Η παράσταση «Όπου κι αν πας να μη χαθείς» βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Νίκου Σκορίνη και σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη έως Κυριακή στην Πάνω Σκηνή του «Από Μηχανής» Θεάτρου για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, μέχρι την Κυριακή 12 Ιουνίου.

Τους ρόλους υποδύονται οι ηθοποιοί Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Θεοδόσης Σκαρβέλης, Δημήτρης Μπούρας, Δήμητρα Μάζη, Δάφνη Δίγκα και Θανάσης Κορλός.

Το μυθιστόρημα, το οποίο έχει έως σήμερα πουλήσει πάνω από 20.000 αντίτυπα, γίνεται η αφετηρία για τη δημιουργία ενός πρωτότυπου θεατρικού κειμένου γεννημένου εξολοκλήρου μέσα από τη διαδικασία των προβών.

Πότε σε πρώτο πρόσωπο και πότε σε τρίτο, άλλοτε σε μορφή προσωπικής μαρτυρίας με συχνές αναφορές στη σπαρακτική ερωτική αλληλογραφία του κεντρικού ήρωα και μετά ξανά πίσω στη γειωμένη πραγματικότητα και τα γεγονότα της πολιτικής σκηνής, το «Όπου κι αν πας να μη χαθείς» λειτουργεί ως ένα σύγχρονο «έπος», μια σύγχρονη Οδύσσεια στην οποία ξετυλίγεται η Ιστορία της νεότερης Ελλάδας από τη δεκαετία του 1950 έως και τις μέρες μας και μαζί η ξενιτιά, η δικτατορία, τα κινήματα, η μεταπολίτευση, η πτώση του ανατολικού μπλοκ κ.α. Η περιπλάνηση του κεντρικού ήρωα Ορέστη στους τόπους της Ιστορίας, γίνεται ένα ταξίδι με προορισμό την προσωπική του «Ιθάκη» αλλά ταυτόχρονα αντανακλά την προσδοκία και τη ματαίωση μιας ολόκληρης εποχής.

Η λογοτεχνία, το θέατρο και η Ιστορία συνομιλούν σκηνικά, η αφήγηση και η δράση εναλλάσσονται δημιουργικά έτσι ώστε να απολαμβάνουμε επί σκηνής μια παράσταση γεμάτη συγκίνηση, χιούμορ, ατμόσφαιρες, ανατροπές, μια παράσταση στην οποία η «μεγάλη» Ιστορία συναντιέται με τις ιστορίες των χαρακτήρων που έρχονται να μας τις εκμυστηρευτούν και μαζί να ξυπνήσουν και δικές μας μνήμες.

Ο Δημήτρης Μυλωνάς μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, για την ιστορία μέσα από το θέατρο και τις προσωπικές Οδύσσειες.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Το «Όπου κι αν πας, μην χαθείς» εκτός από ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, χαρακτηρίζεται από έντονη θεατρικότητα γεγονός άκρως δελεαστικό για έναν σκηνοθέτη. Πότε σε τρίτο πρόσωπο και πότε σε πρώτο, άλλοτε σε μορφή ημερολογίου, με συχνές αναφορές στη σπαρακτική ερωτική αλληλογραφία του κεντρικού ήρωα Ορέστη, και μετά ξανά πίσω στη γειωμένη πραγματικότητα και τα γεγονότα της πολιτικής σκηνής, προσφέρει ένα συναρπαστικό πεδίο σύνθετου σκηνικού παιχνιδιού: χιούμορ, συγκίνηση, δράση, ατμόσφαιρες, ανατροπές είναι λίγα από τα πολύτιμα υλικά που συναντάμε στο βιβλίο και ήμουν εξαρχής βέβαιος ότι θα μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας θεατρικής μεταφοράς που ενώ δεν ξεχνάς ποια είναι η αφετηρία της, ταυτόχρονα σου επιτρέπει να κινηθείς και πέρα απ’ αυτήν με προσανατολισμό τη δημιουργία ενός αυτόνομου καλλιτεχνικού έργου.

Πόσο δύσκολο ήταν να στήσει το θεατρικό κείμενο εξ ολοκλήρου μέσα από τη διαδικασία των προβών;

Η θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος δεν ήταν μια εργασία «από το σπίτι» αλλά προέκυψε μέσα από τη διαδικασία των προβών ως ένας ζωντανός οργανισμός που γεννήθηκε επί σκηνής. Κρατώντας τις κεντρικές θεματικές του βιβλίου, επιχειρήσαμε αφενός να δώσουμε τρισδιάστατη ύπαρξη στους ήρωες και τα γεγονότα κι αφετέρου να αναζητήσουμε σε αυτήν τη σύγχρονη «Οδύσσεια» τους εαυτούς μας ως φορείς αφήγησης μιας ιστορίας που συνομιλεί με τη νεότερη Ιστορία του τόπου και συναντιέται τόσο με τις προσωπικές μας αναφορές και βιώματα όσο και με τη συλλογική μνήμη. Με ενδιέφερε εξαρχής να επικεντρωθώ τόσο ο ίδιος προσωπικά ως σκηνοθέτης όσο και οι ηθοποιοί του θιάσου που συμμετείχαν ενεργά στη διαδικασία της διασκευής, στο να αποδοθεί σκηνικά η ματιά μας πάνω στο βιβλίο, η προσωπική μας αφήγηση του βιβλίου αλλά και των θεμάτων που εγείρει.

Πώς μέσα από την παράστασή σας περνάει η νεότερη ελληνική ιστορία;

Σκοπός μας ασφαλώς δεν είναι να κάνουμε επί σκηνής ένα «μάθημα Ιστορίας» αλλά να ανιχνεύσουμε και να παρουσιάσουμε με τα εργαλεία που μας παρέχει η Τέχνη μας, την προσωπική μας κατάθεση κι εμπλοκή με τα γεγονότα που διαδραματίζονται και με τα οποία κάπως, κάπου συναντιόμαστε. Αυτό το «κάπως» και το «κάπου» επιθυμώ να καταφέρουμε να μοιραστούμε με τους θεατές.

Πώς συνομιλούν στην παράσταση η ιστορία, το θέατρο και η λογοτεχνία;

Συνδετικός κρίκος όλων των παραπάνω είναι η σκηνή, μια περιοχή απόλυτης ελευθερίας αλλά και τεράστιας ευθύνης απέναντι στο κοινό πόσω μάλλον δε, όταν έχεις ως καλλιτέχνης να διαχειριστείς υπαρκτά γεγονότα και μάλιστα σχετικά πρόσφατα. Για μένα είναι πολύ συγκινητικό να βλέπω τους ηθοποιούς, οι περισσότεροι εξ’ αυτών νεότατοι σε ηλικία, να προσπαθούν να «μιλήσουν» την Ιστορία με έναν τρόπο που τους ακουμπάει προσωπικά άρα ακουμπάει στο σήμερα.

Αυτό το ταξίδι του Οδυσσέα στους τόπους της ιστορίας, μπορεί να καταλήξει σε μια προσωπική Ιθάκη;

Κάθε ταξίδι καταλήγει σε μια προσωπική Ιθάκη ανεξάρτητα αν ο εκάστοτε Οδυσσέας καταφέρει να φτάσει στον προορισμό του. Η αναζήτηση, το ανήσυχο πνεύμα, ο μη συμβιβασμός, ο αγώνας και η αγωνία για την ανακάλυψη αλλά και τη σύνθεση ενός καλύτερου -μεταφορικά ή κυριολεκτικά- «τόπου», αυτά καθιστούν την προσωπική μας Ιθάκη.

Μπορεί να ισχύει ο τίτλος του έργου «όπου κι αν πας, να μην χαθείς» όταν το ταξίδι έχει τόσες δυσκολίες;

Τα εύκολα ταξίδια δεν μένουν στη μνήμη, χάνονται, εκείνα όμως που μας οδηγούν στο να κατανοήσουμε καταρχάς τον ίδιο μας τον εαυτό ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και τον κόσμο, είναι κι εκείνα που πάντα θα κουβαλάμε στις αποσκευές μας. Σε αυτά τα ταξίδια υπάρχουν πράγματι πολλές δυσκολίες, μπορούν όμως να χαραχτούν διαδρομές τις οποίες ούτε που φανταζόμαστε εξ’ αρχής.

Ένα σύγχρονο έπος, τι ποιότητες πρέπει να έχει για εσάς, για να μπορεί να σταθεί;

Να μπορεί να συνδεθεί με τη σημερινή πραγματικότητα αλλά και με όσα ακολουθούν.