Στην ταινία «Η φωνή του Φεγγαριού», ο Φελίνι εικονογραφεί την κόλαση ως μια ντίσκο. Κάθε χρόνο, κυρίως αρχή καλοκαιρινής σεζόν, μερίδα των ΜΜΕ και του δημόσιου λόγου εικονογραφεί αντίστοιχα ως κόλαση τη Μύκονο. Ως τόπο ακολασίας, ασυδοσίας, μαύρου χρήματος, αχαλίνωτης ζωής. Το φαινόμενο εντάθηκε τα τελευταία χρόνια παράλληλα με τη μεταβολή του τουριστικού μοντέλου, όπου και η Μύκονος έχει αρχίσει να χάνει τον όποιο εκδημοκρατισμό της ευεξίας του ’70 ή του ’80 – παράλληλα άλλαξαν τα κοινωνικά στρώματα βέβαια – και να απευθύνεται σε πιο πλούσιες ζώνες κατανάλωσης και αγοράς συμπαρασύροντας και την οικοδομή, την εστίαση, τον οικιστικό χάρτη της.

Οι μέρες που διανύουμε, με την πανδημία ακόμη και στο επίκεντρο της συλλογικής αγωνίας, έδωσαν μία ακόμη ευκαιρία για την πατροπαράδοτη πια δαιμονοποίηση της Μυκόνου. Οι εικόνες από πάρτι σε μπιτς μπαρ της παραλίας Φτελιά, χωρίς αποστάσεις και μέτρα προστασίας για τον ιό, έφεραν πρόστιμο στην εν λόγω επιχείρηση, λουκέτο (αν και έχει γίνει ένσταση από τον ιδιοκτήτη) και τόνους σχολίων στα κοινωνικά δίκτυα – ακόμη και ρεύματος μίσους για το νησί και τις όψεις του.

Μαζί με την όποια δίκαιη κριτική θα πρέπει βέβαια να λεχθεί πως έλεγχοι έγιναν στο νησί και σε άλλες επιχειρήσεις και δεν υπήρξαν παραβάσεις. Οπως επίσης, όλα τα παραπάνω σε ένα τριήμερο του Αγίου Πνεύματος που λίγα μέρη ανά την Ελλάδα μπορούν να υπερηφανεύονται για την τήρηση των (όποιων) μέτρων. Οχι, το επιχείρημα πως αφού είναι έκνομος ο δίπλα θα είμαι και εγώ, δεν είναι σωστό. Και η συζήτηση δεν έχει να κάνει μόνον με την ευθύνη που έχουν και οι επιχειρηματίες της Μυκόνου ή της Σαντορίνης, αλλά και η κυβέρνηση στον οδικό χάρτη που οφείλει να συντάξει λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού καλοκαιριού στα νησιά.

Η συζήτηση έχει να κάνει και με το ερώτημα γιατί αγαπάμε να μισούμε τη Μύκονο κάθε καλοκαίρι; Ο μέσος Ιταλός ας πούμε δεν βρίζει κάθε χρόνο το Κάπρι ή το Πορτοφίνο. Μέρη με ακρίβεια και δύσκολη πρόσβαση για τον μεροκαματιάρη, είναι ταυτόχρονα ελκυστικοί πόλοι για τον τουριστικό χάρτη της Ιταλίας και εγγράφονται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της τουριστικής της διπλωματίας.

Εδώ τι συμβαίνει και στη Μύκονο συνοψίζονται όλα τα δεινά; Είναι μόνον η κλιμακούμενη ακρίβεια ή οι βίλες που κυριάρχησαν έναντι της δημοκρατικής ραχοκοκαλιάς των let rooms του ’70 ή του ’80 ή του ’90; Είναι συμπεριφορές που διαχύθηκαν μέσα στα χρόνια στα ΜΜΕ και που έφτιαξαν έναν μύθο για το νησί, που πολλοί ένιωσαν σταδιακά πως δεν τους χωρά; Είναι ο μετασχηματισμός των κοσμικών και των υπηρεσιών που μοιάζει απαγορευμένος για τη μέση οικογένεια;

Η μετάλλαξη

Οχι, η Μύκονος δεν είναι η ίδια με εκείνη του ’70. Ούτε των μποέμ, των ποιητών, των περιηγητών. Μαζί με το σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης, μετεξελίχθηκε και εκείνη. Και εδώ σηκώνει κριτική αλλά και ποιο μέρος γλίτωσε από τις αλλαγές; Τα δωμάτια της χώρας ή τα πρώτα μικρά ή μεγαλύτερα ξενοδοχεία όπως το Δήλος, έδωσαν τη θέση τους σε πιο μεγάλες μονάδες για να φτάσουμε σήμερα σε φαραωνικά ξενοδοχεία και σε υπηρεσίες concierge.

Οι ταβέρνες, ακόμη και αυτές που επιζούσαν και κυριαρχούσαν στα 90s, ή τα μπαρ της Χώρας έδωσαν τη σκυτάλη σε μπιτς μπαρ που συνδυάζουν και εστίαση και νυχτερινή διασκέδαση. Η Χώρα και η Ανω Μερά, που αποτελούσαν τους βασικούς οικιστικούς πυλώνες, έδωσαν την θέση τους σε ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας δίπλα στους νέους περιφερειακούς δρόμους (που σχεδόν ένωσαν τις περιοχές και αποδυνάμωσαν τη σοφή ισορροπία υπαίθρου – σπιτιών – χωριών). Βεβαίως δεν αγαπάμε να μισούμε μόνον για τις μεταλλαγές της τη Μύκονο. Για να το κάνεις πρέπει να έχει μια άλφα εμπειρία από αυτήν. Μάλλον το παράδειγμά της μας θυμίζει την κατάρρευση της μεσαίας τάξης. Τη νέα μεγέθυνση των οικονομικών διαφορών.