To streaming έσωσε τη μουσική βιομηχανία από τα σαγόνια του Διαδικτύου. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια συντμημένη απάντηση στην ερώτηση «πόσο και πώς επηρέασε η τεχνολογική εξέλιξη τη μουσική» – σε επίπεδο παραγωγής και βεβαίως αναπαραγωγής και ακρόασης. Αυτό το ψηφιακό περιβάλλον που αναπτύχθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, βάζοντας τους δικούς του όρους, δεν άφησε ανεπηρέαστη την τέχνη της μουσικής. Απειρη χωρητικότητα, αμέτρητοι δίσκοι σε GB, πρόσβαση σχετικά με ό,τι νέο κυκλοφορεί ένας καλλιτέχνης σχεδόν σε real time, άμεση επικοινωνία. Αλλά πώς από ακροατές και εραστές της μουσικής γίναμε influencers; Πώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και ειδικά το TikTok ως τελευταίο «κοσκινάκι» της ψηφιακής κοινωνίας, κατέστησαν το πρώτο σε ακροάσεις μέσο για τους εφήβους; Πώς απωλέσαμε την ανάγκη της πολύτιμης αίσθησης της αφής, όταν οι πάμπολλες αναλύσεις επιφανών γύρω από την τέχνη της μουσικής διατείνονται ότι η σπουδαιότητά της έγκειται στην ενεργοποίηση της λειτουργίας όλων των αισθήσεων;

Σύμφωνα με μια παγκόσμια μελέτη την οποία διεξήγαγε η International Federation of the Phonographic Industry, ένας ακροατής άκουσε το 2021, κατά μέσο όρο, 18 ώρες μουσική την εβδομάδα. Και αυτός ο αριθμός δεν προκαλεί έκπληξη, αφού υπάρχει πρόσβαση στη μουσική σχεδόν από κάθε ηλεκτρονική συσκευή που χρησιμοποιεί  όπου και αν βρίσκεται ο άνθρωπος: τηλεόραση, υπολογιστές, κινητά και, φυσικά, ραδιόφωνο. H ευκολία κατάκτησης αυτής της προσβασιμότητας έχει πίσω της πολλούς αιώνες έρευνας και τεχνολογικής εξέλιξης και καταδεικνύει τον ιστορικό κύκλο της διαδρομής της: η μουσική ξεκίνησε άυλη και κατέληξε άυλη.

Σύντομη ιστορία

Μέχρι το 1860 η ακρόαση της μουσικής, και μάλιστα για τους προνομιούχους, γινόταν μόνο μέσα από τις ζωντανές εμφανίσεις μέσω συναυλιών. Το θαύμα της ηχητικής καταγραφής, και δη της ανθρώπινης φωνής, έγινε το 1860 με το λαϊκό γαλλικό τραγούδι «Au clair de la lune», όταν ο πρώιμος πρόγονος του φωνογράφου – του γάλλου εφευρέτη Édouard-Léon Scott de Martinville – που χρησιμοποιήθηκε περιελάμβανε μια κινούμενη βελόνα η οποία κατέγραφε τις κινήσεις που προκαλούσε ο θόρυβος πάνω σε ένα χαρτί. Ετσι ο άνθρωπος άκουσε για πρώτη φορά στην Ιστορία την ίδια του τη φωνή. Η δεύτερη σημαντική ημερομηνία είναι το 1877, όταν ο Τόμας Εντισον (1847-1931) εφηύρε τον φωνόγραφο, ο οποίος μπορούσε να ηχογραφεί και να αναπαράγει ήχο. Πρόκειται για δύο καινοτομίες που κατέστησαν δυνατή την εγγραφή, την αναπαραγωγή και την επεξεργασία του ήχου.

Τα πρώτα ηλεκτρονικά όργανα – τα οποία προοικονόμησαν κατά κάποιον τρόπο την ψηφιακή επανάσταση – εμφανίστηκαν έναν αιώνα αργότερα, το 1950. Τα συνθεσάιζερ – τα οποία μπορούσαν να μιμηθούν ακουστικούς ήχους – γνώρισαν την κορύφωση της δημοτικότητάς τους τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Ετσι ο ψηφιακός προγραμματισμός άρχισε να εισάγεται σιγά σιγά στις μελωδίες μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής, όπως ο Φιλ Κόλινς, η Τίνα Τάρνερ, ο Μάικλ Τζάκσον, ο Στιβ Γουόντερ, η Μαντόνα. Και το ποτάμι της ψηφιακής ιστορίας συνεχίζει να κυλάει αλλάζοντας συνεχώς τον τρόπο που παράγεται η μουσική, που μεταδίδεται αλλά και που ακούγεται.

Δημήτρης Γιαρμενίτης

Διευθυντής της GEA

«Μια υπέροχη περίοδος πρόσβασης»

Ως λάτρης της μουσικής, συλλέκτης δίσκων -«παιδί» του Γιάννη Πετρίδη – και φανατικός ακροατής ραδιοφώνου και πια και του streaming, πιστεύω ότι ζούμε την καλύτερη περίοδο δυνατότητας ακρόασης της μουσικής. Οι ψηφιακές πλατφόρμες streaming, τα δορυφορικά και ιντερνετικά ραδιόφωνα, δίνουν σε όλες τις ηλικίες την πρωτοφανή δυνατότητα πρόσβασης στη μουσική για όλα τα γούστα. Το ραδιόφωνο ανοίγεται στις τεχνολογικές ευκαιρίες ώστε να δίνει πρόσβαση μέσω Internet και δορυφόρων (web radios – Digital Audio Broadcasting – DAB – παράδειγμα SiriusXM στις ΗΠΑ) σε όλα τα κοινά με εξειδικευμένα ρεπερτόρια αλλά επαναφέροντας και τη θερμότερη σχέση / ζωντανή δέσμευση με παρουσιαστές, φεύγοντας από το ψυχρό playlist που ούτως ή άλλως το κοινό μπορεί να το βρει και να φτιάξει στις παγκόσμιου και τοπικού ρεπερτορίου ψηφιακές πλατφόρμες streaming Spotify, Apple Music, Deezer, Tidal κ.λπ. Ζούμε μια υπέροχη περίοδο πρόσβασης στη μουσική όλου του πλανήτη και στη δυνατότητα και τα τοπικά ρεπερτόρια να γίνουν παγκόσμια γνωστά με μοναδική ευκολία.

Νίκος Στεφανάκης

operations manager IFBI

«Αυξάνεται διαρκώς ο όγκος των δεδομένων»

Η πρώτη μετάβαση της μουσικής στην ψηφιακή εποχή θα μπορούσε κανείς να πει ότι ξεκίνησε με το Napster το 1999. Από τότε και για σειρά ετών τόσο η εγχώρια όσο και η διεθνής δισκογραφία ταλαιπωρήθηκαν πάρα πολύ από τη διαδικτυακή πειρατεία και τους παράνομους διαμοιρασμούς μουσικής που στερούσαν τους δικαιούχους από τα νόμιμα έσοδά τους, αλλά απέφεραν πολύ μεγάλα ποσά σε όσους διαχειρίζονταν τις παράνομες ιστοσελίδες.

Εκτός από την οικονομική σκοπιά, ένας λόγος που οι παράνομες υπηρεσίες διαδόθηκαν τόσο πολύ ήταν η ταχεία πρόσβαση σε τεράστιο όγκο μουσικών έργων. Μάλιστα, ήταν τόσος ο όγκος που πολλοί χρήστες «κατέβαζαν» τραγούδια μόνο και μόνο για συλλεκτικούς λόγους, αφού ο όγκος των δισκογραφιών ήταν τέτοιος που απαιτούνταν δεκάδες χρόνια για να ακούσει κάποιος όλα τα τραγούδια που συγκέντρωσε. Φυσικά όλος αυτός ο όγκος απαιτούσε και αποθηκευτικούς χώρους, κι έτσι οι χρήστες αναγκάζονταν να προβαίνουν σε αγορά όλο και μεγαλύτερων σκληρών δίσκων.

Τη σκυτάλη της επόμενης τεχνολογικής εξέλιξης πήρε το YouΤube το 2005, το οποίο με την τεχνολογία streaming έδινε τη δυνατότητα πρόσβασης στη μουσική, και μάλιστα σε οπτικοακουστικό περιεχόμενο, χωρίς να απαιτείται η αποθήκευση του περιεχομένου. Ηταν πλέον θέμα χρόνου να εμφανιστεί στην αγορά το Spotify το 2008, το οποίο χρησιμοποιώντας επίσης τεχνολογία streaming, αλλά παρέχοντας μόνο ακουστικό περιεχόμενο, απαιτούσε λιγότερους διαδικτυακούς πόρους και παρείχε ακουστική ευελιξία.

Οσον αφορά την Ελλάδα, οι παραπάνω τεχνολογίες και η εξάπλωσή τους ευνοήθηκαν από την εξάπλωση του Διαδικτύου και την ένταση του ανταγωνισμού των τηλεπικοινωνιακών παρόχων, που προσέφεραν όλο και υψηλότερες ταχύτητες σε όλο και πιο ανταγωνιστικές τιμές, επεκτείνοντας την εξέλιξη και στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Σήμερα, μπορεί να μην έχουμε στη χώρα μας το φθηνότερο Internet σε σχέση με άλλες χώρες, όμως η πλειονότητα των πολιτών διαθέτει πρόσβαση στο Διαδίκτυο μέσω σύνδεσης σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας. Το ευτυχές της υπόθεσης είναι ότι οι τεχνολογικές συγκυρίες, σε συνδυασμό με τις προσιτές τιμές πρόσβασης σε νόμιμες μουσικές υπηρεσίες, έχουν κατευθύνει τις καταναλωτικές μας συνήθειες προς τη νομιμότητα, αυξάνοντας διαρκώς τον όγκο των δεδομένων. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που συγκεντρώνουμε για το IFPI Digital Singles Chart. Από το 2018 που ξεκίνησε η έκδοσή του, το σύνολο των streams μόνο από τις πλατφόρμες που συμμετέχουν στο chart γιγαντώνεται χρόνο με τον χρόνο.

Γιάννης Πετρίδης

μουσικός παραγωγός

«Χάρη στην τεχνολογία έπαιξα άλμπουμ των U2 τη στιγμή που βγήκε»

Αγαπάω το φυσικό προϊόν: το βινύλιο ή τα CD, με αυτά δηλαδή που μεγάλωσα. Ομως έβλεπα ότι τα πράγματα άλλαζαν από τη δεκαετία του ’90 όταν ήρθε οριστικά το CD. Αν είχα μείνει στο βινύλιο θα ήμουν ένας παρωχημένος παραγωγός. Αν μετά την πτώση του CD δεν είχα τη διάθεση να ακούω τα καινούργια, να ξεχωρίζω και να αγαπάω κάποια από αυτά, τότε θα ήμουν επίσης ένας παρωχημένος παραγωγός. Την ακρόαση των καινούργιων τραγουδιών και δη από τη διεθνή σκηνή έχουμε τη δυνατότητα να την κάνουμε από το Διαδίκτυο. Πιστεύω ότι η τεχνολογία σε αρκετούς τομείς της δουλειάς μου με έχει διευκολύνει. Γιατί πολύ γρήγορα ανακαλύπτω τις νέες κυκλοφορίες που βγαίνουν αμέσως την Παρασκευή και μπορώ να τις αναμεταδώσω. Ετσι λοιπόν κάνω έναν συνδυασμό των καινούργιων κομματιών που βγαίνουν στο Διαδίκτυο και των παλαιότερων που εξακολουθώ να φέρνω το φυσικό προϊόν. Πιστεύω ότι το Διαδίκτυο βοήθησε πολύ τους μουσικούς παραγωγούς διότι έχουν άμεση πρόσβαση σ’ έναν απεριόριστο πλούτο μουσικής. Εάν ο παραγωγός έχει τη διάθεση και τις γνώσεις μπορεί να ξεχωρίσει τα καλύτερα από τα μέτρια και από αυτά που δεν έχει σημασία να ακουστούν. Χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας, για παράδειγμα, την ίδια στιγμή που βγήκε το άλμπουμ των U2, το έπαιξα στο ραδιόφωνο. Βεβαίως θα τα αγοράσω για να συνδεθώ περισσότερο μαζί τους. Πιστεύω ότι μόνο αν το πιάσεις στα χέρια σου το φυσικό προϊόν, ξεφυλλίσεις τους στίχους , έρχεσαι πιο κοντά στον καλλιτέχνη. Λειτουργεί δηλαδή ακόμη η αίσθηση της αφής.

Γιώργος Μουχταρίδης

μουσικός παραγωγός, διευθυντής του Athens Voice Radio

«Δεν μπορώ να κάνω εκπομπή χωρίς ηχολήπτη»

Είμαι από τους παραγωγούς που εργάστηκαν με ηχολήπτη μέσα στο στούντιο – έτσι ξεκίνησα. Υπήρξε και μια εποχή που δεν είχα. Εκτός από την ΕΡΤ η οποία επιβάλλει να έχεις ηχολήπτη, στα υπόλοιπα ελληνικά ραδιόφωνα μπορείς ως παραγωγός να χειρίζεσαι μόνος σου την κονσόλα. Η τεχνολογία έχει βοηθήσει πολύ – και – το ραδιόφωνο. Πριν από 25 χρόνια όταν έπρεπε να κάνεις μοντάζ μιας εκπομπής σημείωνες πάνω στην μπομπίνα με την κιμωλία το σημείο που πρέπει να κόψεις και το σημείο που θα κολλήσεις. Αυτό σήμερα σε ένα production μπορεί να δουλέψει στο 1/10 του χρόνου, με μεγαλύτερη ακρίβεια και καλύτερη προσέγγιση του ήχου.

Εγώ όμως που κάνω μια εκπομπή δημοσιογραφική-ενημερωτική, που σημαίνει ότι έχω μπροστά μου εφημερίδες, βιβλία κ.λπ., ανοιχτές οθόνες, δεν είναι εύκολο να κάνω εκπομπή χωρίς ηχολήπτη. Για μένα είναι απαραίτητος τεχνικά και επιπροσθέτως είναι το άλλο μου μισό μέσα στο στούντιο. Ενας άνθρωπος που μπορώ να μιλάω και πολλές φορές με βγάζει από μια ανασφάλεια του ποιος με ακούει. Είναι το έξτρα που απαιτείται, κατά την άποψή μου, για να κάνεις μια πρωινή εκπομπή. Οσες φορές στο παρελθόν χειριζόμουν μόνος την κονσόλα υπήρχε ένας περίεργος ηλεκτρισμός: τα έχεις όλα στα χέρια σου, νιώθεις ο απόλυτα κυρίαρχος, αλλά είναι ένα χαρακτηριστικό που ανήκει περισσότερο στον DJ και όχι στον δημοσιογράφο. Εγώ θέλω να έχω ηχολήπτη τόσο γιατί νιώθω ότι εκείνη τη στιγμή μοιράζομαι με κάποιον το στούντιο, έχω δηλαδή έναν ακροατή ο οποίος μπορεί να μου δώσει μια πάσα, και επίσης μπορώ να κάνω περισσότερα πράγματα που τα θεωρώ πιο χρήσιμα.