Η Ασήμω Λιδωρίκη υπήρξε σημαντική φιγούρα της Ελληνικής Επανάστασης. Ήταν σύζυγος του οπλαρχηγού Γιάννη Γκούρα, που έμεινε στην ιστορία ως ο δολοφόνος του Οδυσσέα Ανδρούτσου και κόρη του κοτζαμπάση πολιτικού, Αναγνώστη Λιδωρίκη.

Μετά τον θάνατο του συζύγου της στην πολιορκία της Ακρόπολης, ανέλαβε την αρχηγία των πολιορκημένων. Αν και αποδείχθηκε άξια αγωνίστρια, πολύ σύντομα πέθανε και αυτή.

Ο φιλέλληνας Γάλλος ζωγράφος, Νίκολας Γκος, φιλοτέχνησε έναν πίνακα αφιερωμένο στην Ασήμω και του απέδωσε τη συμβολική ονομασία «Η Κυρά του Κάστρου της Ακρόπολης». Ο πίνακας θεωρείται αλληγορία της αγωνιζόμενης Ελλάδας και μέχρι σήμερα φιλοξενείται στην Εθνική Πινακοθήκη της Γαλλίας.

Η Ασήμω Γκούραινα

Από νεαρή ηλικία, η Ασήμω Λιδωρίκη μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στα ιδεώδη της Ελληνικής Επανάστασης. Στις 23 Φεβρουαρίου 1823 παντρεύτηκε τον οπλαρχηγό της Στερεάς Ελλάδας και αργότερα πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιάννη Γκούρα. Εκείνη την περίοδο, ο Γκούρας είχε διοριστεί φρούραρχος των Αθηνών. Λόγω της ιδιότητάς του, μετακόμισε μαζί με τη γυναίκα του και τους συγγενείς του στο Ερέχθειο.

Πολύ σύντομα, η Ασήμω, της οποίας η οικογένεια βρισκόταν σε οξεία πολιτική αντιδικία με τον Ανδρούτσο, ξεκίνησε να συμπεριφέρεται εχθρικά στη μητέρα και τη γυναίκα του επιφανούς αγωνιστή. Ο Ανδρούτσος, προκειμένου να διατηρήσει την ισορροπία στη σχέση του με τον Γκούρα, αποφάσισε τη μετεγκατάσταση των «γυναικών» του στη «Μαύρη Τρύπα» Παρνασσού. Ωστόσο, αυτό δεν στάθηκε ικανό για να κοπάσει το μίσος της Ασήμως και τη διάθεσή της για συκοφαντίες. Η ίδια συνέχισε τα κακεντρεχή σχόλια στον σύζυγό της και λέγεται πως τον επηρέασε σημαντικά.

Άλλωστε, λίγο καιρό αργότερα, ο Ανδρούτσος έπεσε σε δυσμένεια και ο Γκούρας, με καθοδηγητή τον Κωλλέτη, τον συνέλαβε ως προδότη και τον φυλάκισε στην Ακρόπολη, όπου δύο μήνες μετά δολοφονήθηκε από τους φρουρούς του.

Η προφητεία και το τραγικό τέλος

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1826, κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τις δυνάμεις του Κιουταχή, ο Γκούρας βρήκε τραγικό θάνατο, αφήνοντας πίσω του μία «γενναία» διαθήκη και μια «κατάρα» στη γυναίκα του. Σύμφωνα με μαρτυρίες, λίγο πριν εκπνεύσει, της είπε: «Αν πεθάνω, κοίτα να φυλάξεις την τιμή μου. Τότε ο Θεός θα σε σώσει. Σου εύχομαι να απολαύσεις όλα αυτά που σου αφήνω με τη διαθήκη μου. Αν, όμως, φανείς άπιστη και με ξεχάσεις γρήγορα, ο Θεός να σε στείλει αμέσως κοντά μου».

H Aσήμω Γκούραινα, όπως την αποκαλούσαν, πριν ακόμα θάψει τον νεκρό άνδρα της, ανέλαβε αρχηγός των αγωνιζόμενων Ελλήνων και οι άνδρες του Γκούρα ορκίστηκαν ενώπιόν της, ότι θα τιμήσουν τη μνήμη του αρχηγού τους μέχρι θανάτου.

Θρηνώντας πάνω απ’ το πτώμα του, είπε: «Πάφτε μωρέ! Όσο καιρό ζούσε, τον ποτίζατε χολή και ξύδι, σαν το Χριστό, τι τον κλαίτε άδικα τώρα; Αν θέλετε να σας συγχωρέση η ψυχή του, κυττάχτε πώς θα σώσετε τούτο το Κάστρο, κι΄ όχι να κλαίτε, σα γυναίκες. Εγώ, που θα ΄πρεπε να ρίξω τα μαλλιά μου κάτου και να μοιρολογήσω, κυττάχτε με! Ζώστηκα το σπαθί του και γίνουμαι εγώ καπετάνιος σας, να σώσουμε την Ακρόπολι και να λευτερώσουμε την πατρίδα μας από τη σκλαβιά».

Νέος φρούραρχος των Αθηνών ορίστηκε ο φίλος του Καραϊσκάκη και οπλαρχηγός της Εύβοιας, Νικόλαος Κριεζιώτης, σε ηλικία 42 ετών. Μόλις αντίκρισε τη Γκούραινα, λέγεται πως θαμπώθηκε από τα κάλλη της και την ερωτεύτηκε παράφορα. Η ίδια ήταν γνωστή για την ομορφιά της. Γι’ αυτό άλλωστε και την αποκαλούσαν «Νταλιάνα», δηλαδή ψηλή και όμορφη γυναίκα (από το «νταλιάνι», το μακρύ καριοφίλι).

Η χήρα «Νταλιάνα», γοητευμένη από τον νέο φρούραρχο, ανταποκρίθηκε στον έρωτά του. Αρκετοί ήταν αυτοί που την επέκριναν, καθώς δεν είχαν περάσει ούτε τρεις μήνες από τον θάνατο του συζύγου της, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν πως αρραβωνιάστηκαν 13 μέρες μετά. Το σίγουρο είναι πως το ζευγάρι αρραβωνιάστηκε ανεπίσημα, με τις ευχές της οικογένειας Λιδωρίκη.

Λίγες μέρες μετά, το βράδυ της 12ης Ιανουαρίου του 1827, τουρκικές βόμβες γκρέμισαν δύο κολόνες του Ερεχθείου, στο οποίο βρισκόταν η Ασήμω μαζί με άλλες 14 γυναίκες. Η στέγη κατέρρευσε και την πλάκωσε. Η γυναίκα σκοτώθηκε ακαριαία, μαζί με την αδελφή της και τα τρία παιδιά της, μία ανιψιά του Γκούρα και την υπηρέτρια.

Κάποιοι έκαναν λόγο για «νέμεση» και θεώρησαν πως η προφητεία του Γκούρα επαληθεύτηκε, καθώς έδειξε ασέβεια προς τον εκλιπόντα σύζυγό της.

«Η Κόρη της Ακρόπολης»

O Γάλλος φιλέλληνας ζωγράφος, Νίκολας Γκος (Nicolas Louis François Gosse), που βρέθηκε στην Αθήνα την περίοδο της πολιορκίας και πληροφορήθηκε τον θάνατο της γυναίκας, συγκινήθηκε και αποφάσισε να φιλοτεχνήσει έναν πίνακα, αφιερωμένο στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της Ελληνικής Επανάστασης. Έτσι, δημιουργήθηκε η «Κόρη της Ακρόπολης».

Η διδάκτωρ ιστορίας της τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και υπεύθυνη της βιβλιοθήκης και των αρχείων της Εθνικής Πινακοθήκης, Όλγα Μεντζαφού-Πολύζου, έγραψε για το έργο:

«Η Ασήμω στέκει αγέρωχη και ατρόμητη καταπατώντας τα σύμβολα του εχθρού μέσα στον αρχαίο ναό, που έμελλε αργότερα να γίνει ο τάφος της. Ο Gosse αποδε­χόμενος τις αντιλήψεις της εποχής του που θριάμβευσαν μέσα στο πνεύμα του ρομαντισμού, απεικονίζει την Ασήμω ως μια αλληγορία της αγωνιζόμενης Ελλάδας, όμοια με την Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου του Nτελακρουά του 1826.

Δεν είναι αυτό καθεαυτό το ιστορικό γεγονός που ενδια­φέρει τον Gosse, το οποίο απλώς υποδηλώνεται με μια σκηνή μάχης στο βάθος δεξιά του πίνακα, όσο η ίδια η θριαμβευτική παρουσία της γυναίκας με το λαμπερό κόκκινο της φούστας που προβάλλει εμπρός στους κίονες του αρχαί­ου ναού και το σπαθί που κρατά στο χέρι να κυριαρχεί στην παράσταση, προ­δικάζοντας τις διαθέσεις της.

Έστω και λαβωμένη, καταπατά τα σύμβολα μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας που σέρνεται ηττημένη στα πόδια της. Έτσι η Ασήμω γίνεται το σύμβολο των αγώνων του λαού αναπόσπαστο κομμάτι του αρχαίου μνημείου, φορέας του διαχρονικού μηνύματος για ελευθερία, ιδανικό του αρχαί­ου ελληνικού κόσμου που ενσαρκώνει».

Αντίτυπο του έργου φιλοξενείται μέχρι σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Γαλλίας.

Πηγή: Μηχανή του Χρόνου