«Στη μάχη τίποτα δεν είναι ποτέ τόσο καλό ή τόσο κακό όσο θα ήθελαν οι πρώτες αναφορές των ενθουσιασμένων ανδρών» σημείωσε ο Γουίλιαμ Σλιμ, ένας διάσημος βρετανός στρατάρχης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Royal United Services Institute, ένα think tank στο Λονδίνο, δημοσίευσε λεπτομερή έκθεση σχετικά με τα διδάγματα από τους πρώτους πέντε μήνες του πολέμου, μια περίοδο κατά την οποία η Ουκρανία βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό σε άμυνα. Οι συγγραφείς – μεταξύ των οποίων ο Μικαΐλο Ζαμπρόντσκι, ουκρανός αντιστράτηγος – είχαν εκτεταμένη πρόσβαση σε ουκρανικά στρατιωτικά δεδομένα και αποφάσεις.

Η εισβολή απέτυχε, αλλά δεν ήταν προδιαγεγραμμένο να γίνει έτσι, γράφει ο «Economist». Ο ρωσικός στρατός διέθετε 12 στρατιώτες βόρεια του Κιέβου για καθέναν Ουκρανό και η Ρωσία επιτέθηκε αεροπορικώς στο 75% των σταθερών εγκαταστάσεων αεράμυνας της Ουκρανίας τις πρώτες 48 ώρες του πολέμου. Ρωσική κυβερνοεπίθεση διέκοψε με επιτυχία τις δορυφορικές επικοινωνίες της Ουκρανίας. Η Ουκρανία άντεξε αυτόν τον αρχικό αιφνιδιασμό σε μεγάλο βαθμό επειδή είχε την προνοητικότητα να διασκορπίσει τα αποθέματα πυρομαχικών της από τα κύρια οπλοστάσια μία εβδομάδα πριν από την εισβολή, με τις προσπάθειες αυτές να επιταχύνονται τρεις ημέρες πριν από τον πόλεμο. Τα αεροσκάφη και τα συστήματα αεράμυνας διασκορπίστηκαν μέσα σε λίγες ώρες από την επίθεση. Ως αποτέλεσμα, μόνο το 1/10 των κινητών εγκαταστάσεων αεράμυνας επλήγη.

Η απόκρυψη είναι μια επιλογή, αλλά είναι «εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθεί», τονίζεται στην έκθεση, επειδή διαφορετικοί τύποι αισθητήρων – όπως οπτικές κάμερες που καταγράφουν την κίνηση, θερμικές που αντιλαμβάνονται τη θερμότητα και ηλεκτρονικές κεραίες που καταγράφουν τις εκπομπές των ασυρμάτων – μπορούν να «διαστρωθούν» το ένα πάνω στο άλλο για να εντοπίσουν ακόμα και καλά κρυμμένα στρατεύματα. Ο καλύτερος τρόπος επιβίωσης για τους στρατιώτες είναι απλώς να διασκορπιστούν και να κινηθούν πιο γρήγορα από όσο μπορεί να τους εντοπίσει ο εχθρός. Ακόμα και οι ουκρανικές ειδικές δυνάμεις, που τείνουν να λειτουργούν σε μικρές ομάδες, εντοπίζονται από ρωσικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη εάν παραμείνουν σε ένα μέρος για πολύ καιρό.

Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, οι αντιαρματικοί πύραυλοι Javelin και NLAW που προμηθεύτηκαν από την Αμερική και τη Βρετανία δεν έσωσαν την κατάσταση. Ούτε τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη ΤΒ2 της Τουρκίας, τα οποία δύσκολα επιβίωναν μετά την τρίτη ημέρα. Ο καθοριστικός παράγοντας ήταν πιο πεζός – αυτό που κυρίως δυσκόλεψε τους Ρώσους βόρεια του Κιέβου ήταν δύο ταξιαρχίες πυροβολικού που έριχναν συνεχώς.

Η Ουκρανία διατήρησε την «ισοτιμία πυροβολικού» για περίπου έξι εβδομάδες, πολύ περισσότερο από ό,τι θα μπορούσε να έχει καταφέρει σχεδόν οποιοσδήποτε δυτικός στρατός υπό τις ίδιες συνθήκες. Στη συνέχεια άρχισε να ξεμένει από βλήματα, δίνοντας στη Ρωσία ένα πλεονέκτημα δέκα προς ένα στον όγκο πυρός μέχρι τον Ιούνιο, μια ανισορροπία που διατηρήθηκε ώσπου το Κίεβο έλαβε προηγμένα δυτικά συστήματα πυροβολικού, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών HIMARS.

Ενα βασικό μάθημα από την Ουκρανία είναι πως οι στρατοί χρειάζονται περισσότερα μη επανδρωμένα αεροσκάφη από ό,τι νομίζουν. Περίπου το 90% των drones που χρησιμοποιήθηκαν από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου καταστράφηκαν. Το μέσο προσδόκιμο ζωής ενός drone ήταν περίπου έξι πτήσεις. Μια τέτοια φθορά θα κατέστρεφε τα σμήνη drones των ευρωπαϊκών στρατών μέσα σε λίγες ημέρες.

Αυτό δίνει προτεραιότητα στα φθηνά και απλά συστήματα, τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν ως σχεδόν αναλώσιμα. Ο σημαντικότερος τρόπος αντιμετώπισης των μη επανδρωμένων αεροσκαφών είναι η χρήση ηλεκτρονικού πολέμου. Τα ουκρανικά στοιχεία δείχνουν ότι μόνο το ένα τρίτο των αποστολών των μη επανδρωμένων αεροσκαφών αποδεικνύεται επιτυχές.