Δύο κόμματα του ελληνικού πολιτικού συστήματος έχουν μάθει να μετρούν το ένα το άλλο σχεδόν όσο ζυγίζουν και τη δική τους επιρροή: έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε, για πρώτη φορά στην ιστορία του, δεύτερο κόμμα, διεκδικώντας τη θέση του ΠΑΣΟΚ στον δικομματισμό. Το τελευταίο οκτάμηνο, είναι το ΠΑΣΟΚ που κάνει την αντεπίθεσή του: οι δημοσκοπήσεις συστηματικά δείχνουν πως τα ποσοστά του είναι διψήφια και αγγίζουν το 15%. Τα ίδια δημοσκοπικά δεδομένα δεν φέρνουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη θέση, αλλά στη δεύτερη, καθιστώντας δύσκολο τον σχηματισμό μιας «προοδευτικής κυβέρνησης», όπως την έχει περιγράψει πολλές φορές ο Αλέξης Τσίπρας.

Στην Κουμουνδούρου έχουν βρεθεί μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα. Ξέρουν πως, ακόμα και στην καλύτερη πολιτική στιγμή τους (δηλαδή τον Ιανουάριο του 2015), χρειάστηκαν έναν κυβερνητικό εταίρο. Ως ιδανικό εταίρο του 2022 παρουσιάζουν το Κίνημα Αλλαγής, με μια διαφορά όμως: είναι τα κεντροαριστερά ποσοστά που εμποδίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να ενισχυθεί τόσο που να απειλήσει να ρίξει δημοσκοπικά τη ΝΔ από την πρώτη θέση. Η δεξαμενή είναι κοινή για τα δύο κόμματα, που με μικρές διαφοροποιήσεις μοιράζονται το παλαιότερο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ του 40%. Ακόμα και τα «γλυκά μάτια» του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΚΙΝΑΛ, που μεταφράζονται ως προσκλήσεις για συνεργασία, δεν κρύβουν πως, στην πραγματικότητα, ένα ισχυροποιημένο ΚΙΝΑΛ δυσκολεύει την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Αποχή;

Από πού μπορούν να αντλήσουν, λοιπόν, ψηφοφόρους, αν όχι ο ένας από τον άλλο; Μια απάντηση που δίνεται είναι πως αυτοί μπορούν να έρθουν από τη δεξαμενή της αποχής, που μοιάζει μεγαλύτερη και για τα δύο κόμματα. Μια πολιτική εκτίμηση που κυκλοφορεί στα πηγαδάκια έμπειρων πολιτικών στελεχών είναι πως το μεγαλύτερο κομμάτι των πολιτών που επιλέγουν να μην πάνε στην κάλπη, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2015, αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί και είναι απογοητευμένοι από την κατάσταση που επικρατεί στη δική τους πλευρά του πολιτικού άξονα. Από δημοσκοπικής άποψης, ωστόσο, ο χώρος της αποχής δεν μπορεί να προσεγγιστεί ούτε καν δημογραφικά, δεδομένο αποτρεπτικό για όποιον κομματικό μηχανισμό θελήσει να επενδύσει στους πολίτες που συνειδητά δεν συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία.

Πέραν του ΚΙΝΑΛ, στον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκουν πιθανές δεξαμενές ψηφοφόρων στο κοινό του ΜέΡΑ25 – που στην πλειοψηφία του στήριξε ΣΥΡΙΖΑ το 2015 -, καθώς και σε ένα κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ερείσματα φαίνεται πως έχει και στην αντισυστημική ψήφο, που δεν είναι πια τόσο μεγάλα όσο ήταν πριν από δέκα χρόνια, αλλά συνεχίζουν να κοιτούν περισσότερο προς τη δική του πλευρά όσον αφορά τα κόμματα εξουσίας. Η αξιωματική αντιπολίτευση πετυχαίνει καλά ποσοστά και στους νεαρότερους ψηφοφόρους, όπως συμβαίνει ωστόσο κατ’ εξακολούθηση με τον ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία δεκαετία. Στον δρόμο προς την κάλπη, ο ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να κερδίσει και κάποιους από τους ψηφοφόρους που ψηφίζουν ανάμεσα στα δύο κυβερνητικά κόμματα, οι οποίοι όμως θα έρθουν μόνο προς το τέλος της προεκλογικής περιόδου και κυρίως για μη ιδεολογικούς λόγους. Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως αυτού του είδους οι ψηφοφόροι έχουν γενικά μειωθεί στην Ελλάδα, καθώς ο δικομματισμός δεν είναι το ίδιο ισχυρός με αυτόν των προηγούμενων δεκαετιών.

Σταθεροποιητική εισροή

Στο Κίνημα Αλλαγής, που τη δεδομένη στιγμή λειτουργεί ως τρίτος πόλος, φαίνεται πως υπάρχει μια σταθεροποιημένη εισροή από την πλευρά της ΝΔ, στο πεδίο που είθισται να ονομάζεται προοδευτικό Κέντρο – και αποτελείται κυρίως από πρώην πασόκους που ψήφισαν ΝΔ το 2019 -, το οποίο δεν δείχνει αυξητικές στάσεις, όμως υφίσταται. Ανοίγματα, και λόγω των αλλαγών που έγιναν στο κόμμα το 2017, μπορούν να υπάρξουν και προς πρώην ψηφοφόρους του Ποταμιού ή της ανανεωτικής Αριστεράς, που βρίσκονται σήμερα στους αναποφάσιστους και ψήφισαν είτε ΝΔ είτε ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η «πράσινη» προσέγγιση στα οικολογικά κινήματα, που μπορεί στην Ελλάδα να μην έδειξαν την άνθηση που έδειξαν σε άλλες χώρες της Ευρώπης, με ποσοστά που κανείς δεν περίμενε, όμως εκπρόσωποί τους θα μπορούσαν να συζητήσουν προγραμματικά για τη σοσιαλδημοκρατική ατζέντα που θέτει επί τάπητος η Χαριλάου Τρικούπη – η πρότερη συνεργασία των Οικολόγων με τον ΣΥΡΙΖΑ, που έχει λήξει όχι με τους καλύτερους όρους, δίνει περιθώριο κρούσεων.

Υπάρχουν, επομένως, δεξαμενές για τα δύο κόμματα; Η απάντηση είναι ναι, αλλά όχι ικανές να αποτρέψουν μια μεταξύ τους σύγκρουση για την επικράτηση στον προοδευτικό χώρο. Αντιθέτως, τα δεδομένα μέχρι και σήμερα λένε ότι τα ποσοστά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ εξακολουθούν να είναι αντιστρόφως ανάλογα – όσο ο ένας πέφτει, ο άλλος ανεβαίνει, γιατί επί της ουσίας στοχεύουν στους ίδιους ψηφοφόρους, που ψάχνουν την πιο κατάλληλη εναλλακτική απέναντι στην κυβερνητική πρόταση.