Σαν σήμερα στις  29 Ιουλίου 1925, γεννήθηκε στη Χίο ο Μίκης Θεοδωράκης, ένας από τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες στην ιστορία του ελληνισμού, που με την προσωπικότητα και τη μουσική του ευφυία κατέκτησε ολόκληρο τον πλανήτη.

Όλες αυτές τις δεκαετίες, τα ΜΜΕ έχουν δημοσιεύσει συνεντεύξεις του στις οποίες παραθέτει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του για τη μουσική, την πολιτική και την κοινωνία.

Όμως «ΤΑ ΝΕΑ» της 19ης Μαΐου του 1977 δημοσίευσαν μια πραγματικά σπάνια συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη και του αδερφού του Γιάννη, στην οποία μιλώντας στον Γιώργο Λιάνη, αναφέρθηκαν μόνο στον πατέρα τους, Γιώργη Θεοδωράκη, από τον Γαλατά Χανίων Κρήτης, που είχε πρόσφατα φύγει από τη ζωή.

«ΤΑ ΝΕΑ», 19.5.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

ΜΙΚΗΣ: Ο πατέρας έζησε τα πιο τραγικά γεγονότα που συνέβαιναν στα παιδιά του παλληκαρίσια, με μεγαλόκαρδη ευφροσύνη. Δεκάξη χρονώ παιδί εγκατέλειψε την Κρήτη και πήγε εθελοντής στους Βαλκανικούς.

Στο αμπάρι του πλοίου συναντήθηκε με τον μεγαλύτερο αδερφό του που και αυτός για τον ίδιο σκοπό πήγαινε. Οργάνωσαν στην Αθήνα τον Λόχο Κρητών Φοιτητών όπου πήρε μέρος και ο πατέρας του Λαμπράκη, ο Δημήτρης Λαμπράκης.

Ο λόχος αυτός κατέλαβε το ύψωμα του Μπιζανίου κι ο πατέρας μου τραυματίσθηκε πολύ βαριά στο κεφάλι. Τόσκασε απ’ το νοσοκομείο και έφυγε για το Μακεδονικό μέτωπο.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Ήταν απ’ τους ανώνυμους ήρωες Έλληνες που φτιάξαν μια λεύτερη Ελλάδα. Ήταν δυνατός και δεν τον λύγιζαν οι τραγωδίες των παιδιών του.

ΜΙΚΗΣ: Όταν με βασάνιζαν οι Ιταλοί, ο πατέρας ήταν κοντά μου. Όταν με συνέλαβε η Γκεστάπο βρήκε τον τρόπο να με ειδοποιήσει να μη λυγίσω. Στα Δεκεμβριανά στις πιο κρίσιμες στιγμές τον έβρισκες ένα βήμα πίσω ή ένα βήμα μπρος από μένα.

Στα 1947 πούμασταν με τον Γιάννη στην ΕΠΟΝ ο γέρος – λεβέντης άντεχε δυο παρανομίες. Τις εξορίες μου στη Μακρόνησο, τις ζοφερές στιγμές τις αντιμετώπισε με καρδιά, με σθένος. Λεύτερα, ποτέ δεν μούπε μια λέξη να ντραπώ. Δεν ήταν κομμουνιστής αλλ’ ήταν ιδεολόγος φλογερός.

Το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967 στεκόταν στο μπαλκόνι με τον Γιάννη. «Δικτατορία» του ψέλλισα ερχόμενος στο σπίτι. Μου φόρεσε τη ρεπούμπλικά του, μάς πήρε παραμάσχαλα και από άλλο τόπο οι τρεις μαζί ετοιμάσαμε το πρώτο μήνυμα για τον ελληνικό λαό. Δεν φοβόταν.

Μετά μας είπε: “Xωρίστε. Να μη σκοτωθείτε κι οι δύο μαζί». Όταν τελείωσαν οι ανακρίσεις για το ΠΑΜ και με κάλεσαν, κάλεσαν και τον πατέρα μου για ψυχολογικό εκβιασμό.

“Παραπέμπεσαι σαν αρχηγός στάσης” απήγγειλαν με στόμφο οι ασφαλίτες.

Ο πατέρας ρώτησε: “Tι σημαίνει αυτό; Φέρτε μου ένα ποινικό κώδικα…”

Φέραν ένα βιβλίο όπου σημαδεμένο με κόκκινο μελάνι έγραφε: “Δις εις θάνατον”. Γέλασα. “Πατέρα το υπογραμμίσανε για να το δεις καλά…”

Αυτός ήταν σοβαρός. Γύρισε και μου είπε: “Δεν πρέπει να λησμονήσεις ότι είσαι απόγονος των Χάληδων. Όλοι χύσαμε το αίμα μας για την Ελλάδα. Αν πρόκειται να το χύσεις και συ λέω πως θάχεις την ευλογία μου παιδί μου”.

Tέτοιος πατέρας ήταν.

ΓΙΑΝΝΗΣ: Τον στολίσαμε σα μωρό. Πήρα μια κασέτα του Μίκη και λίγα λουλούδια απ’ τον κήπο και του φώναξα “πάρτα”, όταν τον ρίξαν στον τάφο.

ΜΙΚΗΣ: Για μένα δεν έχει πεθάνει ακόμα…