Στην διαπίστωση ότι αποδεικτικά δεν προέκυψε τίποτα εις βάρος του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου καταλήγει η πορισματική έκθεση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αριθμεί τις 250 σελίδες.

Δείτε εδώ ολο το Πόρισμα ΣΥΡΙΖΑ 

Σύμφωνα με το σκεπτικό που διατυπώνεται, αυτό που αναδείχθηκε κατά την πορεία των ερευνών της προανακριτικής επιτροπής ήταν η μεροληπτικότητα και αναξιοπιστία της, ενώ σύμφωνα με την αξιωματική αντιπολίτευση «προέκυψε με σαφήνεια η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε νόμιμης βάσης για την άσκηση δίωξης κατά του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης».

Όπως αναφέρεται εξάλλου σε περίληψη του πορίσματος του ΣΥΡΙΖΑ «άνθρακες ο θησαυρός, γιατί δεν απέδωσε τίποτα σε επίπεδο επαρκών ενδείξεων για την κίνηση της ποινικής δίωξης εις βάρος του», ενώ κατηγορείται η πλειοψηφία ότι ΝΔ-ΚΙΝΑΛ ότι «προσπάθησαν να θεμελιώσουν έναν ρεβανσιστικό μηχανισμό επιβολής προειλημμένων αποφάσεων για διώξεις πολιτικών αντιπάλων, καθώς και να στήσουν έναν πομπό εκκωφαντικών εκφοβισμών με στόχο την άλωση της Δικαιοσύνης». Η περίληψη του πορίσματος των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ έχει ως εξής:

Το πόρισμα των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει ότι η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ μέσα από τη λειτουργία της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης κατά του πρώην αναπληρωτή υπουργού δικαιοσύνης προσπάθησαν να θεμελιώσουν έναν ρεβανσιστικό μηχανισμό επιβολής προειλημμένων αποφάσεων για διώξεις πολιτικών αντιπάλων, καθώς και να στήσουν έναν πομπό εκκωφαντικών εκφοβισμών με στόχο την άλωση της Δικαιοσύνης. Όμως, η ολοκλήρωση των εργασιών της Επιτροπής δεν θα σημάνει και την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Και αυτό γιατί ΝΔ και ΚΙΝΑΛ έχουν θέσει απέναντί τους εκπροσώπους πολιτικών και δικαστικών θεσμών που έχουν το σθένος να θέσουν όρια στον κατήφορό τους.

Ήδη, το ίδιο το πόρισμα της πλειοψηφίας της Επιτροπής θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί ως «άνθρακες ο θησαυρός». «Άνθρακες ο θησαυρός» γιατί αποτελεί την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του κοινοβουλίου που χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο κατά πολιτικών αντιπάλων, αλλά και κατά κρίσιμων για τη δημοκρατία θεσμών όπως η δικαστική εξουσία.«Άνθρακες ο θησαυρός» γιατί δεν απέδωσε τίποτα σε επίπεδο επαρκών ενδείξεων για την κίνηση της ποινικής δίωξης εις βάρος του ερευνώμενου πρώην αναπληρωτή υπουργού δικαιοσύνης.

Με το σενάριο για τη δήθεν «σκευωρία Νοβάρτις» έγινε εξ αρχής προσπάθεια να κρυφτεί το σκάνδαλο των υπερτιμολογήσεων, το πραγματικό «σκάνδαλο Νοβάρτις». Αυτή τη στιγμή έχει ήδη ασκηθεί μια δίωξη (Α. Λοβέρδος) για το «σκάνδαλο Νοβάρτις», ενώ αναμένεται η ολοκλήρωση του ελέγχου για άλλα δύο πρόσωπα (Δ. Αβραμόπουλος, Α. Γεωργιάδης). Στόχος, λοιπόν, ήταν να ανακοπούν οι έρευνες που ήταν σε εξέλιξη και να αλλάξουν χέρια οι δικογραφίες, αλλά και να δοθεί το μήνυμα σε κάθε εισαγγελικό λειτουργό που θα τολμούσε στο μέλλον να ελέγξει υποθέσεις διαφθοράς ότι θα κινδυνεύσει να «πάει φυλακή», όπως ανοιχτά απειλούσε πρόσφατα ο ακόμη ελεγχόμενος Άδωνις Γεωργιάδης, ενώ ο ίδιος  ο υπουργός της Δικαιοσύνης από του βήματος της Βουλής «απεφάνθη» ότι έπρεπε  όλες οι δικογραφίες να πάνε αρχείο, κάνοντας μία απίστευτη και κραυγαλέα παρέμβαση στη δικαιοσύνη και σε ανοικτή δικογραφία. Πράγματι, ο Σύριζα έκανε και κάνε παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, και πράγματι «εν τη δικαιοσύνη πάσαι αρεταί»!!!!!!

Στο πόρισμα των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλα αυτά, περιέχονται εκτενή αποσπάσματα από καταθέσεις θεσμικών παραγόντων στην «εξεταστική για το φάρμακο», ενώ και στην ίδια την Επιτροπή για τη δήθεν «σκευωρία Νοβάρτις» αναδείχθηκε με ενάργεια ότι η τιμολόγηση των φαρμάκων ήταν εξόφθαλμα υπερμεγέθης για μια χώρα όπως η Ελλάδα και μάλιστα σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης. Αναδείχθηκαν τα στοιχεία και τα μεγέθη που δείχνουν ότι υπήρχαν οι προφανείς, αναγκαίες αντικειμενικές ενδείξεις που θα οδηγούσαν τον μέσο εισαγγελικό λειτουργό να διερευνήσει και να ασκήσει ποινικές διώξεις κατά υπουργών που αποφάσιζαν για τις τιμές των φαρμάκων.

Εξάλλου, ακόμη και βασικοί μάρτυρες κατηγορητηρίου αποδείχθηκαν πλήρως αναξιόπιστοι. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού επρόκειτο για πρόσωπα που παρότι έφεραν την ιδιότητα του Έλληνα εισαγγελέα, εμφανίστηκαν στην Επιτροπή χωρίς την ελευθερόφρονα κρίση που θα έπρεπε να τους χαρακτηρίζει. Προσήλθαν για να καταγγείλουν με υπαινιγμούς, αόριστες νύξεις και ασάφειες πράξεις που δήθεν είχαν συμβεί πριν από πολλά χρόνια, για τις οποίες, όμως, ουδέν είχαν πράξει τότε που υποτίθεται ότι συνέβησαν, ενώ, άλλωστε, δεν προσκόμισαν προς απόδειξή τους άλλο τίποτα παρά τη δική τους αναξιόπιστη μαρτυρία-καταγγελία. Από την άλλη η κατάθεση της πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ξ. Δημητρίου ήταν ένας εκτενής κόλαφος για το υπηρεσιακό παρελθόν καθενός εκ των εισαγγελέων αυτών, αλλά ακόμη και για το πώς έδρασαν στο πλαίσιο της υπόθεσης του «σκανδάλου Novartis». Αναδείχθηκε εν γένει ότι επρόκειτο για εισαγγελείς που είχαν τιμωρηθεί πειθαρχικά για σοβαρά παραπτώματα ή για εισαγγελείς που είχαν έφεση στο να ξεχνούν δικογραφίες στα συρτάρια τους ή να επιδιώκουν προσωπικούς στόχους κατάληψης ειδικών θέσεων μέσω πολιτικών οδών ή για εισαγγελείς που φοβήθηκαν να μην αναδειχθούν ευθύνες δικές τους σε σχέση με την έως τότε διαχείριση στοιχείων και πληροφοριών που προέκυψαν κατά την έρευνα του σκανδάλου Novartisή, τέλος, για εισαγγελείς που έτσι επέλεξαν να διαχειριστούν τη σχέση συγγενικών τους προσώπων με φαρμακευτικές εταιρείες.

Άλλωστε, κανένας μάρτυρας δεν αρνήθηκε ότι η υπόθεση Novartis ήταν ένα σκάνδαλο.

Αναδείχθηκε, επίσης, ότι τα στοιχεία για την εμπλοκή πολιτικών είχαν εμφανιστεί ήδη από δημοσιεύματα επί θητείας της εισαγγελέως Ε. Ράικου, όπως επιβεβαίωνε και η ίδια στη γνωστή δήλωση παραίτησής της που σε τίποτα δεν προδιέθετε για την στάση της έκτοτε. Άλλωστε, οι πρόσφατες εξελίξεις με το συμβιβασμό της Novartis στις ΗΠΑ αφορούσαν παράνομες πρακτικές στην Ελλάδα, που για να τελεσφορήσουν έπρεπε να φτάνουν έως τα τότε αρμόδια κυβερνητικά στελέχη.

Εντέλει, κανένας από τους κρίσιμους μάρτυρες του «σκανδάλου Novartis» δεν κατήγγειλε οποιαδήποτε επαφή του ή επηρεασμό του από τον πρώην αναπληρωτή υπουργό δικαιοσύνης, ενώ επίσης κανένας τους δεν μετέβαλε ούτε κατ’ ελάχιστον τα ουσιώδη σημεία όσων είχε ήδη καταθέσει σε άλλες διαδικασίες.

Η ιστορία της κοινοβουλευτικής επιτροπής συμπυκνώνεται σε δυο διαπιστώσεις: από τη μια στο γεγονός ότι η πλειοψηφία της Επιτροπής εξαντλήθηκε σε μεθοδεύσεις και παραδικονομικές ενέργειες και από την άλλη στο γεγονός της εμφανούς ανεπάρκειαςδεδομένων και αποδείξεων που θα απαιτούνταν για τη στοιχειοθέτηση οποιασδήποτε επικοινωνίας και επίδρασης του πρώην αναπληρωτή υπουργού δικαιοσύνης προς την επικεφαλής και τους επίκουρους εισαγγελείς εγκλημάτων διαφθοράς.

Κατ’ αυτό τον τρόπο αναδείχθηκε η μεροληπτικότητα και αναξιοπιστία της Επιτροπής, ενώ προέκυψε με σαφήνεια η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε νόμιμης βάσης για την άσκηση δίωξης κατά του πρώην αναπληρωτή υπουργού δικαιοσύνης.

Η πλειοψηφία εξ αρχής για να διευκολύνει το έργο της εξαίρεσε από τη σύνθεση της Επιτροπής τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Τζανακόπουλο και Π. Πολάκη, δήθεν λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας.Την ίδια στιγμή διατήρησαν σε αυτή τον Αθ. Πλεύρη, τη Ζωή Ράπτη και τον Β. Κεγκέρογλου, στελέχη που διετέλεσαν σύμβουλοι υπουργών υγείας ή δικηγόροι καταγγελλόντων ή προέβαιναν σε εμπαθείς δηλώσεις στα ΜΜΕ σχετικά με την ενοχή του ερευνώμενου, χωρίς κανένα σεβασμό στη διαδικασία που εξελισσόταν. Η κακή σύνθεση της Επιτροπής έχει προκαλέσει ακυρότητα πολλών πράξεων της που θα αναγκαστούν να επαναλάβουν οι ανακριτικές αρχές που θα επιληφθούν στο εξής.

Η πλειοψηφία ακόλουθα προσπάθησε να αποκαλύψει τα στοιχεία ταυτότητας των «προστατευόμενων μαρτύρων», ιδίως μέσω ανοιχτών εναντίον τους απειλών και μέσω της έκδοσης ενταλμάτων βίαιης προσαγωγής. Μετά την αναφορά των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου αυτή η εξέλιξη αποφεύχθηκε. Διασώθηκε έτσι το κύρος ενός παγκοσμίως αποδεκτού, σημαντικού θεσμού για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Ταυτόχρονα προστατεύθηκαν τα πρόσωπα που έχουν καταγγείλει παράνομες πρακτικές και οι δικογραφίες που έχουν σχηματισθεί σε σχέση όχι μόνο με πολιτικά, αλλά και με μη πολιτικά πρόσωπα που ελέγχονται από τη Δικαιοσύνη.

Εν συνεχεία η πλειοψηφία της Επιτροπής αποδύθηκε στην προσπάθεια να σύρει και να εξετάσει ως υπόπτους και μη πολιτικά πρόσωπα, «αρπάζοντας» αυτή την αρμοδιότητα από την τακτική δικαιοσύνη, αφού η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να ερευνά μόνο για μέλη της κυβέρνησης στα οποία αποδίδονται παράνομες πράξεις. Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, μετά από προσφυγή των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, ρητά απέκλεισε αυτή την εξέλιξη. Έτσι, αποφεύχθηκε ο διασυρμός των προσώπων αυτών με καταθέσεις σε αναρμόδια Επιτροπήχωρίς κανένα σεβασμό στα δικονομικά τους δικαιώματα και η υπαγωγή της Δικαιοσύνης στα πολιτικά παιχνίδια.

Άλλωστε, το πρώτο κατηγορητήριο όπως είχε διαμορφωθεί ήταν τόσο αόριστο προκειμένου με βάση αυτό να μπορούσε να στηριχθεί οποιαδήποτε αυθαιρεσία της πλειοψηφίας και ιδίως να ξεκινήσει ένα κυνήγι μαγισσών κατά έντιμων εισαγγελικών λειτουργών σε μια προσπάθεια που η ίδια η σημερινή κυβέρνηση με τα δικά της κριτήρια αντιλαμβανόταν ως ένα είδος «ξεκαθαρίσματος» στη Δικαιοσύνη.

Όμως, κάθε φορά που οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό ζήτημα ετίθετοενώπιον των ανεξάρτητων εισαγγελικών και δικαστικών αρχών ή στην ανεξάρτητη Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής η πλειοψηφία της Επιτροπής υφίστατο σοβαρή νομική και πολιτική ήττα.Έτσι, η «σκευωρία Νοβάρτις», μετά τις εξελίξεις στην Επιτροπή, έγινε και από τους ίδιους τους βουλευτές της πλειοψηφίας κατανοητό ότι δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθείκαι προσπάθησαν γρήγορα να κατασκευάσουν νέες υποθέσεις με αόριστες καταγγελίες που θα μετέφεραν αλλού το ενδιαφέρον.

Προκάλεσαν, λοιπόν, την προσέλευση ενώπιον της Επιτροπής προσώπων σχετικά με υποθέσεις που ετοιμάζονταν από καιρό σε συνεννόηση με τα μέλη της Επιτροπήςή προσώπων που αξιοποίησαν την ευκαιρία να ρίξουν κατά του πρώην αναπληρωτή υπουργού δικαιοσύνης το δικό τους «λίθο αναθέματος», λόγω προσωπικών εμπαθειών και στοχεύσεων.

Η πλειοψηφία της Επιτροπής, αφού άφησε όλους αυτούς τους ανθρώπους να καταθέσουν κανονικά στην Επιτροπή, αναγκάστηκε μετά από υπόδειξη της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής να ζητήσει νέα απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής προκειμένου να «διευρυνθεί» το κατηγορητήριο κατά του πρώην αναπληρωτή υπουργού. Περισσότερο προφανής κατάδειξη της έως τότε έλλειψης εξουσίας της και των καταχρηστικών πρακτικών της δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Έτσι, πριν καν δοθεί στον ερευνώμενο από την Επιτροπή η δυνατότητα να δώσει εξηγήσεις σε σχέση με αυτές τις καταθέσεις οι ίδιες μετατράπηκαν στο νέο κατηγορητήριο. Σε σχέση δε με αυτό το νέο κατηγορητήριο δεν διενεργήθηκε καμία νέα έρευνα και εξέταση, ενώ η Επιτροπή απέρριψε κάθε αίτημα του πρώην αναπληρωτή υπουργού για εξέταση κατ’ αντιπαράσταση με τον Αντ. Σαμαρά, αλλά και για ουσιαστική εξέταση των αιτημάτων του σε σχέση με πλήθος δικονομικών ακυροτήτων και σε σχέση με την εξέταση μαρτύρων υπεράσπισης.

Λίγο πριν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες της Επιτροπής μεθοδεύτηκε η εμφάνιση σε αυτή από μάρτυρα ηχητικού υλικού στο οποίο ακούγεται κυρίως ο ίδιος ο καταγράφων να προβάλει επιτακτικά αιτήματα στα οποία δεν υπήρξε ανταπόκριση. Το υλικό αυτό ήταν αποτέλεσμα παράνομης καταγραφής. Η ΝΔ είχε σπεύσει ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο με διάταξη αντισυνταγματικού νόμου να δώσει νόμιμα προσχήματα στην αξιοποίηση παράνομου υλικού και στην υιοθέτηση παρακρατικώνμεθόδων. Η προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης με την επικουρία φιλικών της κυβέρνησης ΜΜΕ ήταν πλέον εμφανής. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ προσέφυγαν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου καταγγέλλοντας τις παραπάνω παράνομες πράξεις, με αποτέλεσμα να διαταχθεί σχετική έρευνα υπό την εποπτεία του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών.

Όλα τα παραπάνω οδήγησαν σε σωρεία ακυροτήτων και αυθαιρεσιών που τέθηκαν από τον ερευνώμενο πρώην αναπληρωτή υπουργό δικαιοσύνης, ο οποίος όταν διέγνωσε την πλήρη αποθράσυνση της πλειοψηφίας, με τον πλήρη περιορισμό των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, εξαναγκάστηκε σε αποχώρηση από τη διαδικασία.

Ήδη, κατά την ολοκλήρωση των εργασιών της Επιτροπής έχει αναδειχθεί στην ειδησεογραφία το γεγονός ότι ολοκληρώθηκαν τα πορίσματα των δυο Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου για τις πράξεις που αποδίδονταν στην επικεφαλής και τους επίκουρους εισαγγελείς εγκλημάτων διαφθοράς. Η Επιτροπή όφειλε πριν ολοκληρώσει το έργο της να ζητήσει και να λάβει αντίγραφα αυτών, προκειμένου να τα λάβει υπόψη της, αφού εξετάζει ευθύνες για συμμετοχικές πράξεις που προϋποθέτουν φυσικό αυτουργό. Το ζήτημα αυτό τέθηκε από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και από τον ερευνώμενο. Ίσως, η αδράνεια της Επιτροπής να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια σχετικά πιθανότατα σχετίζεται με τη φημολογία στον Τύπο ότι και οι δυο Αντεισαγγελείς δεν βρίσκουν κανένα στοιχείο για να κινηθεί ποινική δίωξη στους επίκουρους εισαγγελείς εγκλημάτων διαφθοράς, που είναι οι συντάκτες κρίσιμων πορισματικών αναφορών, αλλά και η πλήρως, εκτενώς τεκμηριωμένη άποψη ότι ούτε η επικεφαλής εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς θα έπρεπε να ελεγχθεί για οποιαδήποτε ευθύνη.

Εν κατακλείδι, παρότι έγινε προσπάθεια δημιουργίας ενός μηχανισμού ηθικής «δολοφονίας» πολιτικών αντιπάλων και δικαστικών λειτουργών, η προσπάθεια αυτή έχει πέσει στο κενό. Ακόμη και αν με το πόρισμά της η ΝΔ εσκεμμένα παραπέμπει την υπόθεση στους τακτικούς δικαστές του συμβουλίου του ειδικού δικαστηρίου, το υλικό που έχει συγκεντρωθεί και τα συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί δεν μπορούν να παραβλεφθούν και καθιστούν βέβαιο ότι έχει γίνει κατανοητό αυτό που από την πρώτη στιγμή προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλ. ότι:

  • Αποδείχθηκε πλήρως η ύπαρξη σκανδάλου υπερτιμολογήσεων στα φάρμακα (σκάνδαλο Novartis), με ευθύνη ποινικού επιπέδου εκ μέρους πολιτικών προσώπων, καθώςκαι ότι δεν μπορούν να αποκρυβούν οι διαχρονικές ευθύνες για τη διαφθορά στην Ελλάδα.
  • Η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ χρησιμοποίησαν την κοινοβουλευτική επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης για να ανακόψουν τις έρευνες για το «σκάνδαλο Novartis», αλλά και για να εκφοβίσουν κάθε εισαγγελέα που στο μέλλον θα ήθελε να ερευνήσει υποθέσεις διαφθοράς.
  • Το σενάριο περί δήθεν «σκευωρίας Novartis» δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί και αυτό ήταν ήδη γνωστό στη ΝΔ και στο ΚΙΝΑΛ. Εξ ου και μετά το φιάσκο αυτής της υπόθεσης ενεργοποίησαν το σενάριο περί «διευρυμένου» κατηγορητηρίου προκειμένου να δημιουργήσουν άλλες υποθέσεις, που θα χρησίμευαν, μεταξύ άλλων, και για το «ξέπλυμα» προσώπων που την ενδιέφεραν.
  • Αλλά και αποδεικτικά δεν προέκυψε τίποτα εις βάρος του πρώην αναπληρωτή υπουργού δικαιοσύνης. Αντίθετα, αναδείχθηκε η αναξιοπιστία των εναντίον του καταθέσεων. Η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ απέδειξαν ότι δεν ενδιαφέρονται για την απόδοση δικαιοσύνης και τη διερεύνηση της αλήθειας, αλλά για τη συντήρηση ενός κλίματος λασπολογίας και ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.
  • Στο πλαίσιο της Επιτροπής έλαβαν χώρα πλείστες αυθαιρεσίες και παραδικονομικές ενέργειες προκειμένου να περιοριστούν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του ερευνώμενου, ώστε να διευκολυνθεί η εφαρμογή των προειλημμένων αποφάσεών τους και του σχεδίου εξόντωσης των πολιτικών τους αντιπάλων.
  • Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ προέβαλαν θεσμική αντίσταση στις μεθοδεύσεις, επικεντρώθηκαν στην αναζήτηση της αλήθειας και πρόταξαν ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών και στην επιστημονική υπηρεσία της Βουλής αιτήματα και επιχειρήματα που συνέβαλαν στη διαφύλαξη κρίσιμων θεσμικών κεκτημένων.