Η πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη προκάλεσε… καταστροφή στη Βόρεια Εύβοια. Η σωτηρία της Αρχαίας Ολυμπίας οδήγησε στην ανεξέλεγκτη αναζωπύρωση στη Βαρυμπόμπη, η δύσκολη κατάσβεση της οποίας αύξησε τις καταστροφές στους Δήμους Μαντουδίου και Ιστιαίας. Και η προσπάθεια περιορισμού των καιόμενων εκτάσεων στη Λίμνη, στο Καπανδρίτι και στη Γορτυνία αύξησε τη γραμμή πυρός στο Γύθειο και στη Μέλπεια Μεσσηνίας.

Αυτός ο «φαύλος κύκλος» των πύρινων μετώπων στη Νότια Ελλάδα το μοιραίο οκταήμερο 3-11 Αυγούστου προκάλεσε, σε συνδυασμό με τον αιφνιδιασμό των δυνάμεων της δασοπυρόσβεσης, όπως και με τις παθογένειες της Πυροσβεστικής, την πρωτοφανή αποτέφρωση περίπου 1.300.000 στρεμμάτων δάσους και την καταστροφή χιλιάδων περιουσιών που έχει προκαλέσει σοκ στην κοινή γνώμη.

Ιεράρχηση και πολυδιάσπαση

Η αμφιλεγόμενη ιεράρχηση των πυρκαγιών, η πολυδιάσπαση των εναέριων μέσων και των επίγειων δυνάμεων, το προβληματικό δόγμα ότι «οι φωτιές σβήνουν μόνο από τον αέρα», οι επιχειρησιακές αδυναμίες πολλών πυροσβεστών που αρκούνται να ρίχνουν νερό στα τυφλά και δεν επεμβαίνουν στην καρδιά της φωτιάς φαίνεται να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στα τρομακτικά μεγέθη του πύρινου ολέθρου, σε συνδυασμό με τις πρωτοφανείς καιρικές συνθήκες.

Οπως και η σύγχυση στο σύστημα συντονισμού των πυροσβεστικών δυνάμεων όπου εμπλέκονται και πολιτικά πρόσωπα, χωρίς επιχειρησιακή εμπειρία. Προκαλώντας δυσφορία σε υπηρεσιακούς παράγοντες και ιδιόμορφη ανακατανομή ρόλων.

Δήλωση άγνοιας λόγω… Πάρνηθας

Με ενδεικτική αναφορά ότι ο αρχηγός της Πυροσβεστικής κ. Στέφανος Κολοκούρης, που είναι κατηγορούμενος στη δικογραφία για το Μάτι γιατί είχε καθυστερήσει δύο ώρες να μεταβεί στο σημείο της τραγωδίας, είχε μετατραπεί για πολλές ημέρες σε απλό επιτηρητή της πυρκαγιάς στην Πάρνηθα, μήπως υπάρξουν νέες αναζωπυρώσεις.

Τριγυρνώντας στο βουνό με τον ασύρματο – με τον κωδικό «Ηλιος» – εκφράζοντας την ανησυχία του για μερικούς ακίνδυνους καπνούς φωτιάς και ζητώντας να σπεύσουν πυροσβέστες επί τόπου. Εκτελώντας χρέη δηλαδή τοπικού αξιωματικού της Αττικής. Κι όταν ρωτήθηκε ως αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος για την έκταση της πυρκαγιάς σε Εύβοια και Γορτυνία εκείνος δήλωσε… άγνοια γιατί ασχολούνταν μόνο με την Πάρνηθα.

Η λάθος εκτίμηση  από την πρώτη εστία

Ποια ήταν όμως η αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησε σε αυτή την πρωτοφανή πύρινη συμφορά και ποια λάθη έγιναν;

Η μοιραία πυρκαγιά είναι αυτή που ξεκίνησε το μεσημέρι της Τρίτης, 3 Αυγούστου, εν μέσω καύσωνα στη Βαρυμπόμπη. Η εστία της φωτιάς ήταν σε χαράδρα κοντά στα βασιλικά κτήματα του Τατοΐου. Για την άμεση κατάσβεσή της επιχείρησαν 6-7 πυροσβέστες που ανήκαν κυρίως στο Μηχανοκίνητο Ειδικό Τμήμα Πυροσβεστικών (δημιουργήθηκε μετά την τραγωδία στο Μάτι, διαθέτει δύναμη 184 πυροσβεστών με 43 οχήματα και έδρα στον Ασπρόπυργο) οι οποίοι ήταν σε ετοιμότητα στην ίδια περιοχή.

Και αυτό γιατί η Βαρυμπόμπη, η Ιπποκράτειος Πολιτεία, οι Αφίδνες, η Ανθούσα ήταν ανάμεσα στις 18 περιοχές που είχαν καταγραφεί ως «υψίστου κινδύνου» για αυτό το καλοκαίρι. Χωρίς όμως να γλιτώσουν από σχεδόν απόλυτο αφανισμό. Οι πυροσβέστες αυτού του Μηχανοκίνητου Τμήματος έχουν στόχο την άμεση κατάσβεση εστιών των πυρκαγιών εισερχόμενοι μέσα στο δάσος με σκαπτικά μηχανήματα κ.λπ. Ομως δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν τη μοιραία εστία γιατί ήταν σε δύσβατο σημείο, ενώ φαίνεται να υπήρχε καθυστέρηση στην πρώτη προσπάθεια περιορισμού της από ένα ελικόπτερο Ericsson και δύο αμφίβια πυροσβεστικά.

Η απογείωση του ελικοπτέρου έγινε περίπου 10 λεπτά μετά την εκδήλωση της φωτιάς ενώ στο σημείο έσπευσαν τρία πυροσβεστικά οχήματα. Τότε, αυτή η παρέμβαση θεωρήθηκε αρκετή για την κατάσβεση της φωτιάς. Μια εκτίμηση που αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη με δραματικά αποτελέσματα.

Υπερεκτίμησαν την άπνοια

Κι αυτό γιατί αρχικά είχε δοθεί η εντύπωση σε αρκετούς αξιωματικούς της Πυροσβεστικής ότι επειδή εκείνη την ημέρα δεν έπνεαν καθόλου άνεμοι, η φωτιά δεν θα επεκτεινόταν. Κάτι που δεν ίσχυε και η πρωτοφανής ξηρότητα λόγω καύσωνα (υγρασία 7%-9%) δημιούργησε μια πύρινη στήλη με την πυρκαγιά να λαμβάνει γρήγορα τεράστιες διαστάσεις προς όλες τις κατευθύνσεις.

Επιπλέον, το πύρινο μέτωπο έτρεχε και τις βραδινές ώρες, ενώ αυτό δεν συνέβαινε σε παλαιότερες φωτιές, αφού το βράδυ κόπαζε ο αέρας. Μάλιστα πολλά στελέχη της Πυροσβεστικής διατύπωναν την άποψη εκ των υστέρων ότι «καλύτερα να φύσαγαν ισχυροί άνεμοι για να… υπερνικηθούν οι στρόβιλοι της φωτιάς του καύσωνα και το πύρινο μέτωπο να είχε μόνο μία κατεύθυνση. Κι έτσι να ήταν σχετικά αντιμετωπίσιμη…».

Οι «τράκτορες» (νεοαποκτηθέντα αμφίβια με δυνατότητες μεταφοράς μόνο 2,5 τόνων νερού) που ήταν στο αεροδρόμιο του Τατοΐου άρχισαν να ρίχνουν νερό στο μέτωπο του Τατοΐου με καθυστέρηση περίπου 50 λεπτών, ενώ το ρωσικό Beriev έφτασε στο σημείο στις πέντε το απόγευμα. Σταδιακά στο πύρινο μέτωπο έφτασαν εννέα ελικόπτερα· επτά για αεροπυρόσβεση και δύο για συντονισμό και επτά αεροσκάφη, από τα οποία όμως τα περισσότερα ήταν τα αμφίβια.

Τα Canadair και οι βλάβες

Τα περισσότερα από τα 15 περίπου διαθέσιμα Canadair (εννέα CL-215 και έξι CL-415) ήταν καθηλωμένα. Η απογείωση των περισσοτέρων από τα αεροσκάφη CL-215 που βρίσκονταν κυρίως σε περιφερειακά αεροδρόμια, ήταν αδύνατη. Ακόμη είχαν παρουσιασθεί βλάβες σε τουλάχιστον τρία από τα CL-415 που είχαν επιχειρήσει πριν στη Ρόδο και σε άλλες πυρκαγιές.

Επίσης εκείνη την ημέρα δεν φαίνεται να υπήρχε συγκροτημένο σχέδιο εναέριων περιπολιών με αυτά τα αεροπλάνα ώστε να μην καθηλώνονται είτε λόγω υψηλής θερμοκρασίας ή λόγω ισχυρών ανέμων, όπως συνέβη στο Μάτι το 2018, και να επιχειρούν σχετικά γρήγορα. Μία παράλειψη για την οποία είχαν διατυπωθεί σχετικές κατηγορίες από τις δικαστικές αρχές που ερεύνησαν την τραγωδία του Ιουλίου του 2018. Ετσι λοιπόν, παρότι για φέτος το καλοκαίρι η χώρα μας διέθετε τον μεγαλύτερο αριθμό (71) πτητικών μέσων για την αεροπυρόσβεση – με τη διάθεση 50.000.000 ευρώ – η απόκριση στην πυρκαγιά ήταν σχετικά μικρή.

Ελάχιστο ενδιαφέρον επιδείχθηκε εκείνη την ημέρα στη δασική πυρκαγιά που εκδηλώθηκε (το απόγευμα) στην περιοχή Μυρτιάς του Δήμου Μαντουδίου – Λίμνης – Αγίας Αννας Ευβοίας που έμελλε με εντυπωσιακές… περιστροφές και αλλαγές κατεύθυνσης να κατακάψει για δέκα περίπου ημέρες πάνω από 500.000 στρέμματα.

Οι δυνάμεις στην Εύβοια

Στην πυρκαγιά της Εύβοιας είχαν σταλεί αρχικά 95 πυροσβέστες, μόνο ένα ελικόπτερο και δύο αεροσκάφη με μικρές δυνατότητες κατάσβεσης. Ηταν η αρχή του μεγαλύτερου εφιάλτη, μέχρι σήμερα, του φετινού καλοκαιριού.

Την επόμενη ημέρα 4 Αυγούστου στη Βαρυμπόμπη επιχειρούσαν πέντε αεροσκάφη (είχαν ενεργοποιηθεί και τα Canadair) και εννέα ελικόπτερα, ενώ στη Βόρεια Ευβοια μόνο δύο αεροσκάφη και οι πυροσβέστες εκεί παρέμεναν πάλι 95. Μετά από μεγάλες προσπάθειες η φωτιά στη Βαρυμπόμπη ελέγχθηκε πλήρως μέχρι το βράδυ της 4ης Αυγούστου με την αποτέφρωση 13.000 στρεμμάτων.

Κι έτσι είχε αποφασισθεί η μαζική αποστολή εναερίων μέσων στη Βόρεια Ευβοια, κατά κύριο λόγο, που είχε εξαπλωθεί επικίνδυνα η φωτιά αλλά και σε εκείνη στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας και στην Ανατολική Μάνη.

Το ξημέρωμα λοιπόν της 5ης Αυγούστου προκρίνεται από το επιχειρησιακό κέντρο της Πυροσβεστικής να σταλούν στο μέτωπο της Βόρειας Εύβοιας τρία ελικόπτερα και τρία αεροπλάνα.

Η μοιραία αλλαγή στον σχεδιασμό

Ομως ο σχεδιασμός αλλάζει. Το ενδιαφέρον της Πυροσβεστικής στρέφεται στο μέτωπο της πυρκαγιάς που έχει εκδηλωθεί λίγες ώρες νωρίτερα στο Πελόπιο Ηλείας με απειλή και για την αρχαία Ολυμπία που θεωρείται ζωτικής και «εθνικής σημασίας» η προστασία της. Προκειμένου να μην επαναληφθεί η καταστροφή του 2007, που είχε γίνει διεθνές θέμα. Εκεί στέλνονται δύο αεροσκάφη και τέσσερα ελικόπτερα αλλά και το επιχειρησιακό κέντρο «Ολυμπος» της Πυροσβεστικής. Το μεσημέρι όμως της Πέμπτης 5ης Αυγούστου υπήρξε η καθοριστική αναζωπύρωση – κοντά στην αρχική εστία της πυρκαγιάς – στην Πάρνηθα, που επίσης δεν πρόλαβαν οι τοπικές δυνάμεις, παρότι πριν είχαν κατασβέσει περίπου 8-10 νέες μικρές εστίες που είχαν δημιουργηθεί.

Ετσι όλα άλλαξαν με μοιραίο τρόπο για τους Δήμους Μαντουδίου και Ιστιαίας. Τα πτητικά μέσα εκεί περιορίστηκαν σε τρία (δύο αεροσκάφη και ένα ελικόπτερο), στη Βαρυμπόμπη αυξήθηκαν σε δέκα (τρία ελικόπτερα, επτά αεροπλάνα), ενώ τέσσερα πτητικά μέσα ήσαν στην αρχαία Ολυμπία. Δηλαδή η πυρκαγιά στη Βόρεια Ευβοια θεωρείτο το πρώτο τετραήμερο τρίτου ή τέταρτου ενδιαφέροντος για τους επιτελείς των δυνάμεων δασοπυρόσβεσης. Και αυτό παρότι όλοι έδιναν την εικόνα ότι έκαιγε εκτός ελέγχου τεράστιες δασικές εκτάσεις.

Και τη επόμενη ημέρα (Σάββατο 7 Αυγούστου) τα πτητικά μέσα στην πολύπαθη περιοχή ήταν μόλις τρία, όταν τα περισσότερα ήταν σε Πάρνηθα (όπου κάηκαν τελικά 85.000 στρέμματα δάσους) με το πύρινο μέτωπο να φτάνει στη Μαλακάσα, να υπερβαίνει την εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας και να φτάνει στη λίμνη Μαραθώνα. Αυτή η σχετική αδιαφορία οδήγησε σε κόλαση πυρός στην εν λόγω περιοχή, ενώ ήδη είχε καταστρέψει τη Λίμνη.

Αύξηση των μέσων όταν ήταν πια αργά

Μόνο από την περασμένη Κυριακή άρχισαν να πληθαίνουν τα εναέρια μέσα στα δάση της Βόρειας Εύβοιας όπου επιχειρούσαν περίπου 600 πυροσβέστες, όλη σχεδόν η διεθνής δύναμη από Ουκρανία, Ρουμανία και άλλες χώρες, ενώ είχαν σταλεί και τέσσερα ελικόπτερα, τρία αεροσκάφη και το ρωσικό Beriev-200. Ηταν όμως ήδη πολύ αργά. Λόγω του γεγονότος ότι δεν έπνεαν άνεμοι, υψώνονταν τεράστια νέφη στατικού καπνού που ήταν απαγορευτικά για τις ρίψεις νερού.

Κι έτσι η κατάληξη της μάχης με τη φωτιά ήταν προκαθορισμένη. Είναι χαρακτηριστικό ότι όπως έλεγαν αξιωματούχοι που ασχολούνταν με τα πυροσβεστικά αεροσκάφη «εκείνη την ημέρα υπήρχαν Canadair που πετούσαν περίπου τρεις-τέσσερις ώρες πάνω από το πύρινο σύννεφο εκεί και δεν μπόρεσαν να ρίξουν ούτε έναν κουβά νερό!». Επίσης, κάτοικοι της περιοχής δεν αναφέρονται μόνο στην απουσία πτητικών μέσων αλλά και στη μικρή ανταπόκριση πολλών επίγειων δυνάμεων ώστε να παλέψουν με τις φλόγες. Κάτι που ανέλαβαν κάτοικοι των περιοχών για να σώσουν τις περιουσίες τους.

Οι μοιραίες παθογένειες του συστήματος

Οι καταστροφικές πυρκαγιές καταδεικνύουν πολλές από τις παθογένειες του συστήματος δασοπυρόσβεσης. Οπως αναφέρουν πρώην υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής, «ιδίως μετά την πυρκαγιά το 2003 στον Καρέα όπου σκοτώθηκαν τρεις πυροσβέστες αλλά και τις φονικές πυρκαγιές στην Ηλεία, επικράτησε στο Πυροσβεστικό Σώμα η λογική ότι τον κύριο ρόλο στην κατάσβεση των πυρκαγιών θα έχουν τα εναέρια μέσα.

Ετσι, παρότι υπάρχει η ειδική μηχανοκίνητη μονάδα αλλά και πεζοπόρα τμήματα για να εισβάλλουν στα δάση και να περιορίζουν το μέτωπο, οι σχετικές προσπάθειες είναι λίγες και οι σχετικές επιχειρησιακές δυνατότητες περιορισμένες. Κι αυτό συγκριτικά με τους “κομάντος” της δασοπυρόσβεσης άλλων χωρών, όπως τη Ρουμανία, την Ουκρανία, που είναι πιο αποτελεσματικοί. Ετσι σε πολλές πυρκαγιές υπάρχουν καταγγελίες ότι αρκετοί πυροσβέστες μένουν στατικοί, δεν αντιδρούν επαρκώς στην καταστροφή των δασών, στέκονται στους δρόμους ή μόνο κοντά σε σπίτια και ρίχνουν νερό χωρίς σχεδιασμό. Κι αυτό αντίθετα με τις φιλότιμες, συγκινητικές προσπάθειες άλλων συναδέλφων τους. Ακόμη δεν ξέρουν πολλές από τις ιδιομορφίες των δασών, όπως συνέβαινε με τους υπαλλήλους των δασικών υπηρεσιών που είχαν μέχρι το 1998 την ευθύνη της κατάσβεσης των πυρκαγιών.

Επιπλέον, οι ρίψεις νερού από εναέρια μέσα δεν συνοδεύονται από κατασβέσεις από τις επίγειες δυνάμεις, με αποτέλεσμα οι φλόγες να επανέρχονται και να γιγαντώνονται. Εχει ζητηθεί ομάδες κρούσης πυροσβεστών να φέρουν στην πλάτη τους ειδικούς επινότιους πυροσβεστήρες για την άμεση κατάσβεση της αρχικής εστίας. Ομως ούτε κι αυτό υλοποιήθηκε. Ακόμη προ τριετίας υπήρχε πρόταση για τη μεταφορά από ελικόπτερα ειδικών φορητών δεξαμενών που θα τοποθετούνται από τα ιπτάμενα μέσα σε δασικές περιοχές που καίγονται, ώστε επίγειες δυνάμεις της Πυροσβεστικής να κάνουν από εκεί υδροληψίες για τον περιορισμό των πυρκαγιών. Ομως κι αυτό έμεινε κενό γράμμα».

Ακόμη, όπως επισημαίνει ο πρώην υπαρχηγός της Πυροσβεστικής και ειδικός ερευνητής για τις δασικές πυρκαγιές κ. Ανδριανός Γκουρμπάτσης, «δεν υπήρξε νομοθετική πρόβλεψη για να δοθεί η δυνατότητα σε ορισμένους πυροσβέστες που θα έχουν ειδική εκπαίδευση να χρησιμοποιούν τη μέθοδο της “αντιφωτιάς” (αντιπύρ) για την καταστολή της πύρινης λαίλαπας. Σε μία μέθοδο που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ, στην Κύπρο, στη Σερβία κι άλλες χώρες με ειδικά εκπαιδευμένους πυροσβέστες να βάζουν ελεγχόμενη φωτιά σε μια συγκεκριμένη δασική ζώνη ώστε η σκόπιμη αυτή φωτιά να συναντήσει το καταστρεπτικό πύρινο μέτωπο και να το καταστείλει».

«Αποσπάσεις», αδράνεια και εσωτερικές συγκρούσεις

Ενα από τα βασικά προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στην Πυροσβεστική σχετίζεται (όπως αναφέρουν αξιωματικοί) με την απορρόφηση περίπου 1.100 πυροσβεστών στη φύλαξη των ιδιωτικών αεροδρομίων, στην προστασία των αυτοκινητοδρόμων αλλά και στην κατανομή των εμβολίων. Επιπλέον τουλάχιστον 50 πυροσβέστες, ορισμένοι και από σημαντικές υπηρεσίες, χρησιμοποιούνται στο σύστημα ιχνηλάτησης κρουσμάτων που έχει έδρα στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας στη λεωφόρο Κηφισίας.

Η στελέχωση των υπηρεσιών της Πολιτικής Προστασίας βασίστηκε κατά το πιο μεγάλο μέρος στην Πυροσβεστική. Ακόμη, προβληματικοί και χωρίς ουσιαστικό νόημα με εκατοντάδες αδρανείς πυροσβέστες θεωρούνται αρκετοί από τους 180 πυροσβεστικούς σταθμούς-κλιμάκια σε όλη τη χώρα που δημιουργήθηκαν σταδιακά μετά την ανάληψη, το 1998, της δασοπυρόσβεσης. Επιπλέον, στελέχη της Πυροσβεστικής θεωρούν ότι πρέπει να επανεξετασθεί η πρόσληψη προσωπικού μόνο με κριτήρια σπουδών αφού εισέρχονται έτσι στην Πυροσβεστική άτομα που δεν προσαρμόζονται στις επιχειρησιακές ανάγκες του σώματος.

Επίσης, την τελευταία 25ετία η Πυροσβεστική ταλαιπωρείται από εσωτερικές «συγκρούσεις» πολλών υψηλόβαθμων αξιωματικών, με την ανέλιξη πολλών με χαμηλά προσόντα αλλά προσβάσεις σε κομματικούς μηχανισμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ηγετικό στέλεχος της Πυροσβεστικής στην τραγωδία στο Μάτι όταν ρωτήθηκε γιατί δεν μετέβη στον τόπο της φωτιάς είχε υποστηρίξει ότι «η μη μετάβασή μου στον τόπο του συμβάντος τον κρίσιμο χρόνο έρχεται να εξισορροπήσει κάτω από μια τεκμαιρόμενη ψυχική πίεση, μία δυσάρεστη και διαταράσσουσα επενέργεια επάνω στην προσωπικότητά μου»! Παράλληλα παραδέχθηκε πως δεν απέκτησε ποτέ πλήρη εικόνα για τη φονική πυρκαγιά.

Ενας άλλος υψηλόβαθμος αξιωματικός σε συνομιλίες του ακουγόταν να απειλεί πυροσβέστες ή και να υποστηρίζει ότι οι πυρκαγιές στη Μάνη ήταν καταστροφικές γιατί υπήρχαν σκοπιμότητες στα πλαίσια αλληλοεξόντωσης μεταξύ αξιωματικών. Επίσης, στελέχη της Πυροσβεστικής αναφέρονται στον επιχειρησιακό ρόλο που αναλαμβάνουν πλέον (μέσω του μηχανισμού πολιτικής προστασίας) πολιτικά πρόσωπα που δεν έχουν ουσιαστική εμπειρία στην κατάσβεση των δασών.

Τέλος, από την ακρόαση των ενδοεπικοινωνιών των πυροσβεστικών δυνάμεων προκύπτει η μόνιμη ενασχόληση του αρχηγού της Πυροσβεστικής με τα επονομαζόμενα «καντηλάκια» στην αποτεφρωμένη Βαρυμπόμπη αλλά και η σύγχυση που υπήρχε σε πολλές κινήσεις των πυροσβεστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι πεζοί πυροσβέστες έδιναν σε ελικόπτερο εποπτείας – σε πολλές πτήσεις χρησιμοποιούνταν το ελικόπτερο της ΕΛ.ΑΣ. γιατί δεν ήταν διαθέσιμο διαρκώς της Πυροσβεστικής – στίγμα για να εντοπισθεί ο τραυματισμένος πυροσβέστης στη θέση Φλαμπούρι στην Πάρνηθα. Ομως λόγω λανθασμένων δεδομένων δεν γινόταν κατανοητό το στίγμα και τελικώς χρησιμοποιήθηκε… καπνογόνο για να εντοπισθεί ο πυροσβέστης.