Με την πανδημία να παραμένει ένα ενεργό πρόβλημα και την οικονομία της σε ανοιχτή κρίση, η Τουρκία επανεπεξεργάζεται την τακτική της ως προς το πλαίσιο που ορίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πιο σημαντική ανατροπή αφορά τη Λιβύη. Εκεί η Τουρκία φαίνεται προς το παρόν να είναι με την πλευρά που μάλλον βγαίνει κερδισμένη, εφόσον η πλευρά Χαφτάρ απέτυχε στα στρατιωτικά σχέδιά της για κατάληψη της Τρίπολης και άρα συνολικά της εξουσίας στη διαιρεμένη χώρα, την ώρα που η Μόσχα δείχνει να χάνει την υπομονή της με τον λίβυο στρατάρχη. Αλλωστε, στα τέλη Απριλίου η Ρωσία είχε δηλώσει ότι δεν εγκρίνει τη δήλωση του, υπό τον Χαφτάρ, Λιβυκού Εθνικού Στρατού ότι αναλαμβάνει τη διοίκηση της χώρας, ενώ ο Σεργκέι Λαβρόφ είχε υπογραμμίσει ότι «δεν εγκρίνουμε την πρόσφατη δήλωση του Σαράτζ που αρνήθηκε να μιλήσει με τον Χαφτάρ. Ούτε εγκρίνουμε τη δήλωση του Χαφτάρ ότι τώρα μόνος του θα αποφασίσει πώς θα ζει ο λιβυκός λαός.

Καμία από τις δύο δεν βοηθά σε έναν συμβιβασμό που θα διαρκέσει». Αντίθετα, η Ρωσία δείχνει να έχει καλύτερη συνεννόηση με τον Αγκίλα Σάλεχ, τον πρόεδρο του κοινοβουλίου με έδρα το Τομπρούκ. Ο Σάλεχ πρόσφατα δήλωσε ότι επεξεργάστηκε έναν πολιτικό οδικό χάρτη προς την ειρήνευση με τη βοήθεια ρώσων συμβούλων που βρίσκονται στη Λιβύη και ότι ο σκοπός είναι μια πολιτική διαπραγμάτευση με την πλευρά Σαράτζ.

Και παρότι η Ρωσία, τουλάχιστον σύμφωνα με όσα καταμαρτυρεί η αμερικανική πλευρά, κάνει μια προσπάθεια αεροπορικής ενίσχυσης της πλευράς Χαφτάρ, ο χειρισμός μάλλον παραπέμπει στη διαμόρφωση μιας ισορροπίας για να διευκολυνθεί η δρομολόγηση μιας πολιτικής λύσης, παρά σε μια προσπάθεια ριζικής αντιστροφής του σημερινού συσχετισμού.

Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία αποφεύγει τον κίνδυνο, σε αυτή τη φάση, να χρεωθεί τη συμμετοχή σε μια εμφύλια διαμάχη από τη μεριά των ηττημένων. Προφανώς, μένει να δούμε σε ποιον βαθμό θα μπορέσει να κατοχυρωθεί όντως και ως η δύναμη που θα συμβάλει και στην εξεύρεση μιας πολιτικής λύσης.

Διαμορφώνει νέες ισορροπίες

Την ίδια στιγμή η Τουρκία δείχνει να προσπαθεί να διαμορφώσει νέες ισορροπίες με άλλες χώρες. Η προσπάθεια αποκατάστασης μιας συνεννόησης με τις ΗΠΑ είναι προφανής. Η Τουρκία καθυστερεί την ενεργοποίηση των συστοιχιών S-400 που έχει προμηθευτεί από τη Ρωσία, κάνει χειρονομίες καλής θέλησης, όπως η αποστολή φαρμακευτικού υλικού, ενώ υπήρξε και επικοινωνία του Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ. Ακόμη και η εξώθηση σε παραίτηση του υποναυάρχου Τζιχάτ Γιαϊτζί, του κατεξοχήν προπαγανδιστή της «Γαλάζιας Πατρίδας» και αρχιτέκτονα του τουρκολιβυκού μνημονίου για την αμοιβαία οριοθέτηση ΑΟΖ, θεωρήθηκε από ορισμένους ως ένδειξη ότι ο Ερντογάν απομακρύνει θιασώτες της «ευρασιατικής» στροφής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς όφελος μιας πιο ρεαλιστικής και «δυτικής» στροφής.

Παράλληλα έχουμε τα έστω και δειλά βήματα επαναπροσέγγισης ανάμεσα σε Τουρκία και Ισραήλ. Δέκα χρόνια μετά την επίθεση ισραηλινών κομάντο στο τουρκικό πλοίο «Mavi Marmara», που ήταν τμήμα διεθνούς στολίσκου που προσπαθούσε να σπάσει τον αποκλεισμό της Γάζας, επίθεση που σηματοδότησε μια συνολικότερη ρήξη ανάμεσα στις δύο χώρες, επαναλήφθηκαν οι πτήσεις μεταφοράς εμπορευμάτων από τον εθνικό αερομεταφορέα του Ισραήλ, την El Al, η οποία μάλιστα έλαβε και άδεια για δύο πτήσεις εβδομαδιαίως. Ούτε ήταν τυχαίο ότι πρόσφατα το Ισραήλ απέφυγε να υπογράψει κοινή δήλωση χωρών της Ανατολικής Μεσογείου που καταδίκαζαν τις τουρκικές προκλήσεις στην περιοχή.

Σε αυτά προστίθενται οι πληροφορίες ότι τους προηγούμενους μήνες οι δύο χώρες συζητούσαν το ενδεχόμενο μεταφοράς φυσικού αερίου από τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο προς την ευρωπαϊκή αγορά μέσω Τουρκίας. Αλλωστε, είχε υπάρξει κινητικότητα στην Τουρκία σε σχέση με μια ενδεχόμενη πρόταση προς το Ισραήλ για αμοιβαία χάραξη ΑΟΖ, με την ίδια «αναθεωρητική» λογική που οδήγησε και στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, πρόταση που αποσύρθηκε τελικά, κυρίως διότι δημιουργούσε αλυσίδα άλλων προβλημάτων.

Επιπλέον, όπως υπογράμμισε και πρόσφατα ο ισραηλινός επιτετραμμένος στην Αγκυρα Ρ. Γκιλάντ (οι δύο χώρες δεν έχουν πρεσβευτές στις αντίστοιχες πρεσβείες από τον Μάιο του 2018, όταν η Τουρκία ζήτησε από τον ισραηλινό πρεσβευτή να αποχωρήσει ύστερα από την κλιμάκωση της κρίσης στη Γάζα), υπάρχουν και κοινά τακτικά συμφέροντα στη Συρία, καθώς σε σχέση με την Ιντλίμπ η Τουρκία έχει να αντιμετωπίσει και τη δράση ιρανικών και φιλοϊρανικών δυνάμεων, τις οποίες αντιπαλεύει και το Ισραήλ.

Βέβαια, ο δρόμος για την επαναπροσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ θα είναι μακρύς και δύσκολος. Η Τουρκία έχει πάρει σκληρή θέση κατά των σχεδίων προσάρτησης της κατεχόμενης Δυτικής Οχθης από το Ισραήλ και ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Νετανιάχου υπάρχει αμοιβαία βαθιά καχυποψία. Ούτε πρόκειται προς το παρόν ο Ερντογάν να εγκαταλείψει τη στάση του μαχητικού υπερασπιστή των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Επιπλέον, η υποχώρηση των τιμών των καυσίμων εξαιτίας της οικονομικής κρίσης επιβραδύνει τα σχέδια για εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην περιοχή.

Προσπάθεια επαναπροσέγγισης

Η προσπάθεια επαναπροσέγγισης της Τουρκίας τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με το Ισραήλ, δύο παλαιότερους παραδοσιακούς συμμάχους, δεν είναι άσχετη με τη διάχυτη αίσθηση μετάβασης σε μια νέα εποχή, που περιλαμβάνει και νέους συσχετισμούς. Για παράδειγμα, η Τουρκία μπορεί να κατάφερε να διατηρήσει την παρουσία που ήθελε στη Συρία και τη ζώνη ασφαλείας έναντι των Κούρδων, όμως η συμμαχία της με τη Ρωσία και το Ιράν είχε έναν περισσότερο τακτικό χαρακτήρα και ειδικά απέναντι στο Ιράν η Τουρκία θα ήθελε κάποιου είδους αντίβαρο, κάτι που την ξαναφέρνει στην αναζήτηση συνεννόησης με το Ισραήλ. Αυτό, με τη σειρά του, διευκολύνει και τις ΗΠΑ, που επίσης επιδιώκουν να αποκαταστήσουν έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό στην ευρύτερη περιοχή.

Ομως, σημάδια για μια μελλοντική επαναπροσέγγιση υπάρχουν και με την Αίγυπτο. Και εδώ το ρήγμα είναι ακόμη βαθύ, καθώς η Τουρκία υπήρξε χώρα που κατεξοχήν είχε υποστηρίξει την υπό τον πρόεδρο Μόρσι κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που ανετράπη το 2013 από τον στρατάρχη Σίσι, ενώ οι δύο χώρες στηρίζουν αντίπαλες πλευρές στον λιβυκό εμφύλιο πόλεμο. Ομως, την ίδια στιγμή η Αίγυπτος επίσης ενδιαφέρεται για συνεργασία και με το Ισραήλ σε ζητήματα ενέργειας και αυτό θα μπορούσε να είναι η αφετηρία βημάτων μιας συνολικότερης προσέγγισης.

Πώς αλλάζουν τα δεδοµένα

Ολα αυτά παραπέμπουν σε μια προσπάθεια της Τουρκίας να αλλάξει τα δεδομένα και σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κατ’ αρχάς η Τουρκία προσπαθεί να αντιστρέψει την εικόνα ότι είναι η χώρα που απομακρύνεται από τη Δύση, εικόνα πάνω στην οποία είχαν επενδύσει ιδιαίτερα οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια, και φαίνεται να διεκδικήσει ξανά έναν ρόλο πιο συμβατό με τη συνολική παρουσία της Δύσης στην περιοχή, αποκαθιστώντας εν μέρει τον ρόλο βασικού συμμάχου των ΗΠΑ που είχε, έστω και σε συνδυασμό με μια ρητορική για τον αυτοτελή ρόλο της Τουρκίας.

Επειτα, η Τουρκία δείχνει ότι θα ήθελε να δει να υπονομεύεται η βασική στρατηγική επένδυση της ελληνικής διπλωματίας την τελευταία δεκαετία, που είναι η οικοδόμηση μιας στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, με όρους που να διαμορφώνουν συσχετισμό εις βάρος της Τουρκίας και να ευνοούν την υπεράσπιση των θέσεων της ελληνικής διπλωματίας αλλά και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προφανώς, δεν θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη και η στάση της Τουρκίας σε άλλα ζητήματα, όπως το Παλαιστινιακό, θα κάνει πιο σύνθετη την κατάσταση. Ομως, την ίδια στιγμή δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι και το Ισραήλ δείχνει να θέλει κάποιου τύπου επαναπροσέγγιση με την Τουρκία.

Και βέβαια η Τουρκία προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τις εξελίξεις στη Λιβύη αλλά και τα νέα διπλωματικά της ανοίγματα σε μια προσπάθεια ευρύτερης γεωπολιτικής αναβάθμισης, που θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως αντίβαρο στα σοβαρά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας. Παράλληλα, θα προσπαθήσει να πιέσει για μια συνολικότερη αναδιαπραγμάτευση των όρων κατανομής των υδρογονανθράκων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, έστω και στο δυσμενέστερο έδαφος της υποχώρησης της παγκόσμιας ζήτησης. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ καταδίκασαν κατά καιρούς επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας, αλλά πάντα υπογράμμισαν ότι ο τελικός στόχος πρέπει να είναι όροι εκμετάλλευσης που να μην αφήνουν την Τουρκία απέξω.

Επομένως η Τουρκία είναι πιθανό το επόμενο διάστημα να κλιμακώσει την πίεση προς την ελληνική πλευρά με ορίζοντα μια εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση. Σε αυτή την περίπτωση θα συνεχίσει να καταφεύγει σε όλο το ρεπερτόριο μέσων πίεσης που διαθέτει, από τη διαρκή ανακίνηση θεμάτων (από τα θέματα των ΑΟΖ και τις «γκρίζες ζώνες» έως την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών) μέχρι την προσπάθεια τακτικής αξιοποίησης του προσφυγικού ζητήματος (παράμετρος που δείχνει να ανησυχεί και την ελληνική κυβέρνηση μετά και τις πρόσφατες εξελίξεις στον Εβρο).