Στις 7.55 π.μ. της 16ης Νοεμβρίου 1980, ο γάλλος φιλόσοφος Λουί Αλτουσέρ σκότωσε τη σύζυγό του Ελέν Ριτμάν στο διαμέρισμά τους εντός της περιοχής της Ecole Normale Supérieure (ENS) στο Παρίσι. Η υπόθεση συγκλόνισε τη Γαλλία. Η φήμη και η ψυχιατρική κατάσταση του δολοφόνου επισκίασαν σε μεγάλο βαθμό την αλήθεια από την ιστορία: ο φόνος ήταν γυναικοκτονία παραδέχονται σήμερα οι Γάλλοι. Και η «Libération»σε εκτενές αφιέρωμα επιχειρεί να αποκαταστήσει το θύμα ενώ ένα βιβλίο που εκδόθηκε στον Καναδά το φθινόπωρο ανατρέχει στην υπόθεση. Ωστόσο οι γάλλοι εκδότες είναι απρόθυμοι να το εκδώσουν ακόμη και αν σήμερα οι φεμινίστριες που σπουδάζουν στην ENS πιέζουν να «ξαναδιαβαστεί» ο Αλτουσέρ υπό άλλο πρίσμα.

Λίγα είναι γνωστά για τις συνθήκες της δολοφονίας. Ο ίδιος ο Αλτουσέρ περιέγραψε το επεισόδιο στο εξαιρετικό αυτοβιογραφικό βιβλίο «Το μέλλον διαρκεί πολύ – τα γεγονότα» (εκδ. Πολίτης, μτφ. Αγγελος Ελεφάντης, 1992) που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του το 1990. Μιλάει για εκείνη την Κυριακή ως μια «αδιαπέραστη νύχτα», όταν όλα έμοιαζαν να έχουν συμβεί χωρίς αυτόν, σε εκείνο το διαμέρισμα στην οδό Ουλμ 45 (στο 5ο διαμέρισμα), με τις «πολύ παλιές κόκκινες αυτοκρατορικές κουρτίνες, σκισμένες από τον χρόνο και καμένες από τον ήλιο. Και ξαφνικά με πιάνει τρόμος» έγραψε. Τα μάτια της δεν λένε να ξεκαρφωθούν από το ταβάνι, και κυρίως, να ένα μικρό κομμάτι γλώσσας που εξέχει, ανάμεσα στα δόντια και τα χείλη. […] Ξέρω ότι πρόκειται για μια στραγγαλισμένη γυναίκα. Ανασηκώνομαι και ουρλιάζω: «Στραγγάλισα την Ελέν!»».

Η νεκροψία επιβεβαίωσε τη δολοφονία

Την επομένη τα μίντια αναφέρουν ότι η Ελέν Ριτμάν είναι νεκρή και ότι ο Αλτουσέρ κατηγορεί τον εαυτό του για τη δολοφονία, αλλά ότι αυτή η είδηση πρέπει να ληφθεί με μεγάλη προσοχή, διότι ο άνθρωπος πάσχει από ένα «ψυχιατρικό φαινόμενο αυτοκατηγορίας». Η νεκροψία επιβεβαίωσε τη δολοφονία. Και οι «Sunday Times» σχολιάζουν πένθιμα: «Είναι το τέλος της καριέρας ενός από τους σημαντικότερους γάλλους διανοουμένους της μεταπολεμικής περιόδου».

Πράγματι ο Αλτουσέρ είχε διαγνωστεί ως μανιοκαταθλιπτικός από το 1947. Στο δικαστήριο το 1981, βάσει του άρθρου 64 του Ποινικού Κώδικα, του αναγνωρίστηκε το ακαταλόγιστο. Εχασε όμως τη νομική του υπόσταση, δεν είχε το δικαίωμα υπογραφής και ο ίδιος βυθίστηκε στη σιωπή. Το 1983, αφού νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο, μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι, το οποίο είχε αγοράσει η Ελέν εν αναμονή της συνταξιοδότησής του. Πέθανε το 1990 από καρδιακή προσβολή.

Στον Καναδά, το θέμα αποσιώπησης της προσωπικότητας της Ριτμάν όλα αυτά τα χρόνια απασχολεί τον πολιτικό επιστήμονα Φρανσίς Ντιπιί-Ντερί, ειδικό στον αντιφεμινισμό στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ. Διαβάζει το βιβλίο του Αλτουσέρ, βρίσκει το κείμενο «αποκρουστικό» και το 2015 γράφει ένα άρθρο σχετικά με την αντιμετώπιση της υπόθεσης από τα γαλλικά μίντια στο περιοδικό «Nouvelles Questions féministes».  Τον Σεπτέμβριο του 2023, δημοσίευσε το βιβλίο «Althusser assassin», το οποίο εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Remue-Ménage στο Κεμπέκ. Το κείμενό του, πυκνό και σκληρό σαν λίβελος, αναφέρεται στον εφησυχασμό της εποχής για τον δολοφόνο και την περιφρόνηση που έδειξαν προς την Ελέν. Στη Γαλλία το υποδέχτηκαν με ηχηρή σιωπή, υπογραμμίζει η«Libération».

Μεταξύ των πρώην μαθητών του φιλοσόφου, η Ελέν παρουσιάζεται πάντοτε ως μια κακότροπη γυναίκα. O Ζακ-Αλέν Μιλέρ επισημαίνει ότι ήταν «σιωπηλή». Κατά τον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί ήταν «σπινθηροβόλα». Στη σκιά του μεγάλου άνδρα κατά τη διάρκεια της ζωής της όσο και στον θάνατό της». Το ζευγάρι συχνά παρουσιάζεται ως δυσλειτουργικό, με αμοιβαία βία. Ο Αλτουσέρ ισχυρίζεται ότι είχε τάσεις αυτοκτονίας τους τελευταίους μήνες της ζωής της και θέτει την ανήκουστη υπόθεση ότι το έγκλημά του μπορεί να θεωρηθεί ως «μια αλτρουιστική δολοφονία».

Στο βιβλίο του ο Ντιπιί-Ντερί δίνει έμφαση σε άλλες δηλώσεις του Αλτουσέρ. Πως η Ελέν επιθυμούσε να φύγει και ότι σκοτώθηκε όταν θέλησε να τον αφήσει. Το γράφει με ειλικρίνεια: «Δεν ξέρω τι είδους ζωή επέβαλα στην Ελέν (και ξέρω ότι ήμουν ικανός για το χειρότερο), αλλά εκείνη δήλωσε με μια αποφασιστικότητα που με τρόμαξε ότι δεν μπορούσε πλέον να ζήσει μαζί μου, ότι ήμουν «τέρας» γι’ αυτήν και ότι ήθελε να με αφήσει για πάντα. Φαινομενικά άρχισε να ψάχνει για σπίτι, αλλά δεν βρήκε αμέσως. Στη συνέχεια έκανε πρακτικές διευθετήσεις που ήταν ανυπόφορες για μένα: με εγκατέλειψε παρουσία μου, στο ίδιο μας το διαμέρισμα. […] Αυτή η εγκατάλειψη μου φάνηκε πιο ανυπόφορη από οτιδήποτε άλλο».

Πώς εξηγείται λοιπόν σήμερα αυτή η εξαιρετική καλοσύνη που έδειξαν προς τον φιλόσοφο; «Oταν ο επιτιθέμενος είναι ανώτερης τάξης ή λευκός, η βία του επιδέχεται περισσότερη ψυχολογική εξήγηση» λέει στηLibération η κοινωνιολόγος φύλου Πολίν Ντελάζ. «Αυτό δεν ισχύει για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης ή τους μη λευκούς. Και ο Λουί Αλτουσέρ ανήκει στην ελίτ. Σε αυτό το πλαίσιο αρνούνται τους γνωστούς μηχανισμούς της γυναικοκτονίας».

Σήμερα, το #MeToo εξετάζει την υπόθεση Αλτουσέρ και την κατονομάζει ως γυναικοκτονία. Για τον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, η υπόθεση αυτή λειτουργεί ως τέτοιο παράδειγμα. Αλλά το 1980 τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Σαράντα τρία χρόνια μετά, οι φεμινίστριες ακτιβίστριες της ENS μετονόμασαν στη φοιτητική εστία την «αίθουσα Αρόν», σε «αίθουσα Ελέν-Λεγκοσιέν-Ριτμάν» και δημιούργησαν ένα φεμινιστικό κολάζ σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους της Σχολής για να αποτίσουν φόρο τιμής σε μια γυναίκα που πολλοί είχαν ξεχάσει. Ο Φρεντερίκ Βορμς, διευθυντής της ENS, αναγνωρίζει τη νομιμότητα των απόψεων τους – όχι όμως τη μετονομασία – και διατυπώνει προσεκτικά: «Ολα ξεκίνησαν από το φοιτητικό κίνημα, το οποίο με βοήθησε να ανακαλύψω εκ νέου το θέμα. Ξαναδιαβάζοντας τα κείμενα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Αλτουσέρ, δεν διστάζω να πω ότι αυτό εμπίπτει στην κατηγορία της γυναικοκτονίας».