το… πρότυπο που θα αλλάξει, πλέον, με την παρουσία του, τα δεδομένα και να καταστεί σημείο αναφοράς και σύγκρισης, δεν θα συμβεί. Επειδή αυτά που κυρίως λείπουν από το δημόσιο σύστημα δεν γίνεται να τα εισφέρουν: πειθαρχίες και λεφτά. Συνεπώς, ας λείπουν τόσο οι θριαμβολογίες όσο και οι εσχατολογίες. Είναι ανούσιες αμφότερες. Ε, και ας μη λέμε… «Χάρβαρντ Ελλάδος» και σεληνιαζόμαστε, γιατί, απλώς, γινόμαστε αστείοι.

Εκείνο που έχει πολύ πιο μεγάλη σημασία εδώ είναι το πώς επέλεξε η κυβέρνηση να τα νομοθετήσει: παρακάμπτοντας, καταργώντας ουσιαστικά, το Σύνταγμα: πέταξε το σχετικό άρθρο στα σκουπίδια. Εξέπεμψε μάλιστα ευθέως το μήνυμα ότι έτσι διόρθωσε έναν βλαπτικό αναχρονισμό.

Το μεγάλο θέμα είναι συνεπώς άλλο και πολύ ευρύτερο. Είναι το ότι το Σύνταγμα, που κουρελιάστηκε όσο ποτέ κατά την περίοδο της πτώχευσης, παραμένει οριστικά ένα τίποτα, ένα πτώμα νεκρό και άταφο. Τα περί μη αντισυνταγματικότητας δεν χρειάζεται να είναι κανείς συνταγματολόγος για να αντιληφθεί ότι συνιστούν αμιγώς πολιτικές ερμηνείες υποβοηθητικές στην κυβέρνηση. Και γι’ αυτό άλλωστε είναι και νεόκοπες: ακούγονται για πρώτη φορά με τέτοιον τουλάχιστον τρόπο και μάλιστα από ανθρώπους που έχουν οι ίδιοι κάνει αναθεωρήσεις στο παρελθόν. Κάποια δεδομένα το πιστοποιούν πλήρως: Πρώτον, το ίδιο το σχετικό άρθρο του Συντάγματος, που δεν αφήνει λογικά περιθώρια για τέτοιες αλχημείες. Δεύτερον, το γεγονός ότι στα χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, έχουν γίνει ουκ ολίγες συνταγματικές αναθεωρήσεις. Ουδέποτε όμως και από κανέναν αμφισβητήθηκε ότι για να  αλλάξει αυτό το καθεστώς απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση. Πάντοτε αυτή ήταν η επωδός. Τι άλλαξε; Η… προσέγγιση: ότι επελέγη η μέθοδος της αγνόησης του Συντάγματος. Σαν να μην υπάρχει.

Ομως το Σύνταγμα υπάρχει. Και δεν είναι ούτε βαρίδι, ούτε αναχρονισμός. Είναι δυστυχώς το μεγάλο θύμα της νέας πραγματικότητας που διαμόρφωσε η πτώχευση και που πλέον έχει εμπεδωθεί: επειδή δεν μετράει πια. Εχει πλέον μπει στο ράφι. Και η πολιτική εξουσία μπορεί να κάνει πια περίπου ό,τι θέλει με αυτό χωρίς επιπτώσεις. Αυτή είναι η ουσία. Οταν όμως δεν μετράει το Σύνταγμα, η δημοκρατία δεν μετράει επίσης.