Με 2,8 δισεκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως – αριθμός σχεδόν δεκαπλάσιος σε σύγκριση με τους αντίστοιχους του Twitter – το Facebook παίζει αναμφίβολα καθοριστικό ρόλο στις ζωές μας. Οχι απλώς ή μόνο στις διαπροσωπικές επαφές και σχέσεις, αλλά και στις πολιτικές εξελίξεις σε κάθε γωνιά του πλανήτη όπου υπάρχει πρόσβαση στο Internet, τις οποίες μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά.

Ετσι, η ορθότητα της διαπίστωσης που κάνει η «Washington Post» είναι προφανής: «Οι συνέπειες της απόφασης του Εποπτικού Συμβουλίου – με την οποία παρέμεινε σε ισχύ ο αποκλεισμός του Τραμπ στο Facebook και στο Instagram – δεν περιορίζονται εντός των συνόρων των ΗΠΑ. Εχουν εκ φύσεως παγκόσμια εμβέλεια. Ο Τραμπ άλλωστε δεν είναι ο μοναδικός πολιτικός ηγέτης που κατηγορείται για παραβίαση των αρχών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης – αποτελεί μια περίπτωση στην οποία θα δοκιμαστεί ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπίζονται μελλοντικά οι πολιτικοί ηγέτες από τη συγκεκριμένη πλατφόρμα».

Η συγκεκριμένη απόφαση θα επιδράσει σε χώρες οι οποίες «αντιμετωπίζουν συστημική βία επειδή οι ηγέτες τους – άνθρωποι όπως ο Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία, ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες και άλλοι – έχουν εκμεταλλευθεί τα κενά και τα παράθυρα που δημιουργήθηκαν για τον Τραμπ, αρχής γενομένης το 2015» σημειώνει η Χάιντι Μπάιριχ, διευθυντικό στέλεχος του Global Project Against Hate and Extremism. Είναι γνωστό εξάλλου ότι εκτός από τους Μόντι και Ντουτέρτε σε αντιπαράθεση με τη Facebook έχουν έρθει και άλλοι, όπως ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐχ Μπολσονάρου, εξαιτίας υποτιμητικών σχολίων του για τους ιθαγενείς, αλλά και ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν.

Και ο Μαδούρο

Στην ίδια κατηγορία ανήκει και ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο, στον οποίο επιβλήθηκε τον Μάρτιο ποινή μηνιαίας «αποβολής» από την πλατφόρμα, για διάδοση παραπληροφόρησης αναφορικά με τον κορωνοϊό – ενώ την ίδια μοίρα είχαν οι ένοπλες δυνάμεις της Μιανμάρ, μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου. «Η μάχη του Facebook με τους παραβατικούς ηγέτες του κόσμου μόλις ξεκίνησε» διαπιστώνει η «Washington Post».

Η υπόθεση βεβαίως δεν είναι απλή. Για του λόγου το αληθές, η αρχική απόφαση για αποκλεισμό του Τραμπ, μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου, δεν προκάλεσε μόνο αντίποινα σε βάρος του ομίλου του Μαρκ Ζάκερμπεργκ από κυβερνήσεις χωρών όπως το Μεξικό και η Πολωνία. Χαρακτηρίστηκε «προβληματική» ακόμα και από την καγκελάριο της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ, η οποία εξέφρασε την ανησυχία της για τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης.

Δεν μπορεί κανείς παρά να συμμεριστεί τις ανησυχίες της γερμανίδας καγκελαρίου, όπως και πολλών άλλων. Ποιοι είναι άλλωστε οι 20 «σοφοί» – τόσα είναι τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου – που είναι σε θέση να κρίνουν ποιος θα έχει πρόσβαση στο Facebook και ποιος όχι; Ποιοι παραβιάζουν τους κανόνες και συνιστούν απειλή για την κοινωνία και ποιοι απλώς εκφράζουν τις απόψεις τους, όσο ακραίες και αν φαντάζουν αυτές;

«Το Facebook έχει καταστεί ένα θεωρητικά αναντικατάστατο μέσο στην πολιτική αντιπαράθεση. Εχει λοιπόν την ευθύνη τόσο να επιτρέπει την πολιτική έκφραση όσο και να αποτρέπει σοβαρούς κινδύνους για άλλα ανθρώπινα δικαιώματα» σημείωνε το ίδιο το Συμβούλιο αιτιολογώντας την απόφαση που ανακοίνωσε την Τετάρτη, παρατείνοντας τον αποκλεισμό του Τραμπ.

Το παραπάνω σκεπτικό είναι προβληματικό. Αλλωστε, καθώς η πρόσβαση στο Διαδίκτυο – άρα και στις πλατφόρμες του – αποτελεί ουσιαστικά ένα από τα κοινωνικά αγαθά της εποχής μας, οι μοναδικοί που θα μπορούσαν να κρίνουν αντικειμενικά (έστω και θεωρητικά) ποιοι το δικαιούνται και ποιοι όχι είναι Αρχές που προκύπτουν από εκλεγμένους θεσμούς (κυβερνήσεις) και υπάγονται σε κάποιου είδους κοινωνικό έλεγχο.

Κάτι που φυσικά δεν πληρούν οι «20» του Facebook, όποια και αν είναι τα διαπιστευτήριά τους…