Εμετικά πρωτοσέλιδα που στάζουν πατριαρχία, σεξισμό και χυδαιότητα. Χιλιάδες σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βασισμένα σε ψευδείς παραδοχές, τα οποία αναπαράγουν τα πλέον παγιωμένα στερεότυπα γύρω από τον βιασμό. Μεθοδευμένη δολοφονία χαρακτήρα του θύματος με βρώμικα υπονοούμενα για την προσωπικότητα, το ήθος, την ηλικία, τα κίνητρα. Χιουμοράκι πάνω από μια καταγγελία για κακούργημα με το οποίο δεν γέλασε κανείς. Και, πάνω από όλα, διαρροή των προσωπικών στοιχείων του θύματος, με την οποία ήδη ασχολείται η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αφού βέβαια πρώτα η ζημιά έγινε.

Αυτά είναι μόνο μερικά από όσα υπέστη η Ελένη Χρονοπούλου, δικηγόρος, νομική σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, από όταν έγινε γνωστό ότι είχε καταγγείλει τον Αλέξη Γεωργούλη για βιασμό και πρόκληση σωματικής βλάβης στις αρχές του 2020. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, στο ελληνικό Τwitter το παγκόσμιο κίνημα #ΜeΤoo μετατράπηκε σε #μυτού και η ίδια, όπως έγραφε χρήστης του μέσου, σε «ύπουλη πόρνη που πρέπει για τα ψεύδη της να παταχθεί πατριαρχικά». Οσοι συμμετέχουν στις διαδικτυακές επιθέσεις εναντίον της – ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες – άραγε έχουν σκεφτεί αν κάποιο άλλο θύμα, που διαβάζει τα tweets τους, τα οποία επαναθυματοποιούν την καταγγέλλουσα, θα διστάσει στο μέλλον να προβεί σε καταγγελία και θα πει «άσ’ το καλύτερα», αφήνοντας έναν κακοποιητή να δρα ανενόχλητος; Ή, σε περίπτωση που το θύμα κινείται στον χώρο της πολιτικής, αν θα εύχεται να μη συμπέσει η δημοσιοποίηση της καταγγελίας με την προεκλογική περίοδo για να μη δεχθεί και τα πυρά κομματικών στρατών που πρώτα «διαλύουν» ανθρώπους κι έπειτα ζητούν συγγνώμη;

«Το θύμα φταίει»

«Αναρωτιόμαστε γιατί οι περισσότερες γυναίκες που υφίστανται βία από πρώην και νυν συντρόφους ή συζύγους δεν την καταγγέλλουν», σημειώνει στα «ΝΕΑ» η Μαρία Στρατηγάκη, καθηγήτρια Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γυναικών Πανεπιστημιακών (ΕΛΕΓΥΠ). «Ο κυριότερος λόγος είναι ότι ξέρουν ότι διατρέχουν έναν νέο κίνδυνο μετά την καταγγελία. Να υποστούν την κατακραυγή ή τον εξευτελισμό αυτήν τη φορά όχι από τον φυσικό δράστη, αλλά από τον ηθικό αυτουργό του εγκλήματος, δηλαδή ένα μέρος της κοινής γνώμης όπως εκφράζεται σε ορισμένα ΜΜΕ και στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης. Αν μάλιστα συντρέχουν και άλλοι λόγοι όπως πολιτικές σκοπιμότητες, ο σεξισμός ενώνεται με τον λαϊκισμό και το αποτέλεσμα είναι αυτό που είδαμε στην περίπτωση της καταγγέλλουσας. Αποδίδονται ευθύνες στο θύμα αντί για τον δράστη, διαρρέουν προσωπικά δεδομένα και σπιλώνονται χαρακτήρες και απαξιώνονται διεθνή κινήματα.

Ο διάχυτος κοινωνικά σεξισμός θεωρεί ότι το θύμα φταίει για το έγκλημα, γιατί προκάλεσε ή δεν αντέδρασε έγκαιρα. Ευφάνταστες δικαιολογίες επιστρατεύονται για να αποσιωπηθεί η παραβίαση μιας βασικής αρχής που έχει αποτυπωθεί και στον ποινικό κώδικα. «Χωρίς συναίνεση είναι βιασμός» ήταν το σύνθημα των πρόσφατων φεμινιστικών κινητοποιήσεων που απέδωσαν καρπούς. Αν δεν σεβαστούμε αυτή την αρχή η σεξουαλική βία γίνεται ανεκτή, οι βίαιοι άνδρες απαλλάσσονται από την ενοχή, τα θύματα θυματοποιούνται ξανά και ο δημόσιος λόγος επιστρέφει στην προ της πανδημίας εποχή, πριν η συζυγική βία και η γυναικοκτονία αρχίσουν να αναγνωρίζονται ως σεξιστικά εγκλήματα», αναφέρει η Μ. Στρατηγάκη και προσθέτει: «Ευτυχώς που η καταγγέλλουσα αντέδρασε γρήγορα και ξεκάθαρα ως προς τον χρόνο και τη διαδικασία της καταγγελίας αποκαλύπτοντας έτσι τον παραλογισμό του σεξισμού που μπορεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα των συνθηκών της έμφυλης βίας, ιδιαίτερα εκ μέρους πολιτικών προσώπων».