«Ο πατέρας μου Μίσκα Αζναβουριάν, η μητέρα μου Κναρ Μπαγντασαριάν και η αδελφή μου Άιντα, που γεννήθηκε στην Ελλάδα κατά το ταξίδι της φυγής μας από την Αρμενία, είχαν βρεθεί προσωρινά στη Γαλλία, περιμένοντας να πάρουν βίζα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι θα μέναμε εδώ για πάντα.

Στο μεταξύ όμως γεννήθηκα εγώ, στις 22 Μαΐου του 1924 στο Παρίσι. Το μαιευτήριο βρισκόταν στο 5ο Διαμέρισμα. Ο πατέρας μου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που δούλευε σκληρά, αλλά το χάρισμά του ήταν μάλλον η μουσική παρά η διεύθυνση μιας επιχείρησης. Στο Caucase, το εστιατόριο που είχε ανοίξει, προσκαλούσε ορχήστρες από την Ουγγαρία για να παίξουν και πρόσφερε δωρεάν γεύματα σε όσους φίλους, γνωστούς αλλά και αγνώστους δεν είχαν χρήματα.

Φυσικά, αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ, από τη στιγμή που η επιχείρηση δεν παρουσίαζε κέρδη. Η μητέρα μου, που είχε πτυχίο Φιλολογίας, ήταν αναγκασμένη να δουλεύει περιστασιακά ως μοδίστρα. Το αληθινό πάθος των γονιών μου ήταν οι παραστάσεις που έστηναν μαζί με τους μετανάστες φίλους τους για το κοινό της διασποράς. Μεγάλωσα με τόσο λίγα μέσα αλλά και με τόσο πολλή αγάπη…»  

Ο Σαρλ Αζναβούρ ο Αρμενικής καταγωγής γάλλος τραγουδοποιός, ένα από τα κορυφαία ονόματα του γαλλικού τραγουδιού με παγκόσμια απήχηση και αποδοχή έφυγε από τη ζωή πριν πέντε χρόνια την 1η Οκτωβρίου του 2018 αφήνοντας πίσω του μια μεγάλη καλλιτεχνική παρακαταθήκη.

Πολυτάλαντος στα 70 χρόνια της καλλιτεχνικής του καριέρας ερμήνευσε πάνω από 1200 τραγούδια με την μοναδική τενόρα φωνή του, συνέθεσε κοντά στα 1000 τραγούδια, τα οποία ερμήνευσαν μεγάλα ονόματα του γαλλικού τργουδιού (Εντίθ Πιάφ, Ζιλιέτ Γκρεκό, Ζιλμπέρ Μπεκό) και πούλησε πάνω από 100 εκατομμύρια δίσκους. Παράλληλα διακρίθηκε για τους υποκριτικές του επιδόσεις, παίζοντας σε πάνω από 80 ταινίες.

Σε ηλικία 12 ετών πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία του Μαρσέλ Νταρουά «La Guerre des gosses» («Ο πόλεμος των παιδιών»).

Η μοναδική σχέση του με την Πιαφ

Την ίδια περίοδο ανακάλυψε το ταλέντο του να γράφει τραγούδια κάνοντας παραστάσεις σε καμπαρέ με τον Πιέρ Ρος. Ο Ρος έπαιζε πιάνο και ο Αζναβούρ τραγουδούσε. Καθοριστικό ρόλο στην αναγνώρισή του έπαιξε η γνωριμία του με την Εντίθ Πιαφ, η οποία πήρξε κρίσιμος μέντορας για τη μετέπειτα πορεία του αλλά και το ένα μέλος της επιφανούς τριάδας που ο ίδιος δήλωνε ότι τον ενέπνευσε όσο κανείς άλλος: «Ο Σαρλ Τρενέ για το γράψιμό του, η Πιαφ για το πάθος της και ο Μωρίς Σεβαλιέ για τον επαγγελματισμό του – και οι τρεις μαζί για την επιβλητική παρουσία τους στη σκηνή».

Συνέθεσε μεγάλο αριθμό των τραγουδιών, των λεγόμενων «θλιμμένων τραγουδιών» («tristesse chansons»), με πιο γνωστά τα «On ne sait jamais» («Κανείς ποτέ δεν ξέρει» ), («Comme des etrangers») («Σαν ξένοι») , «Ce jour tant attendu» («Η μέρα αυτή που τόσο περιμέναμε»).

Συνέθεσε επίσης την οπερέτα «Κύριος Καρνάβαλος» («Monsieur Carnaval»), που πρωτοανέβηκε στο Παρίσι στις 17 Δεκεμβρίου 1965, από την οποία ξεχώρισε το τραγούδι «La Bohème», που έγινε παγκόσμια επιτυχία και έγινε το τραγούδι σήμα-κατατεθέν του. Άλλες μεγάλες του επιτυχίες ήταν τα τραγούδια «La Mamma», «Emmenez-moi» («Πάρτε με») και το αγγλόφωνο «She» («Αυτή»).

Η πολιτική και ο ρόλος του

Ο Αζναβούρ συμμετείχε ενεργά στη γαλλική, αρμενική και διεθνή πολιτική καθώς η καριέρα του απογειωνόταν. Κατά τη διάρκεια των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2002, όταν ο συντηρητικός εθνικιστής Ζαν-Μαρί Λε Πεν του Εθνικού Μετώπου πέρασε στον επόμενο γύρο των εκλογών απέναντι στον τότε Γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ, ο Αζναβούρ υπέγραψε το υπόμνημα «Vive la France» και κάλεσε όλους τους Γάλλους να «τραγουδήσουν τη Μασσαλιώτιδα σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ο Σιράκ, προσωπικός φίλος του Αζναβούρ, κέρδισε τελικά τις εκλογές του 2002 με απόλυτη πλειοψηφία, λαμβάνοντας πάνω από το 82% του συνόλου των ψήφων.

Το ανθρωπιστικό του έργο για την Αρμενία

Τραγούδησε για προέδρους, πάπες και τη βασιλική οικογένεια αλλά και για εκδηλώσεις με ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ως απάντηση στον σεισμό που έπληξε την Αρμενία το 1988, ίδρυσε τον φιλανθρωπικό οργανισμό Aznavour for Armenia («Ο Αζναβούρ για την Αρμενία») μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Λεβόν Σαγιάν.

Μια πολύχρωμη ζωή

Παντρεύτηκε τρεις φορές: με τη Μισελίν Ριζέλ (1946), την Εβελίν Πλεσίς (1956) και την τελευταία σύζυγό του Ούλα Θόρσελ (1967) αποκτώντας 6 παιδιά τους Σέντα, Σαρλ, Πάτρικ, Κάτια, Μίσα και Νικολάς. Το 1990 έδωσε πληροφορίες για τη ζωή του στον συγγραφέα-σκηνοθέτη Μίκαελ Φίνεϊ Κάλαν για χάρη της σειράς My Riviera, τα γυρίσματα της οποίας πραγματοποιήθηκαν στο εσωτερικό και στη γύρω περιοχή από το σπίτι του Αζναβούρ στο Πορτ Γκριμόντ στη νότια Γαλλία.

Την 1η Οκτωβρίου 2018 ανακοινώθηκε ο θάνατός του, σε ηλικία 94 ετών. Ήταν ο μοναδικός στον κόσμο καλλιτέχνης που προς τιμή του έχει ανεγερθεί μνημείο, στο οποίο φέρεται ο ανδριάντας του.