Μια εικόνα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις συνασπισμού, όταν προσπαθούν να συγκεράσουν αλληλοσυγκρουόμενα πράγματα, μας ήρθε αυτή την εβδομάδα από τη Γερμανία.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας απέρριψε την αναδρομολόγηση κονδυλίων 60 δισ. ευρώ από την πανδημία, που προορίζονταν αρχικά, για την κάλυψη των αναγκαίων για την ενεργειακή μετάβαση. Είναι το ίδιο δικαστήριο που ξημεροβραδιαζόμασταν την προηγούμενη δεκαετία περιμένοντας να μάθουμε εάν θα εγκρίνει τη συμμετοχή της Γερμανίας στα ελληνικά προγράμματα διάσωσης. Αυτό που έγινε χθες γνωστό είναι ότι η απόφαση εκτιμάται ότι επιπλέον αμφισβητεί συνολικά περίπου 770 δισεκατομμύρια ευρώ κρατικής χρηματοδότησης, που θα τόνωναν την καχεκτική τους τελευταίους μήνες ανάπτυξη της χώρας. Αυτά τα ποσά βρίσκονταν σε 29 ειδικά ταμεία, προσέξτε, εκτός του ετήσιου γερμανικού προϋπολογισμού.

Το θέμα αν δεν χρησιμοποιήσουν αυτά τα λεφτά είναι με τι χρήματα θα υλοποιήσουν τη στροφή τους σε νέες μορφές φθηνής ενέργειας, για την οποία διψάει η βιομηχανία τους. Επί χρόνια είχαν χτίσει – σε πήλινα πόδια – μια οικονομία που η παραγωγή της στηριζόταν στη φθηνή ρωσική ενέργεια που τώρα δεν υπάρχει και αφού πρώτα μόνοι τους είχαν κλείσει τα πυρηνικά εργοστάσια.

Το πρόβλημα είναι μεγάλο, γιατί ο υπουργός Οικονομικών Κριστιάν Λίντνερ και πρόεδρος των Φιλελευθέρων θεωρείται βέβαιο ότι θα ασκήσει βέτο σε οποιεσδήποτε αυξήσεις φόρων, ειδικά των επιχειρήσεων, προκειμένου να βρεθούν τα χρήματα που λείπουν.

Οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες είναι εκτός θέματος για τους Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς, ενώ οι Πράσινοι δεν μπορούν να υποστηρίξουν την περικοπή περιβαλλοντικών έργων. Τα κεφάλαια που λείπουν δεν μπορούν να αντληθούν ούτε μέσω νέου δανεισμού καθώς η Γερμανία αποκατέστησε το λεγόμενο φρένο χρέους και πλέον δεν μπορεί να το ξεπεράσει.

Το ερώτημα είναι ποια από αυτά τα χρήματα είναι σημαντικά και αναγκαία. Τα επίμαχα 60 δισ. ήταν τα ποσά που είχαν απαιτήσει οι Πράσινοι υπό τον υπουργό Οικονομίας Χάμπεκ να δοθούν για το Ταμείο για το κλίμα. Ο Σολτς είχε ξεκινήσει την κατανομή των χρημάτων με την προηγούμενη ιδιότητά του ως υπουργός Οικονομικών και ο Λίντνερ το επισημαίνει συχνά, δείχνοντας τον υπεύθυνο για το μπάχαλο.

Είναι μια ωραία ατμόσφαιρα αυτό που έχει δημιουργηθεί αυτές τις μέρες στο Βερολίνο, καθώς η χώρα έχει εισέλθει σε ύφεση και η τελευταία εξέλιξη απειλεί την υλοποίηση πολλών επενδύσεων. Πολλά από τα χρήματα, για παράδειγμα, θα πήγαιναν για την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου, προϋπόθεση απαραίτητη για την προσέλκυση επενδύσεων ύψους 10 δισ. ευρώ, για την κατασκευή ημιαγωγών (τσιπάκια).

Αρα τζίφος τα κονδύλια. Τζίφος πιθανότατα και η ταχεία ολοκλήρωση της ενεργειακής μετάβασης, τη στιγμή που ανοίγουν καθημερινά τα ορυχεία λιγνίτη για παν ενδεχόμενο. Σε λίγο, τζίφος αναμένεται να υπάρξει αν συνεχίσουν έτσι και για την κυβέρνηση συνεργασίας.

Το εντυπωσιακό είναι το συμπέρασμα των αναλυτών για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, με έναν εξ αυτών να παρατηρεί ότι «οι δημοσιονομικοί κανόνες δεν μπορούν να παρακαμφθούν κατά βούληση».

Το ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η φράση δεν αναφέρεται σε κάποια απείθαρχη χώρα του ευρωπαϊκού Νότου όπως παλιά, αλλά στην πιο ισχυρή οικονομία του Βορρά. Είναι απίστευτο πώς αλλάζουν οι καιροί.