Από τη Ζυρίχη όπου ερμηνεύσατε τον «Ντον Πασκουάλε» στους Δελφούς. Τι ακριβώς ετοιμάσατε;

Είμαι προσκεκλημένος του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών στο πλαίσιο του προγράμματος «Φύση και Ανθρωπος στην τραγωδία» μαζί με άλλους σπουδαίους ανθρώπους του θεάτρου για να διδάξω σε νέες και νέους ηθοποιούς σε ένα εργαστήρι με θέμα «Η φωνή του/της ηθοποιού στο θέατρο μέσα από το πνεύμα του τραγουδιού και της τεχνικής του». Στις 29 Ιουνίου, στις 23.00, θα παρουσιάσω σε δική μου σκηνοθεσία την ΟΡΦΝΗ. Ορφνη είναι το σκοτάδι της νύχτας, το εσωτερικό σκοτάδι, εκεί που πορεύεται και αιωνίως επιστρέφει ο Ορφέας σαν μετανάστης στον χώρο και τον χρόνο με όχημα την φωνή του. Συμμετέχει το σύνολο Ex Silentio σε μουσική διεύθυνση Δ. Κούντουρα και τρεις νέες ηθοποιοί, η Μαρία Νίκα, η Αιμιλία Γιαννούκαρη και η Μαργαρίτα Στραβουδάκη.

Από τη Ρόδο στις μεγάλες σκηνές του κόσμου. Πότε αρχίσατε να φαντάζεστε τον εαυτό σας μέσα στον κόσμο της τέχνης;

Νομίζω ότι γεννήθηκα με αυτή τη φαντασίωση της τέχνης και της παράστασης. Μέχρι τα 17 μου ζούσα στη Ρόδο. Στην οικογένειά μου όλοι τραγουδούσαν όχι επειδή ήταν καλλιτέχνες, αλλά κυρίως γιατί ήταν άνθρωποι μερακλήδες του λαού, που γλεντούσαν με κομμάτια της παράδοσης, λαϊκά και έντεχνα. Από πολύ μικρό παιδάκι αισθανόμουν ότι εκφράζομαι μέσα από τη μουσική και το τραγούδι.

Από αυτά τα ερεθίσματα πώς φτάσατε στο λυρικό τραγούδι;

Αυτή ήταν η ιδανική μαγιά. Η τάση μου για την τέχνη της παράστασης – χωρίς να έχει μορφοποιηθεί – και η αγάπη μου για το τραγούδι με οδήγησαν εκεί. Δέκα ετών έγινα μέλος μιας νεανικής παιδικής χορωδίας στο νησί μου. Από κει ξεκινάει η πρώτη μου επαφή με τον χώρο της λόγιας μουσικής. Ηταν ένα πάρα πολύ σημαντικό ερέθισμα με το οποίο ήρθε στη ζωή μου η χορωδιακή μουσική, με έναν τρόπο σχεδόν ερωτικό. Ετσι κλείδωσε μέσα μου το τι δρόμο θα ακολουθήσω παρ’ όλο που δεν ήταν εύκολο.

Ποιες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε;

Η πρώτη αφορά τη διεκδίκηση – την κατανόηση της οικογένειάς μου γι’ αυτό που ήθελα να κάνω. Βρήκα αντιστάσεις και από τους δύο γονείς μου. Δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τι σημαίνει να σπουδάσει κανείς μουσική και μάλιστα τραγούδι. Θα ‘θελαν να κάνω μία επιστήμη. Η πρώτη μου επιθυμία βέβαια ήταν να γίνω αρχιτέκτονας. Τελικά πέρασα στη σχολή τοπογράφων η οποία αποτέλεσε και το εισιτήριό μου για να έρθω στην Αθήνα και να σπουδάσω τραγούδι. Δεν υπήρχε μόνο το πρόταγμα να σπουδάσω μουσική αλλά να βρω το μονοπάτι μου. Αυτό ήταν που με απασχολούσε περισσότερο απ’ όλα. Ετσι συνέχισα τα μαθήματα μουσικής που είχα ξεκινήσει στη Ρόδο και άρχισα να σπουδάζω τραγούδι. Από αυτό το σημείο και μετά με παρέσυρε ένα τσουνάμι που δεν μπορούσα να αντισταθώ.

Χρειάστηκε να δώσετε μάχες;

Βεβαίως, γιατί έπρεπε να βρω τον μέντορα που θα με οδηγήσει να ανακαλύψω και τη φωνή μου και τις δυνατότητές μου και θα μου έλεγε αλήθειες. Αυτόν τον άνθρωπο τον βρήκα στο πρόσωπο του Κώστα Πασχάλη με τον όποιο σπούδασα σοβαρά τραγούδι. Μάλιστα πήγα κρυφά από αυτόν και έδωσα για την υποτροφία Μαρία Κάλλας, διότι δεν μου επέτρεπε, γιατί πίστευε ότι δεν ήμουνα έτοιμος.

Τελικά κερδίσατε τη μεγάλη υποτροφία.

Ναι, η οποία κάλυπτε τα έξοδα των σπουδών και της διαβίωσης για δύο χρόνια. Χωρίς αυτό το σημαντικό βοήθημα δεν θα είχα εξελιχθεί. Χάρη στην υποτροφία πήγα στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και κατάφερα να σπουδάσω δίπλα σε σπουδαίους δασκάλους. Τελειοποίησα επίσης τα γερμανικά μου και έτσι μπόρεσα να εντρυφήσω στο κομμάτι του γερμανικού ρομαντισμού. Μ’ αυτόν τον τρόπο απέκτησε το τραγούδι μου μια πνευματικότητα. Αυτός ο άξονας μου έδωσε περισσότερη ευελιξία, χρώματα και τη δυνατότητα να φωτίζω λεπτομέρειες στην άλλη μου δραστηριότητα, την οπερατική ερμηνεία.

Μετά τις σπουδές σας μείνατε στη Γερμανία. Γιατί;

Εγινα δεκτός στο ανσάμπλ της κρατικής όπερας της Νυρεμβέργης και έμεινα εκεί για περίπου έξι χρόνια. Μου δόθηκε η δυνατότητα να χτίσω όλο το ρεπερτόριό μου. Σήμερα το αξιολογώ ως το δεύτερο κομμάτι των σπουδών μου. Τότε σιγουρεύτηκα, στάθηκα στα πόδια μου σε επίπεδο τεχνικό, φωνητικό και πνευματικό. Ο κύκλος αυτός έκλεισε έπειτα από 6-7 χρόνια και αποφάσισα να απελευθερωθώ και να εργαστώ ως freelancer.

Ηταν μια τολμηρή κίνηση να φύγετε από την ασφάλεια ενός θεάτρου. Τι σας έκανε να κάνετε αυτό το άλμα προς την άγρια αγορά της όπερας;

Είναι πράγματι άγρια αγορά. Αδυσώπητη θα έλεγα. Μάλιστα ήρθα αντιμέτωπος αμέσως με το σκληρό πρόσωπό της. Οταν αποφάσισα να λύσω το συμβόλαιό μου άκουγα τη φωνή μου την εσωτερική που μου έλεγε ότι πρέπει να κάνω αυτή την κίνηση.

Είχατε δημιουργήσει οικογένεια, είχατε δύο παιδιά.

Ναι, αλλά δεν θα εξελισσόμουν ως καλλιτέχνης. Αισθανόμουν μέσα μου μια δύναμη η οποία έπρεπε ν’ απελευθερωθεί – ότι υπήρχε υλικό το οποίο δεν μπορούσα να διανοηθώ. Βέβαια πέρασα πολλές άγρυπνες νύχτες όπου ο λογικός και καθωσπρέπει εαυτός μου έβριζε τον άλλο μου εαυτό.

Πότε νιώσατε την ανάσα της σκληρής αγοράς στην οποία είχατε βγει;

Η πρώτη τέτοια στιγμή ήταν στο μεγάλο κενό. Σ’ εμάς τους ελεύθερους επαγγελματίες υπάρχει ένα διάστημα που εργαζόμαστε συνεχώς και ένα άλλο μεγάλο που μπορεί να μην κάνουμε τίποτα. Οταν βρίσκεσαι στο έλεος του «τίποτα» μπορεί να σε φάει το μαύρο σκοτάδι. Αρχίζουν τότε και παρεισφρέουν ζητήματα αμφισβήτησης της υπόστασής σου, της αξίας σου. Εδώ έρχεται η εξέλιξη του πνευματικού ανθρώπου που πρέπει να βρει τον τρόπο να απεμπλακεί, να αποσυμπιέσει την ουσία του ως καλλιτέχνης, με τη ροή της καριέρας. Πολλές φορές αυτά τα δύο είναι συνυφασμένα.

Πόσο μπορεί να ασχοληθεί κανείς με την ουσία του ως καλλιτέχνης όταν είναι νεαρός πατέρας;

Είναι πάρα πολύ δύσκολο, θέλει χρόνο για να καταλάβεις ότι αυτή είναι η μοίρα του ελεύθερου επαγγελματία – ιδιαίτερα στο λυρικό θέατρο. Πρέπει να πιστεύεις ότι αυτό που κάνεις έχει λόγο ύπαρξης. Εκεί μπαίνει και ο κριτής που αναπτύσσεις από πολύ νεαρή ηλικία. Τι μπορεί να πει κάποιος που θα γράψει πέντε γραμμές σε μία εφημερίδα όταν εγώ γνωρίζω από τα γεννοφάσκια της καλλιτεχνικής μου ύπαρξης ότι κρίνω τον εαυτό μου με τον πιο σκληρό τρόπο;

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση με τα καλλιτεχνικά γραφεία και τους μάνατζερ;

Υποκριτικές. Διότι συνομιλείς με ανθρώπους που σε κανονικές συνθήκες δεν θα ήθελες να ανταλλάξεις ούτε καλημέρα. Αυτoί εμπορεύονται την αξία σου με χυδαίο τρόπο. Αυτό είναι αδυσώπητο.

Οπότε, αν καταλαβαίνω, μου λέτε ότι για να έχετε δουλειά…

Πρέπει να μάθεις να συνομιλείς με αυτούς και να κάνεις τα στραβά μάτια σε αυτή τη χυδαιότητα που συντελείται. Εκτός αν είσαι Δον Κιχώτης και πιστεύεις ότι θα το αλλάξεις. Ομως δεν αλλάζει, είναι μία πραγματικότητα η οποία έχει ενταθεί στο πέρασμα των χρόνων.

Αυτό που μου περιγράφετε δεν είναι μία συνθήκη η οποία μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για έναν καλλιτέχνη με ευαισθησία όπως εσείς; Να είστε δηλαδή υποχρεωμένος να κάνετε σλάλομ ανάμεσα σε χυδαίες και επιθετικές συμπεριφορές.

Αυτό όμως δεν είναι η ζωή; Αλλιώς γίνεσαι ένας αναχωρητής, ένας μοναχός. Αυτός που αποφασίζει να μείνει στην κοινωνία και τον κόσμο κάνει καθημερινά σλάλομ.

Παρ’ όλα αυτά επιλέξατε να συνεχίσετε σ’ αυτόν τον χώρο, που δεν είναι συμβατός με την αισθητική σας.

Μένεις και δίνεις τις μάχες σου. Αλλωστε από τις πιο δύσκολες στιγμές μου ήταν όταν αποφάσισα να γίνω ελεύθερος επαγγελματίας. Θέτεις εαυτόν στη διάθεση μιας δίνης. Πρέπει να έχεις πολύ γερές αντιστάσεις, τις οποίες είχα αποκτήσει.

Πότε δοκιμάστηκαν αυτές οι αντιστάσεις;

Πάρα πολλές φορές. Μία απ’ αυτές ήταν όταν έκανα το 2008 στην όπερα του Νοβοσιμπίρσκ «Μακμπέθ» με τον Ντμίτρι Τσερνιακόφ και τον Θοδωρή Κουρεντζή. Ηταν μία αδυσώπητη συνθήκη τόσο σε ανθρώπινο όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο.

Γιατί;

Ο Τσερνιακόφ ξεκινούσε τη διεθνή του πορεία. Τη δεύτερη φορά που συνεργάστηκα μαζί του στην παράσταση «Ντον Τζοβάνι» στο Μπολσόι. Τότε σκέφτηκα να σηκωθώ να φύγω από την παραγωγή. Είδα τη ρωσική αντιμετώπιση η οποία επεμβαίνει στον εσωτερικό κόσμο.

Με ποιον τρόπο;

Διαταράσσεται η ψυχική σου ηρεμία, όταν ένας σκηνοθέτης με βάναυσο και ανήθικο τρόπο σού δημιουργεί ψυχική αστάθεια. Σε μία πρόβα άρχισε να μιλάει άσχημα και προσβλητικά λέγοντας «ποιος σου επιτρέπει να χρησιμοποιήσεις τη μισή σου φωνή» κ.λπ. Σηκώθηκα, έφυγα από την πρόβα και του είπα ότι εγκαταλείπω την παράσταση. Κατάλαβε ότι δεν είχα τις ρωσικές αντοχές, να σε βαράει κάποιος και να γίνεσαι σκλάβος. Είχα άλλη μόρφωση και κουλτούρα. Τελικά μεσολάβησαν άνθρωποι του θεάτρου και παρέμεινα. Τότε συνειδητοποίησα την αξία που έχει να θέτεις τα όριά σου. Αυτό για μένα ήταν μια τεράστια δύναμη. Ηταν η σωτηρία μου. Στην πορεία βέβαια ο συγκεκριμένος άνθρωπος εξελίχθηκε και γίναμε και φίλοι.