Την περασμένη Δευτέρα, 5 Δεκεμβρίου, έφτασε στην Τουρκία μια μεγάλη αντιπροσωπεία από το Ισραήλ, προκειμένου να λάβει μέρος σε μια διάσκεψη ανάμεσα σε εκπροσώπους 60 ισραηλινών επιχειρήσεων με τούρκους ομολόγους τους. «Πρόκειται για την τελευταία ένδειξη της αναθέρμανσης των σχέσεων οι οποίες επιδεινώθηκαν το 2010, μετά την εισβολή Ισραηλινών σε τουρκικό στολίσκο, ο οποίος είχε προορισμό τη Λωρίδα της Γάζας», σημείωνε το Bloomberg. «Η πρόσφατη εξομάλυνση των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ αντανακλάται θετικά στις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις δύο χώρες», τόνιζε το Τουρκικό Εξαγωγικό Επιμελητήριο.

Πράγματι, μετά την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων και την ανταλλαγή πρέσβεων ανάμεσα στις δύο χώρες, τον Σεπτέμβριο, πληθαίνουν τα στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η περίοδος των προστριβών και της αντιπαράθεσης έχει παρέλθει. Κι αυτό, με τη σειρά του, θα οδηγεί σε ολοένα καλύτερο κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες.

Οι βαριές κατηγορίες

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι κάπως διαφορετική. Αφενός, επειδή η πολυτάραχη ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και την Τουρκία αποδεικνύει πως οι ανατροπές μπορούν να έλθουν ανά πάσα στιγμή και αφετέρου, επειδή οι Ισραηλινοί παραμένουν εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι στον Ερντογάν, θεωρώντας τον αφερέγγυο και απρόβλεπτο. Ειδικά δε μετά τον πρόσφατο εκλογικό θρίαμβο του Μπενιαμίν Νετανιάχου και τη σχεδόν βέβαιη επιστροφή του στην πρωθυπουργία τα πράγματα δεν αποκλείεται να δυσκολέψουν πάλι.

Ουδείς ξεχνά – και πρωτίστως ο ίδιος ο Νετανιάχου – ότι ο Ερντογάν τον είχε αποκαλέσει «εισβολέα, τρομοκράτη, καταπιεστή και κλέφτη» το 2018, χρονιά κατά την οποία διακόπηκαν πλήρως οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο δε Μεβλούτ Τσαβούσογλου τον είχε χαρακτηρίσει «φονέα μωρών».

Συμφέρον και ανταλλάγματα

Επειδή όμως κινητήρια δύναμη της διπλωματίας και των διεθνών σχέσεων είναι το συμφέρον – «δεν χωράνε μνησικακίες», είχε πει πρόσφατα ο Ερντογάν, αναφερόμενος στα σχέδια συνάντησής του με τον Μπασάρ αλ Ασαντ, τον οποίο επίσης έχει περάσει… γενεές δεκατέσσερις -, τίποτε δεν πρέπει να αποκλειστεί. Πολύ περισσότερο καθώς ο Ερντογάν έχει αυτή την περίοδο πιο ανάγκη παρά ποτέ τις καλές σχέσεις με τη «γειτονιά» του (Ισραήλ, Αίγυπτος, αραβικά κράτη, όπως επίσης και Ελλάδα), στην οποία επί χρόνια κινδύνευσε να απομονωθεί ερχόμενος παράλληλα σε αντιπαράθεση και με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Οι βασικοί λόγοι γι’ αυτή τη στροφή είναι δύο: ο ένας έχει να κάνει με την πρόθεσή του να «κλείσει το μάτι» στην Ουάσιγκτον, αποδεικνύοντας ότι η Τουρκία είναι πολύτιμος σύμμαχος στην περιοχή. Οσο για τον άλλο, προκύπτει από την τεράστια ανάγκη του για ρευστότητα και αύξηση των εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της περιοχής, καθώς η τουρκική οικονομία κινείται εδώ και μήνες επί ξυρού ακμής και οι επόμενες εκλογές (στις οποίες ο ίδιος δήλωσε πως θα είναι για τελευταία φορά υποψήφιος ) απέχουν μόλις 6 μήνες.

Η αποκατάσταση καλών σχέσεων με το Ισραήλ, λοιπόν, αποτελεί προϋπόθεση για να ευοδωθούν οι επιδιώξεις του Ερντογάν, ειδικά καθώς αυτό βρίσκεται σε φάση προσέγγισης με τα περισσότερα αραβικά καθεστώτα. Είναι βέβαιο, ωστόσο, ότι Ισραήλ και Νετανιάχου θα ζητήσουν σοβαρά ανταλλάγματα – ενώ, ακόμη και αν τα πάρουν, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο οι διμερείς σχέσεις να επιστρέψουν στη «χρυσή δεκαετία» του ’90.