Ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2009 έλαβε 4,60%. Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έλαβε 36,34%. Η «εξύψωση του λαού στη θέση του προνομιακού σημαίνοντος που εκπροσωπεί το στρατόπεδο Εμείς, με τέτοιον τρόπο ώστε να επιτρέπει σε ποικίλες ομάδες και υποκείμενα, χτυπημένα από την κρίση, να ταυτιστούν με αυτή τη θέση», γράφει ο πανεπιστημιακός Γιάννης Σταυρακάκης στο δοκίμιό του «Λαϊκισμός» (εκδ. ΕΑΠ). Είναι μία εκ των εξηγήσεων για την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ – μαζί βέβαια με δεδομένα όπως η απονομιμοποίηση του μέχρι τότε δικομματισμού, η φτωχοποίηση κ.τ.λ. Αν και ο Σταυρακάκης αναποδογυρίζει το επιχείρημα για τον λαϊκισμό, θεωρώντας πως πάντα ο δαιμονικός όρος χρησιμοποιείται δαιμονικά για να αποδομήσει κάθε αριστερό ριζοσπαστισμό.

Σήμερα που ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ έχει επιστρέψει στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ερώτημα είναι αν με μια νέα λαϊκίστικη ρητορική – και εν μέσω πανδημίας – θα ξαναγίνει ταμιευτήρας θυμού αλλά και πειστική εναλλακτική πρόταση για τους έλληνες πολίτες. Η εβδομάδα που μας πέρασε – για να ευλογήσουμε και τα γένια του ρεπορτάζ μας – ήταν αρκετά αντιπροσωπευτική και του μετέωρου βήματος του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και μιας νέας πιο οξείας ρητορικής κατά της κυβέρνησης με αφορμή την πανδημία, το ΕΣΥ, την οικονομία.

Ξεκινάμε απ’ τα κακά νέα για την Κουμουνδούρου. Εμπειρος δημοσκόπος μάς λέει πως ούτε με την ήπια τακτική του Μαρτίου – Απριλίου ούτε με την πιο δυναμική σημερινή ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να παίρνει μέρος της εμπιστοσύνης των πολιτών. «Δεν μπορεί με εργαλεία του 2012-2015 να κάνει αντιπολίτευση και από εκεί προκύπτει και η αμηχανία του, παρότι εκείνος ο δρόμος φαντάζει πιο εύκολος για αντιπολιτεύσεις», μας λέει ο δημοσκόπος και συμπληρώνει πως πάντα η χώρα είχε πρόβλημα αντιπολίτευσης και στο πώς στέκονται οι πολιτικές δυνάμεις όταν φεύγουν από την κυβέρνηση. «Σήμερα, για παράδειγμα, παρότι ζούμε μια πρωτόγνωρη κρίση, ο κόσμος συνεχίζει να είναι συσπειρωμένος γύρω από την κυβέρνηση, ενώ οι όποιες αστοχίες της δεν δημιουργούν βαθιά ρήγματα».

Με τα σημερινά δεδομένα μια επιστροφή σε λαϊκίστικες θέσεις δεν μπορεί να έχει ως φορέα τον ΣΥΡΙΖΑ που συν τοις άλλοις κυβέρνησε, και μάλιστα πρόσφατα. Αν, πάλι, δεν συμφωνήσουμε με τον όρο λαϊκισμός (θεωρώντας πως αποτελεί συστημικό στερεότυπο που αποδίδεται πάντα στον αντίπαλο), ένας πιο σκληρός ΣΥΡΙΖΑ θα έχει αποτέλεσμα; «Θα πρέπει να ξαναβρεί τις αφηγήσεις των λαϊκών δυνάμεων. Να πείσει για μια νέα συμφωνία, όχι κεφαλαίου – κράτους και εργασίας όπως λέγαμε παλιά. Αλλά μια συμφωνία των λαϊκών παραγωγικών δυνάμεων», μας λέει έμπειρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών που εγγράφεται στη ριζοσπαστική όχθη και συμπληρώνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα «είναι εγκλωβισμένος στον κυβερνητισμό, όχι στον λαϊκισμό».

Ανάμεσα σε Ξανθό και Πολάκη

Αν όμως ούτε με λαϊκισμό δεν επανακτά δυνάμεις ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε με μια πιο σκληρή ρητορική, τι δρόμος απομένει; Ο θεσμικός πολιτικός δρόμος. Δύσκολος για ένα κόμμα με καταβολές λαϊκές, και κινηματικές αν θέλετε, που σήμερα βιώνει το δικό του εκκρεμές μεταξύ Πολάκη και Ξανθού.

Για τους αντιπάλους του, πάντως, η εβδομάδα που πέρασε ήταν επιβεβαιωτική του νέου λαϊκισμού του Αλέξη Τσίπρα και των συντρόφων του. Αν λαϊκισμός είναι εκείνη η δομημένη δημαγωγία που δίνει απλές απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα, σήμερα το μεγάλο επίδικο των ημερών που είναι η καλπάζουσα πανδημική κρίση είναι και ένα πεδίο για να δουν όλοι πως το κόμμα του Τσίπρα είναι Ιανός. Ζητάει υπουργό Υγείας κοινής αποδοχής με συμφωνία, λέει έμπειρος πολιτικός του δεξιού τόξου, και ταυτόχρονα ζητά παραιτήσεις υπουργών. «Ενδεικτικό του λαϊκισμού», συμπληρώνει.

Μήπως όμως και ο κόσμος είναι επιρρεπής στον λαϊκισμό; Μήπως, για παράδειγμα, και το Μακεδονικό και τα συλλαλητήρια ήταν ένα πρόσφατο παράδειγμα όπου η ΝΔ πόνταρε στην αποδομητική κριτική της για μια συμφωνία που τελικά σεβάστηκε;

«Ο κόσμος θέλει σχέδιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ενοχή για την κυβέρνησή του, απολογείται ή προβάλλει πράγματα που έκανε κατόπιν καταναγκασμού. Και αφυδατώνει κάθε εναλλακτικό του πρόγραμμα», μας λέει ο πολιτικός επιστήμονας.

Η αλήθεια είναι πως δεν λείπει από τον ΣΥΡΙΖΑ η οξεία κριτική στα κυβερνητικά πεπραγμένα. Το είδαμε και στη Βουλή που μας πέρασε. Τα ποσοστά του παραμένουν καθηλωμένα γιατί οφείλει να επινοήσει άλλο δρόμο για τις νέες του κοινωνικές συμμαχίες. Οι ρευστές πολιτικά πλατείες δοκιμάστηκαν. Η άγρια αντιμνημονιακή ρητορική είναι ήδη παρελθόν. Η υπεράσπιση των συριζαϊκών κυβερνητικών πεπραγμένων απαιτεί γενναία αυτοκριτική, αναστοχασμό και δομές κόμματος – το συνέδριο έχει πάει στις ελληνικές καλένδες. Η παρέμβαση σε μαζικούς φορείς και συνδικάτα είναι μάταιη (και αποδυναμωμένη η σημαντικότητά της σε σχέση με πριν από δύο δεκαετίες, για να είμαστε ειλικρινείς). Το εκκρεμές είναι εδώ και η πορεία δύσκολη.