«Το Σύμφωνο Σταθερότητας πρέπει να μεταρρυθμιστεί. Η αύξηση του ορίου χρέους σε ευρώ θα είχε οικονομική λογική. Το οικονομικό περιβάλλον έχει αλλάξει. Τα μόνιμα χαμηλότερα επιτόκια αλλάζουν πολλά πράγματα». Αυτό δήλωσε μεταξύ άλλων ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξη που έδωσε στη γερμανική εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung με αφορμή τη συμπλήρωση σήμερα 30 ετών από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Αλλαγές στα δημοσιονομικά όρια

Εξηγώντας, υπογράμμισε ότι λόγω των χαμηλών επιτοκίων, τα επίπεδα του χρέους μπορεί να είναι υψηλότερα από ό,τι πιστεύαμε την εποχή των διαπραγματεύσεων του Μάαστριχτ πριν από 30 χρόνια.

Ο κ. Ρέγκλινγκ, είπε μάλιστα, ότι εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίσει να απαιτεί από ορισμένες κυβερνήσεις να στοχεύουν στο 60%, αυτό δεν είναι μόνο πολιτικά δύσκολο, αλλά θα μπορούσε επίσης να πνίξει την ανάπτυξη: «Η απαίτηση για κάτι επώδυνο που είναι οικονομικά περιττό δεν θα πετύχει τελικά. Το αν ο νέος στόχος θα πρέπει να είναι ακριβώς 90 ή 100 ή 105% δεν μπορεί να εξαχθεί επιστημονικά. Αυτή είναι μια πολιτική απόφαση» τόνισε.

Η ελληνική κρίση

Ο Κ. Ρέγκλινγκ έκανε εκτενή αναφορά στις κρίσεις που καταγράφηκαν όλα τα χρόνια από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αλλά και μετά την κυκλοφορία του ευρώ, ενώ ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η επιμονή του δημοσιογράφου να τον ρωτά για την Ελλάδα και τα σχέδια για το Grexit.

«Ήταν απογοητευτικό το γεγονός ότι μετά την κυκλοφορία του ευρώ, το 1999, οι χώρες χαλάρωσαν τις πολιτικές τους. Τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα της Ελλάδας είναι γνωστά. Κατέστη επίσης προβληματικό το γεγονός ότι αρκετές χώρες έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους. Τα εισοδήματα αυξήθηκαν πάρα πολύ την πρώτη δεκαετία του ευρώ σε σχέση με την παραγωγή των χωρών. Αυτός ήταν ο λόγος της κρίσης του ευρώ από το 2010 και μετά. Υπήρχαν μακροοικονομικές ανισορροπίες που έπρεπε να διορθωθούν. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε επώδυνες περικοπές» περιέγραψε, σπεύδοντας ωστόσο να προσθέσει ότι δεν σκέφτηκε ούτε μία φορά πως το ευρώ απέτυχε: «Υπήρξε όμως μια στιγμή που φαινόταν ότι μεμονωμένες χώρες θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη ζώνη του ευρώ, όπως η Ελλάδα. Στην αρχή, ακόμη περισσότερες χώρες κινδύνευαν».

Γιατί διαφώνησε με τον Σόιμπλε

Στην ερώτηση του δημοσιογράφου γιατί το 2015 εναντιώθηκε στην απόφαση του τότε Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να «πεταχτεί η Ελλάδας έξω από το ευρώ» τόνισε χαρακτηριστικά:

«Δεν μαλώσαμε ποτέ προσωπικά. Σέβομαι τους λόγους του. Ήθελε να αναγκάσει τις χώρες του ευρώ να λάβουν σοβαρά υπόψη την πειθαρχία της οικονομικής πολιτικής, κάτι που απαιτεί η συμμετοχή στη νομισματική ένωση. Αλλά νόμιζα ότι το κόστος για τους Έλληνες ήταν πολύ υψηλό. Τα εισοδήματά τους είχαν ήδη μειωθεί κατά ένα τέταρτο. Αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό απαραίτητο για τη μείωση των ανισορροπιών. Υπήρχαν όμως υπολογισμοί ότι μια έξοδος από το ευρώ θα μείωνε τα εισοδήματά τους κατά ένα άλλο τρίμηνο. Αυτό θα είχε οδηγήσει σε ακόμη πιο σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Επιπλέον, μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα είχε αλλάξει τη φύση της νομισματικής ένωσης».

Σχολιάζοντας το Σύμφωνο Σταθερότητας γενικότερα, ο επικεφαλής του ESM είπε ότι λειτούργησε καλύτερα από ό,τι φανταζόμαστε: «Το 2019, μόνο μία χώρα της ζώνης του ευρώ είχε έλλειμμα λίγο περισσότερο από 3%. Στο τέλος της οικονομικής άνθησης, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν πολύ υψηλότερα ελλείμματα από τη ζώνη του ευρώ».

Το χρέος

Και υπογράμμισε ότι το χρέος διογκώθηκε ως αποτέλεσμα της κρίσης του κορωνοϊού και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι υψηλότερο από ό,τι πριν από την έκρηξη της κρίσης του ευρώ πριν από δέκα χρόνια.

Αλλά -σύμφωνα πάντα με τον ίδιον- υπάρχει μια κεντρική διαφορά: τώρα, καμία χώρα δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποτρέψει την πανδημία. Πριν από δέκα χρόνια, αντίθετα, οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν εμπιστεύονταν ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ επειδή είχαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Ο ESM χορήγησε δάνεια μόνο για μεταρρυθμίσεις και οι χώρες τα πραγματοποίησαν, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα από το 2016 βρίσκεται σε τροχιά δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Και επέμεινε ο ο γερμανός δημοσιογράφος… «…η Ελλάδα πλέον έχει χρέη 200% της οικονομικής της παραγωγής» για να λάβει την απάντηση από τον Ρέγκλινγκ:

«Αλλά μόνο επειδή, όπως και άλλες χώρες, ξόδεψε χρήματα για τον έλεγχο της πανδημίας. Αυτό ήταν απολύτως το σωστό, διαφορετικά η οικονομική κατάρρευση το 2020 θα ήταν πολύ πιο σοβαρή. Οι οικονομολόγοι, που συνήθως δεν συμφωνούν σε πολλά, συμφωνούν σε αυτό. Το ευρώ τα πάει καλά παρά το αυξημένο χρέος. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές βλέπουν ότι οι σωροί χρέους στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαπωνία έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ», είπε.

Αύξηση επιτοκίων

Ερωτηθείς για το αν η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα πλήξει τις υπερχρεωμένες χώρες της ζώνης του ευρώ ο επικεφαλής του ESM, υπογράμμισε ότι «μια χώρα ή ένα άτομο δεν απειλείται με χρεοκοπία επειδή τα χρέη του φτάνουν σε ένα ορισμένο επίπεδο, αλλά επειδή δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στο επιβάρυνση των τόκων»: «Πριν από τριάντα χρόνια, η Ιταλία ξόδεψε σχεδόν το 12% της οικονομικής παραγωγής της σε πληρωμές τόκων. Σήμερα είναι λιγότερο από 3,5% λόγω της πτώσης των επιτοκίων. Τα επιτόκια θα αυξηθούν, αλλά όχι τόσο πολύ που θα δυσκολέψει την Ιταλία ή άλλους στο άμεσο μέλλον» συμπλήρωσε.

Γιατί είναι χαμηλά τα επιτόκια

Σύμφωνα με τον κ. Ρέκλινγκ, το οικονομικό περιβάλλον έχει αλλάξει. Ο κύριος λόγος για τα σημερινά χαμηλά επιτόκια δεν είναι οι κεντρικές τράπεζες. Οφείλεται στο ότι οι γηράσκουσες κοινωνίες αποταμιεύουν περισσότερα, και ταυτόχρονα έχουν επενδυθεί λιγότερα τα τελευταία χρόνια. Τα πολλά χρήματα που προσφέρονται και η λιγότερη ζήτηση προκαλούν πτώση των επιτοκίων. Το υψηλό ποσοστό αποταμίευσης, το οποίο έχει επίσης αυξηθεί λόγω της αυξανόμενης ανισότητας στην κατανομή του πλούτου, δεν θα μειωθεί σύντομα. Παρεμπιπτόντως, αυτό δεν είναι ευρωπαϊκό φαινόμενο: το παγκόσμιο επιτόκιο είναι χαμηλότερο από ό,τι πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια, επιτρέποντας υψηλότερα επίπεδα δημόσιου χρέους χωρίς να απειλείται η χώρα με αφερεγγυότητα.