Ξανά και ξανά, σε αυτή την εκλογική χρονιά κατά την οποία δισεκατομμύρια πολίτες προσέρχονται στις κάλπες σε όλο τον κόσμο και δύο πόλεμοι μαίνονται κοντά στην Ευρώπη, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η παραπληροφόρηση.

Η παραπληροφόρηση υπάρχει σε πολλές μορφές: ψευδείς πληροφορίες που διακινούνται ακουσίως, άλλες που μεταδίδονται σκοπίμως, κίνδυνοι που προκαλούνται από την κοινωνική πόλωση.

Η έκθεση Global Risks Report που δημοσιεύθηκε πριν από δύο μήνες και στηρίζεται στις απόψεις περισσότερων από 1.400 ειδικών αξιολόγησης κινδύνων, πολιτικών παραγόντων και επικεφαλής επιχειρήσεων προειδοποιεί πως η παραπληροφόρηση μπορεί να αλλάξει την εικόνα του κόσμου μας όπως τη γνωρίζουμε.

Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη νέα αυτή ζοφερή συνθήκη που όλο και εξαπλώνεται;

Ο Σέφτον Ντέλμερ δημιούργησε δεκάδες γερμανόφωνους ραδιοφωνικούς σταθμούς, φυλλάδια και φήμες, που όλα είχαν σκοπό να σπάσουν το ξόρκι της προπαγάνδας του Χίτλερ με δίκαια ή και λιγότερο δίκαια μέσα

Ο Πίτερ Πομεράντσεφ γεννήθηκε στην Ουκρανία και σήμερα ζει και εργάζεται στη Βρετανία ως δημοσιογράφος και συγγραφέας. Ψάχνοντας τα ιστορικά αρχεία βρήκε μια επιτυχημένη προσπάθεια ανατροπής της προπαγάνδας των Ναζί.

Τη μελέτησε και βγάζει συμπεράσματα που μπορούν να μας βοηθήσουν – οι συνθήκες έχουν αλλάξει αλλά οι βαθύτεροι λόγοι που δημιουργούν πρόσφορο έδαφος στην παραπληροφόρηση παραμένουν ίδιοι.

Το 30% των Αμερικανών ισχυρίζεται, παρ’ όλες τις ενδείξεις για το αντίθετο, ότι οι τελευταίες προεδρικές εκλογές ήταν «στημένες».

Εκατομμύρια πολίτες είναι βέβαιοι ότι το «βαθύ κράτος» σχεδιάζει να εισαγάγει μετανάστες για να ψηφίσουν εναντίον των «πραγματικών Αμερικανών» στο μέλλον.

Εν τω μεταξύ στη Ρωσία η πλειονότητα των ανθρώπων ισχυρίζεται ότι το Κρεμλίνο είναι το αθώο μέρος στη βάναυση εισβολή στην Ουκρανία.

Οταν οι Ουκρανοί τηλεφωνούν στους συγγενείς τους στη Ρωσία για να τους πουν για τις φρικαλεότητες, πολύ συχνά ακούν τους δικούς τους να παπαγαλίζουν τις γραμμές προπαγάνδας του Κρεμλίνου: οι φρικαλεότητες είναι πλαστές, τις φτιάχνουν οι εχθροί της χώρας.

Σε όλο τον κόσμο βλέπουμε την ανάπτυξη της προπαγάνδας που προωθεί μια εναλλακτική πραγματικότητα όπου το μαύρο είναι άσπρο και το άσπρο μαύρο και όπου η αλήθεια απορρίπτεται υπέρ μιας αίσθησης ανωτερότητας και όλο και πιο δολοφονικής παράνοιας.

«Να πάρουμε πίσω την Αμερική». Υποστηρικτής του Ντόναλντ Τραμπ ανεμίζει μια μεγάλη σημαία καθ’ οδόν προς προεκλογική συγκέντρωση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ στο Μάντσεστερ του Νιου Χάμσαϊρ

Πώς μπορούμε να το νικήσουμε; Είναι εύκολο να απελπίζεσαι όταν ο έλεγχος στοιχείων απορρίπτεται από τα εκατομμύρια που δεν θέλουν να ακούσουν την αλήθεια εξαρχής.

Δεν είμαστε, ωστόσο, η πρώτη γενιά που αντιμετωπίζει την πρόκληση της αυταρχικής προπαγάνδας.

Καθώς έψαχνα για παλαιότερες ανάλογες εμπειρίες, ανακάλυψα μια βρετανική επιχείρηση μέσων ενημέρωσης του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου που κατάφερε να προσελκύσει τεράστιο κοινό το οποίο ήταν πιστό στους Ναζί και να υπονομεύσει την πίστη τους στο καθεστώς του Χίτλερ.

Αν πιστεύουμε ότι είναι δύσκολο να προσεγγίσουμε ανθρώπους στα σημερινά eco chambers του Διαδικτύου, ας σκεφτούμε πόσο πιο δύσκολη ήταν η κατάσταση  τότε, να πεισθούν οι Γερμανοί να εμπιστευτούν τους «εχθρούς».

Επικεφαλής αυτής της εκστρατείας ήταν ο Σέφτον Ντέλμερ, ο οποίος δημιούργησε δεκάδες γερμανόφωνους ραδιοφωνικούς σταθμούς, φυλλάδια και φήμες, όπου όλα είχαν σκοπό να σπάσουν το ξόρκι της προπαγάνδας του Χίτλερ με δίκαια ή και λιγότερο δίκαια μέσα.

Απασχόλησε αστέρια από τη σκηνή του γερμανικού καμπαρέ, στρατιώτες, σουρεαλιστές καλλιτέχνες, ψυχιάτρους, πλαστογράφους, κατασκόπους και αντιφρονούντες από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη.

Οι συγγραφείς Ιαν Φλέμινγκ και Μίριελ Σπαρκ δάνεισαν τα ταλέντα τους στις επιχειρήσεις του Ντέλμερ. Σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα αρχεία της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου, περίπου το 40% των γερμανών στρατιωτών συντονιζόταν στους σταθμούς του Ντέλμερ.

Ηταν μεταξύ των τριών κορυφαίων στο Μόναχο και προκαλούσαν σύγχυση στους πολίτες. Ο Γκέμπελς απογοητεύτηκε από το πόσο αποτελεσματικοί ήταν.

Το ενδιαφέρον του Ντέλμερ, ωστόσο, ξεπέρασε τη σφαίρα του ναζισμού. Διαπίστωσε τα ίδια μοτίβα στη Γερμανία τον 20ό αιώνα καθώς και στη Βρετανία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το έργο του εν καιρώ πολέμου έχει πολλά μαθήματα για εμάς σήμερα.

Διαπίστωσε ότι η προπαγάνδα είναι επιτυχημένη όταν δίνει στους ανθρώπους έναν ικανοποιητικό ρόλο να παίξουν: κάποιοι να είναι, κάποιον να αγαπούν, κάποιον να μισούν. Συνειδητοποίησε επίσης πόσο βαθιά χρειαζόμαστε όλοι να ανήκουμε σε μια ομάδα.

Παρακολούθησε από κοντά την επιτυχία του Χίτλερ. Στη δεκαετία του 1920, ο Ντέλμερ έγινε ρεπόρτερ της «Daily Express» στο Βερολίνο. Απέκτησε πρόσβαση στις προεκλογικές περιοδείες του Χίτλερ σε όλη τη Γερμανία, όπου τα πλήθη παραληρούσαν.

Ο Χίτλερ έδωσε στους Γερμανούς την αίσθηση ότι ήταν μέρος μιας τεράστιας μάζας, ενός Volk, που τους έκανε να αισθάνονται ασφάλεια, μετά τις μεγάλες αλλαγές των αρχών του 20ού αιώνα, όταν η παλιά κοινωνική τάξη είχε ανατραπεί.

Εδινε επίσης στους ανθρώπους ρόλους να παίξουν όταν οι παλιοί είχαν εξαφανιστεί: στη Γερμανία της Βαϊμάρης, όπου οι ταυτότητες ήταν ρευστές, ήξερες ποιος ήσουν όταν γινόσουν μέλος του ναζιστικού κόμματος ή άνθρωπος των SS. Αυτοί οι ρόλοι επέτρεπαν στους ανθρώπους να υποταχθούν σε έναν ισχυρό ηγέτη και να αισθάνονται δυνατοί και ανώτεροι μέσω αυτού.

Τους επέτρεψαν επίσης να νιώσουν θύματα, κάτι που με τη σειρά του νομιμοποίησε τον θυμό και τη σκληρότητα προς τους άλλους.

Οι σημερινοί προπαγανδιστές παίζουν με τις ίδιες ανάγκες. Σε μια εποχή ραγδαίων οικονομικών, κοινωνικών και τεχνολογικών αλλαγών μπορεί να είναι παρήγορο να είσαι μέρος ενός μεγάλου, θυμωμένου πλήθους.

Οι διαδικτυακές κοινότητες που διαδίδουν θεωρίες συνωμοσίας είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στο να συνδυάζουν την αίσθηση ότι είναι μέρος μιας ομάδας με μυστική γνώση και αποστολή.

Τέτοια μέσα δίνουν επίσης στους ανθρώπους έναν ρόλο να παίξουν σε έναν κόσμο γεμάτο σύγχυση: ως μέρος μιας θυμωμένης ομάδας ή ως «πατριώτης» που εισβάλλει στο Καπιτώλιο. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απλώς επιδεινώνουν αυτή την απόδοση.

Οταν κηρύχθηκε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ντέλμερ απογοητεύτηκε από τις προσπάθειες της Βρετανίας να αντιμετωπίσει τη ναζιστική προπαγάνδα.

Ενιωθε ότι η γερμανική υπηρεσία του BBC απλώς έκανε κήρυγμα σε αντιναζί.

Οπως τα ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο σήμερα, που θεωρούν τους εαυτούς τους ότι υποστηρίζουν τη δημοκρατία και τις φιλελεύθερες αξίες, αυτοί οι σταθμοί ήταν παγιδευμένοι σε αυτό που μερικές φορές αποκαλούμε eco-chamber στο Διαδίκτυο – ένα μέρος όπου μιλούν ομοϊδεάτες.

Ο Ντέλμερ ήθελε να αποξενώσει τους ανθρώπους από τη ναζιστική προπαγάνδα, να προσελκύσει το κοινό που είχε επηρεαστεί από τους Ναζί και να βρει τις ρωγμές που τους χώριζαν από αυτούς. Η πρώτη του προσπάθεια ήταν ένας πειρατικός ραδιοφωνικός σταθμός που φιλοξενούσε κάποιον που εμφανιζόταν ως γερμανός αξιωματικός γνωστός ως Der Chef, ο οποίος βωμολοχούσε διαρκώς, περιγράφοντας ιστορίες για τα σαδομαζοχιστικά όργια των ναζιστών αξιωματούχων.

Αυτά τα σχόλια δελέασαν ακροατές και έσπασαν τα ταμπού σχετικά με την προσβολή αξιωματικών των Ναζί. Ουσιαστικά σχολίαζε το πώς ο ναζισμός αξιοποίησε την ψυχολογική γοητεία της υποταγής και της κυριαρχίας.

Ο στόχος του Ντέλμερ δεν ήταν να αντικαταστήσει ένα βίαιο κίνημα με ένα άλλο. Αντίθετα, ήθελε να αποξενώσει τους ανθρώπους από τη ναζιστική προπαγάνδα, όπως εξήγησε στον βρετανό βασιλιά όταν παρουσίασε το έργο του, ωθώντας τη ναζιστική προπαγάνδα «ένα βήμα παραπέρα στο γελοίο».

Ο Ντέλμερ κατάλαβε την ανάγκη να εμπλακούν οι άνθρωποι γύρω από τα δικά τους συμφέροντα και όχι αυτό που θα ήθελαν οι άλλοι να τους ενδιαφέρει – ένα μάθημα που έχουν μάθει οι Ουκρανοί στον πόλεμό τους με τη Ρωσία. Η Ουκρανία είναι γεμάτη χάκερ, ακτιβιστές και δημοσιογράφους που προσπαθούν να προσεγγίσουν το ρωσικό κοινό.

Καθώς επέκτεινε το πολεμικό του έργο, ο Ντέλμερ άλλαξε τακτική. Οταν ξεκίνησε τον πιο φιλόδοξο σταθμό του, το Soldatensender Calais, έμοιαζε με γερμανικό στρατιωτικό σταθμό, συνδυάζοντας ομιλίες των ηγετών των Ναζί με μουσική και τα τελευταία νέα και κουτσομπολιά από το μέτωπο που αναδείκνυαν όλα τα ψέματα που αντιμετώπιζαν οι στρατιώτες.

Αλλά ο στόχος δεν ήταν πλέον να εξαπατήσει τον ακροατή να πιστέψει ότι πρόκειται για ναζιστικό σταθμό – αυτή τη φορά το κοινό έπρεπε να συμμετέχει.

Οι γερμανοί ακροατές γνώριζαν πολύ καλά ότι οι Βρετανοί ήταν πίσω από τον σταθμό, τον άκουγαν και τον εμπιστεύονταν.

Συχνά σήμερα θρηνούμε που οι άνθρωποι εμπιστεύονται μόνο τα μέσα που αντιπροσωπεύουν την κοινωνική τους φυλή. Πώς τα κατάφερε λοιπόν ο Ντέλμερ;

Χρησιμοποίησε κάθε ερευνητικό εργαλείο που είχε στη διάθεσή του για να κατανοήσει τον κόσμο όπου ζούσε το κοινό.

Ομάδες παρτιζάνων στη Γαλλία παρείχαν τις πιο πρόσφατες βαθμολογίες από αγώνες στρατιωτικού ποδοσφαίρου και πληροφορίες για τα αυτοκίνητα που οδηγούσαν οι αξιωματικοί. Τα μυστικά μικρόφωνα που ήταν εγκατεστημένα στα στρατόπεδα των αιχμαλώτων έπιαναν την τελευταία αργκό και τις καταγγελίες των στρατιωτών για τους ανώτερους.

Η ομάδα του Ντέλμερ γνώριζε πότε η RAF χτυπούσε μια γερμανική πόλη, ώστε να μπορούν να προειδοποιήσουν τους στρατιώτες εάν ο δρόμος στον οποίο ζούσαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα είχε χτυπηθεί και να τους υπενθυμίσει το δικαίωμά τους να πάρουν άδεια για να βοηθήσουν συγγενείς στα μέρη αυτά.

Το κλειδί ήταν η κατανόηση των συνθηκών στις οποίες ζούσαν οι γερμανοί στρατιώτες. Αλλά εξίσου σημαντικός ήταν ο λόγος για τον οποίο συντονίζονταν οι ακροατές στον σταθμό: ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα που προσποιείτο ότι είναι ναζιστικό, το οποίο καταλάβαινε ότι οι ακροατές του ήξεραν ότι δεν ήταν και στο οποίο οι ακροατές συντονίζονταν επειδή χρειάζονταν τη συναισθηματική ασφάλεια να λειτουργούν σαν να πίστευαν ότι μπορεί τελικά να είναι ναζιστικό.

Τα άλλα μέσα ενημέρωσης του Ντέλμερ, όπως τα φυλλάδια με οδηγίες για το πώς θα μπορούσαν οι στρατιώτες να προσποιηθούν ότι είναι ασθενείς και να φύγουν από το μέτωπο, σχεδιάστηκαν ώστε να πάρουν τον έλεγχο και να είναι πιο δραστήριοι.

Ενθάρρυναν τους ανθρώπους να επινοούν ρόλους για τον εαυτό τους αντί να παίζουν αυτούς που τους επιβάλλει η ναζιστική προπαγάνδα.

Ο Σέφτον Ντέλμερ μας έμαθε ότι έχουμε επιλογή.

Μπορούμε είτε να παίξουμε τον ρόλο που ορίζουν οι προπαγανδιστές – κάτι που μας κάνει να εξαρτόμαστε από αυτούς. Ή να εφεύρουμε μέσα που καλωσορίζουν τους ανθρώπους σε μια σχέση όπου παίζουν ενεργό ρόλο. Δεν μπορείς να πετάξεις την «αλήθεια» στους ανθρώπους αν δεν θέλουν να την ακούσουν, αλλά μπορείς να τους εμπνεύσεις να έχουν το κίνητρο να νοιάζονται για τα γεγονότα εξαρχής.

Ο Πίτερ Πομεράντσεφ είναι ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο Stavros Niarchos Foundation (SNF) Agora του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς στις ΗΠΑ.

Τα τρία συμπεράσματα

Τι συμπεράσματα μπορούμε να αντλήσουμε από την περίεργη, αντιφατική εμπειρία της δράσης του Ντέλμερ; Δικτάτορες και προπαγανδιστές μέσα στις δημοκρατίες χρησιμοποιούν φάρμες τρολ που διαδίδουν μίσος και ψεύδη. Για να τους ανταγωνιστούμε, πρέπει να αναπτύξουμε μια νέα γενιά δημοκρατικών μέσων ενημέρωσης με την ίδια εστίαση, αλλά με διαφορετικές αξίες.

Πρώτον, τέτοια μέσα πρέπει να ταιριάζουν με τη συναισθηματική δύναμη των εξουσιαστών.

Οι αντιπροπαγανδιστές χρειάζονται τα δικά τους εργαλεία σήμερα, τους YouTubers και όλο το φάσμα των σημερινών μέσων. Δεν χρειάζεται να κρύψουν την προέλευσή τους όπως ο Der Chef, αν και μπορεί να χρειαστεί να δώσουν στους ανθρώπους την απαραίτητη «κάλυψη» για να παρακολουθήσουν με ασφάλεια εάν βρίσκονται σε μια επικίνδυνη δικτατορία. Χρειάζεται όμως να εμβαθύνουν στις πιο σκοτεινές επιθυμίες μας. Σκεφτείτε τη διαφορά μεταξύ του ηγέτη μιας αίρεσης και ενός θεραπευτή.

Και οι δύο σκάβουν τους ανείπωτους φόβους και τις ανάγκες των ανθρώπων. Ο αυταρχικός προπαγανδιστής χρησιμοποιεί αυτή τη διορατικότητα για να κάνει τους ανθρώπους να εξαρτώνται από τη δύναμή του. Ο θεραπευτής τούς βοηθά να ενδυναμωθούν και να συνειδητοποιήσουν τον εαυτό τους.

Δεύτερον, πρέπει να είμαστε πολύ πιο συντονισμένοι με τις ανάγκες του κοινού – θεωρούμε τα μέσα ενημέρωσης λιγότερο διανομή πληροφοριών και περισσότερο κοινωνική υπηρεσία. Εμείς, απ’ ό,τι φαίνεται, θα βρεθούμε σε μια μακρά αντιπαράθεση με τη Ρωσία.

Τώρα είναι η ώρα να αρχίσουμε να επενδύουμε σε μέσα ενημέρωσης που εμπλέκουν τα μέρη της κοινωνίας που είναι κρίσιμα για την πολεμική τους προσπάθεια. Τον περασμένο μήνα υπήρξε, για παράδειγμα, μια μεγάλη διαρροή εγγράφων από τον στρατό της Ρωσίας που έδειχνε πώς η ηγεσία λέει ψέματα για τις απώλειες στο μέτωπο.

Τρίτον, τέτοια μέσα ενημέρωσης πρέπει να καλλιεργούν την αίσθηση της κοινότητας, ειδικά σε πολωμένες δημοκρατίες.

Αντί να βιώνει την εξουσία μέσω ενός ισχυρού άνδρα, αυτή η κοινότητα πρέπει να ενδυναμώσει τους ανθρώπους να ενεργούν για τον εαυτό τους.

Υπάρχουν πολλές μικρές πρωτοβουλίες που ήδη πρωτοστατούν σε αυτό.

Το Hearken, για παράδειγμα, είναι μια διαδικτυακή πλατφόρμα όπου οι χρήστες μπορούν να βοηθήσουν τα μέσα να επιλέξουν σε ποια θέματα θα πρέπει να επικεντρωθούν, αξιοποιώντας τις τοπικές ανάγκες.

Το vTaiwan είναι μια άλλη πλατφόρμα της οποίας ο αλγόριθμος βοηθά τους ανθρώπους να βρίσκουν λύσεις σε ζητήματα που πολώνουν τις κοινωνίες, εντοπίζοντας κοινά εδάφη πάνω στα οποία μπορούν να οικοδομήσουν πολιτικές.