Δυσανάλογα πλήττουν η υγειονομική κρίση και οι αλλαγές που αυτή έφερε στην καθημερινότητα των ελλήνων, κομβικούς τομείς της οικονομίας όπως το λιανικό εμπόριο, την εστίαση, την παροχή καταλύματος, τις μεταφορές, οι οποίοι συνδυαστικά αντιστοιχούν στο 18% της προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας το 1ο τρίμηνο του 2020 και περισσότερο από 23% και 27% περίπου κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του έτους, αντίστοιχα, ενώ παράλληλα αναλογούν και στο 40% περίπου της συνολικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.

Αυτό καταγράφει μελέτη της Εθνικής Τράπεζας για τις «Μακροοικονομικές τάσεις, COVID-19 & ΑΕΠ 1ου Τριμήνου 2020». Όπως αναφέρει η Εθνική Τράπεζα οι συγκεκριμένοι τομείς συνεισέφεραν τα δύο τρίτα του ετήσιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2017-2019 και σχεδόν τα τρία τέταρτα των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν στην οικονομία την ίδια περίοδο. Επομένως , όπως αναφέρετε «οι εξελίξεις των επόμενων μηνών συνιστούν ένα κρίσιμο τεστ για την ανθεκτικότητα του αναπτυξιακού μείγματος της οικονομίας. Με δεδομένο ότι μία πρωτόγνωρη συρρίκνωση του εισερχόμενου τουρισμού είναι αναπόφευκτη, καθώς η μείωση των αφίξεων προσεγγίζει το 100% για τον Απρίλιο και το Μάιο, ενώ και η ανάκαμψη από τα μέσα Ιουνίου αναμένεται βραδεία, η αντίδραση της εγχώριας ζήτησης είναι κρίσιμη για τον προσδιορισμό του μεγέθους της ύφεσης και τη διαμόρφωση της τροχιάς ανάκαμψης της Ελληνικής οικονομίας».

Οι προβλέψεις θέλουν το ΑΕΠ να αναμένεται να μειωθεί περίπου κατά 13,5% σε τριμηνιαία βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2020 (-15.1% σε ετήσια).

Ωστόσο την ίδια ώρα η σωρευτική εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικής στήριξης που υπερβαίνουν τα 15 δισ. ευρώ –8 δισ. ευρώ σε κοινωνικές παροχές, επιδοτήσεις και φορολογικές ελαφρύνσεις, 3 δισ. ευρώ σε αναστολές πληρωμών φορολογικών υποχρεώσεων και κοινωνικής ασφάλισης και 4 δισ. ευρώ σε μορφή κρατικών δανείων και εγγυήσεων για νέο τραπεζικό δανεισμό – αναμένεται να συμβάλει στη μείωση της αβεβαιότητας, επιταχύνοντας την ανάκαμψη.

Ωστόσο δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί η αντίδραση του ιδιωτικού τομέα στα μέτρα στήριξης, σε ένα περιβάλλον – έστω και παροδικής – επιδείνωσης των συνθηκών στην αγορά εργασίας, καθώς η πίεση στη δραστηριότητα ορισμένων κλάδων μπορεί να διατηρηθεί μέχρι το τέλος του έτους.