Δεν υπάρχουν χειρότεροι πόλεμοι από τους εμφυλίους – εμείς οι Ελληνες το γνωρίζουμε πολύ καλά. Είναι αυτοί που καλλιεργούν τα πιο έντονα πάθη διότι οι της μιας πλευράς θεωρούν τους της άλλης πλευράς προδότες. Και τούμπαλιν. Αφήνουν δε τα πιο βαθιά τραύματα διότι ο εχθρός είναι ο αδελφός, ο πρώην σύντροφος με τον οποίο, με κάποιον τρόπο, θα εξακολουθείς να συνυπάρχεις. Στον «εμφύλιο» του ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο δεν διασώθηκε ούτε καν αυτή η συνθήκη. Κατόρθωσαν να μετατρέψουν μια πολιτική σύγκρουση από ιδεολογική αντιπαράθεση σε επιθεωρησιακό ξεκατίνιασμα. Πώς έκανε η κυρία «Ξι Παπαμήτρου» – Τασσώ Καββαδία όταν η «Ελενίτσα» – Μάρω Κοντού, στο «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα», άπλωνε τα ρούχα στην ταράτσα; Ε, αυτό.

Μαχητικές «πασιονάριες» της ΠΦΑ που, στα μετερίζια του Διαδικτύου, τις ένωνε, μέχρι πρότινος, το μίσος για τη «χειρότερη κυβέρνηση μετά τη Μεταπολίτευση», η τοξικότητα και η στοχοποίηση όποιου είχε αντίθετη γνώμη, ξεμαλλιάζονται τώρα μεταξύ τους. Οι σύντροφοι έγιναν εχθροί και οι μέχρι πρότινος «προστατευόμενοι» και «προστατευόμενες» ρίχτηκαν στα «σκυλιά» του Ιντερνετ. Η φρασεολογία που χρησιμοποιούν έχει πολλά μουγκρίσματα, γρυλίσματα και γαβγίσματα, πολλά «γκρρρ» και «βουρ», «η Εφη φταίει για όλα», «η Εφη δεν φταίει για τίποτα», «εσείς φταίτε που χάσαμε», «όχι, εσείς προσπαθήσατε να χάσουμε», οι δε εγκλήσεις που ανταλλάσσονται παραπέμπουν σε αυλή της δεκαετίας του 1960 όπως γράφω παραπάνω. «Εσύ πού ήσουνα όταν εκείνος έκαιγε την ψυχή του στον αγώνα;», «Οχι, εσύ πού ήσουνα όταν εγώ έκαιγα την ψυχή μου κάπου αλλού;», «Μείνετε, σας θέλουμε», «Στα τσακίδια, δεν σας θέλουμε», «Στο καλό και να μας γράφετε». Σαν μπουγέλα με απόνερα μπουγάδας ένα πράγμα.

Και μετά ήρθε το ποστ με τον ορισμό του Νάσου Ηλιόπουλου περί βούρκου και φούντωσε ακόμη περισσότερο η πολιτική κατινιά. Βούρκος, λέει, είναι να απαντάς στην πολιτική κριτική με προσωπικές επιθέσεις, να διαστρεβλώνεις μια φράση και, στη συνέχεια, να συντονίζεις πολιτικό λιντσάρισμα, να κάνεις πολιτική με ψέματα. Ναι, αυτό ακριβώς είναι, μεταφορικά, ο βούρκος που βρωμάει κιόλας. Αλλά τι έγινε εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ; Τους τελείωσαν τα μανταλάκια με τα οποία έως τώρα έκλειναν άπαντες, άπαντες όμως, τη μύτη τους για να μη μυρίζουν τον βούρκο στον οποίο όλοι κολυμπούσαν;

Πού ήταν όλοι αυτοί που τώρα αλληλοβρίζονται όταν, στην πρώτη επέτειο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, προβάλλονταν σε γιγαντοοθόνη πρόσωπα αντιμνημονιακών δημοσιογράφων και το κοινό γιουχάριζε σαν να ήταν σε ρωμαϊκή αρένα; Να σας πω εγώ πού ήταν. Χειροκροτούσαν και γελούσαν. Και πού είναι έστω και τώρα όλοι και όλες αυτές που είδαν το φως το αληθινό στα τσακίρικα μάτια του Κασσελάκη και κρατάνε τα μπόσικα στον Πολάκη που ξέρασε στο Διαδίκτυο ιατρικά δεδομένα της Σίας Αναγνωστοπούλου; Να σας πω πάλι εγώ πού είναι. Κολυμπάνε ακόμη στον βούρκο και, κάθε τόσο, βγάζουν το κεφαλάκι τους και ψελλίζουν την αυταπάτη τους: «Δεν είναι αυτό που νομίζετε. Αυτό δεν είναι βούρκος. Είναι βαθιά, γαλάζια θάλασσα».

Οι βούρκοι, οι Βάτραχοι και ο Αριστοφάνης

Με αφορμή τον βούρκο στον οποίο αναφέρθηκε ο Νάσος Ηλιόπουλος, να θυμηθούμε τον Αριστοφάνη και τους Βατράχους του; Μόνο για καλό θα είναι. Εναν βούρκο έχουμε και εδώ, έναν βάλτο, τα νερά της Αχερουσίας λίμνης στον κάτω κόσμο. Εκεί βρίσκεται η ουτοπία της ιδανικής πολιτείας, εκεί κοάζουν τα βατράχια του. Εκεί αναζητείται ο ποιητής που θα επαναφέρει στην Αθήνα το χαμένο κλέος.

Η κωμωδία παρουσιάστηκε το 405 π.Χ. Λίγους μόνο μήνες αργότερα οι αθηναϊκές δυνάμεις συντρίβονται στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος τελειώνει και αυτό σημαίνει επί της ουσίας το τέλος της ηγεμονίας του κράτους των Αθηνών, της δημοκρατίας και του «προοδευτισμού». Ο Αριστοφάνης λοιπόν, προβλέποντας αυτά που θα συμβούν, αναζητά όχι έναν στρατηγό αλλά έναν ποιητή για να σώσει «οτιδήποτε κι αν σώζεται».

Εναν «ποιητή» – με την αρχική έννοια του όρου – χρειάζεται και ο ΣΥΡΙΖΑ. Για να «ποιήσει» ένα πραγματικό πολιτικό κόμμα. Ιδιότητα που απώλεσε από τότε που τα στελέχη του άρχισαν να ξερογλείφονται μπροστά στη βιτρίνα της εξουσίας.