«Τυφλό» είναι το σύστημα ελέγχου εισροών – εκροών των ναυτιλιακών καυσίμων που έχουν εγκαταστήσει στις δεξαμενές τους τα πλωτά εφοδιαστικά μέσα, καθώς τα δεδομένα που συλλέγονται δεν μεταδίδονται σε καμία αρμόδια διοικητική αρχή.

Αυτό σημειώνουν στελέχη της πετρελαϊκής αγοράς, εκφράζοντας παράλληλα την ανησυχία τους για το νέο παράθυρο που ετοιμάζεται να ανοίξει στο λαθρεμπόριο το υπουργείο Οικονομικών.

Με αφορμή τις χθεσινές καταγγελίες των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών, το υπουργείο φέρεται διατεθειμένο να εκδώσει απόφαση με την οποία οι μπάριζες (πλωτές φορτηγίδες που εφοδιάζουν με καύσιμα τα πλοία) θα χαρακτηρίζονται και φορολογικές αποθήκες.

Κατ’ αρχάς και όπως σημειώνουν οι εκπρόσωποι κλάδου των πετρελαιοειδών, «δεν υπάρχει καμία ανάγκη ώστε τα πλωτά εφοδιαστικά μέσα να νομοθετηθούν και ως φορολογικές αποθήκες». Και εξηγούν: «Πέρυσι η ναυτιλιακή αγορά είχε ανάγκη 3.100.000 τόνων σε ναυτιλιακό ντίζελ και μαζούτ και καλύφθηκε χωρίς κανένα πρόβλημα από τις επιχειρήσεις του κλάδου».

Η ανησυχία του κλάδου έγκειται στην πληροφόρηση που διαθέτει και σύμφωνα με αυτήν το υπουργείο Οικονομικών και ο διοικητής της ΑΑΔΕ σκοπεύουν να εκδώσουν την προαναφερόμενη απόφαση με βάση διάταξη του νόμου 2960/2001. Το άρθρο 178 (παράγραφος 8) τους δίνει τη δυνατότητα με την απόφαση «να καθορίζονται οι διαδικασίες, οι όροι και οι προϋποθέσεις έκδοσης άδειας λειτουργίας των πλωτών μέσων ως μέσων αποθήκευσης, διακίνησης και εφοδιασμού, κατά περίπτωση, ενεργειακών προϊόντων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια».

Τα βασικά προβλήματα

Ο κλάδος των πετρελαιοειδών δεν μπορεί να δώσει καμία απάντηση σε αυτή την πρόθεση της αδειοδότησης των σλεπιών και ως φορολογικών αποθηκών, και περιγράφει τα προβλήματα:

1. Αν εκδοθεί η απόφαση, τα πλωτά εφοδιαστικά μέσα θα φουλάρουν τις δεξαμενές τους και με ποσότητες ναυτιλιακού καυσίμου που δεν χρειάζονται. Θα εκτελούν τις παραγγελίες τους αλλά στη συνέχεια κανένας δεν είναι σε θέση να ελέγξει το υπόλοιπο του ντίζελ ή μαζούτ. Σήμερα τα σλέπια ή οι μπάριζες μεταφέρουν μόνο τις ποσότητες που ζητά ο παραλήπτης και ακολουθείται μια αυστηρή διαδικασία ελέγχου (έγγραφα, γνωστοποίηση παράδοσης κ.λπ.).

2. Το σύστημα εισροών – εκροών που έχουν εγκαταστημένο στις δεξαμενές τους δεν μεταδίδει σε καμία διοικητική αρχή τα δεδομένα. Ετσι δεν έχουν καμία υποχρέωση να στέλνουν στο τέλος της ημέρας ισοζύγιο ναυτιλιακών καυσίμων, δηλαδή τι εισέρχεται και τι εξέρχεται. Αρα ελλοχεύει ο κίνδυνος της λαθραίας διακίνησης ναυτιλιακού καυσίμου.

Το κίνητρο για την παράνομη μεταφορά ποσοτήτων είναι μεγάλο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης για το ναυτιλιακό ντίζελ είναι 410 ευρώ ανά κυβικό μέτρο (δηλαδή περίπου όσο η αξία του προϊόντος σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα της αγοράς), ενώ για το μαζούτ είναι 38 ευρώ. Ο εφοδιασμός πλοίου είναι χωρίς τέλη (αδασμολόγητος)! Συνήθως, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, το ναυτιλιακό ντίζελ διακινείται παράνομα ως πετρέλαιο κίνησης, θέρμανσης αλλά και για τη βιομηχανία.

Πέραν όμως της έκρηξης της λαθρεμπορίας ο κλάδος των πετρελαιοειδών δεν κρύβει την ανησυχία του και για επανάληψη θαλάσσιων ατυχημάτων με τεράστιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως το ναυάγιο του «Αγία Ζώνη». Οπως εξηγούν, πρόσφατα το υπουργείο Οικονομικών έδωσε τη δυνατότητα ώστε τον εφοδιασμό των πλοίων να μπορούν να κάνουν και μεγάλης ηλικίας πλωτά μέσα, ακόμα και άνω των 20 ετών.

Με πιο απλά λόγια, ο κίνδυνος θαλάσσιου ατυχήματος είναι πιο ορατός όταν θα κυκλοφορούν στα λιμάνια μπάριζες μεγάλης ηλικίας και με τις δεξαμενές φουλαρισμένες, αφού πια θα χαρακτηρίζονται φορολογικές αποθήκες.