Η Τουρκία συνεχίζει με αμείωτη ένταση τη μάχη με τις αγορές καθώς οι διεθνείς επενδυτές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την πορεία της οικονομίας της χώρας, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι επίσημοι αριθμοί αλλά και τα στοιχεία οίκων και αναλυτών.

Ο αριθμός των ξένων επενδυτών που συμμετέχουν στις συναλλαγές με το εθνικό νόμισμα της χώρας, τη λίρα, μειώθηκε δραματικά σε 24% από 65% στο διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2018 μέχρι τις αρχές Ιουνίου του 2020. Την ίδια στιγμή, φυγή καταγράφεται και από τα κρατικά ομόλογα της χώρας, όπου το δωδεκάμηνο που ολοκληρώθηκε στα μέσα Ιουνίου οι επενδυτές προχώρησαν σε ρευστοποιήσεις τέτοιων ομολόγων που αποτιμώνται σε λίρες, αξίας 7,5 δισ. δολαρίων. Ηταν η μεγαλύτερη «έξοδος» που έχει καταγραφεί από το 2015 και μετά, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg. Παράλληλα, η Goldman Sachs σημειώνει ότι από το 2018 η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας έχει χρησιμοποιήσει περίπου 85 δισ. δολάρια σε συναλλαγματικά αποθέματα προκειμένου να στηρίξει τη λίρα, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα έναντι του δολαρίου. Επισήμως τα στοιχεία από την κεντρική τράπεζα της Τουρκίας δείχνουν ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα διαμορφώνονται σε 55 δισ. δολάρια, ενώ στα τέλη του 2016 ήταν πάνω από τα 105 δισ. δολάρια. Ομως διεθνείς οίκοι εκτιμούν ότι η μείωση μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη.

ΣΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΑΜΗΛΟ. Η ισοτιμία του ενός δολαρίου φτάνει σήμερα τις 6,85 λίρες, πλησιάζοντας κοντά στο ιστορικό χαμηλό για το εθνικό νόμισμα της Τουρκίας που είναι οι 7,10 λίρες. Ολα αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία καθώς οι ανάγκες της χώρας σε ξένα κεφάλαια αυξάνονται αντί να μειώνονται. Είναι ενδεικτικό ότι μέσα στους επόμενους 12 μήνες η χώρα θα χρειαστεί κεφάλαια 164 δισ. δολαρίων σε εξωτερική χρηματοδότηση για να καλύψει λήξεις χρεών και ομολόγων ή να αντλήσει ποσά για να μετακυλήσει σε μεταγενέστερες ημερομηνίες τέτοιες υποχρεώσεις.

Ο πρόεδρος της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει εξαπολύσει πόλεμο κατά των αποκαλούμενων από τον ίδιο «χειραγωγών των συναλλαγματικών ισοτιμιών».

Ομως το πρόβλημα που υπάρχει για τη χώρα είναι ότι πλέον η λίρα δεν αποτελεί το ισχυρό νόμισμα που είχε συνηθίσει παλιότερα η Τουρκία. Πλέον μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια αποφεύγουν να έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους στοιχεία ενεργητικού, όπως ομόλογα αλλά και μετοχές, που να αποτιμώνται σε λίρες.

Επίσης οι διεθνείς επενδυτές γυρίζουν την πλάτη στη λίρα λόγω κινήσεων της ίδιας της Αγκυρας. Τον περασμένο Μάιο οι εποπτικές Αρχές της Τουρκίας είχαν απαγορέψει για μικρό διάστημα τις συναλλαγές σε λίρες των τοπικών τραπεζών με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Citibank, η UBS και η BNP Paribas. Παρόμοιες απαγορεύσεις είχαν επιβληθεί στο παρελθόν και σε αγορές και πωλήσεις μετοχών. Αυτό δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερο προβληματισμό σε διεθνές επίπεδο, σε συνδυασμό με την πολιτική χαμηλών επιτοκίων που συνεχίζει να ακολουθεί η κυβέρνηση για να μην αυξηθεί το κόστος εξυπηρέτησης δανείων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Μάλιστα, ορισμένες διεθνείς τράπεζες αποφάσισαν να σταματήσουν τελείως την παροχή υπηρεσιών αγοράς και πώλησης λιρών Τουρκίας σε πελάτες τους, γυρίζοντας την πλάτη στις συνεχείς παρεμβάσεις της κυβέρνησης.

ΤΟ ΔΝΤ. Σε διεθνές επίπεδο έχουν αρχίσει να γίνονται συζητήσεις ακόμη και για πιθανή προσφυγή της Τουρκίας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κάτι που θα ήταν όμως δύσκολο να το αποφασίσει η κυβέρνηση Ερντογάν. Προς το παρόν, τουλάχιστον, η Τουρκία έχει στραφεί σε παραδοσιακούς συμμάχους της, όπως το Κατάρ, με το οποίο έχει τριπλασιάσει τις γραμμές ανταλλαγής νομισμάτων (swap) στα 15 δισ. δολάρια. Επίσης η Αγκυρα επιδιώκει να πετύχει αντίστοιχες συμφωνίες με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και άλλες ισχυρές κεντρικές τράπεζες, αν και αυτές ζητούν προς το παρόν τουλάχιστον ισχυρές εγγυήσεις και δεν έχει επιτευχθεί κάποιο ντιλ.