Όταν στο πρώτο υπουργικό της “γαλάζιας” κυβέρνησης μοίραζαν μπλε φακέλους με αρμοδιότητες και στόχους φαινόταν πως όλα ήταν υπό έλεγχο. Τα πάντα είχαν μπει σε  “κουτάκια” και οι προσδοκίες βρίσκοταν σε υψηλά επίπεδα. Η Ελλάδα κλείνει ένα μίζερο κεφάλαιο και μπαίνει σε ένα νέο, με θετικές προοπτικές.

Κανείς δεν περίμενε πως μετά από λίγους μήνες ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ερχόταν αντιμέτωπος με την τέλεια καταιγίδα. Διασχίζει μία από τις πιο κρίσιμες εποχές για την Ελλάδα με ανοιχτά, πολλαπλά μέτωπα σε εθνικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο με την παράλληλη “εισβολή” μίας επικίνδυνης επιδημίας που απειλεί την υγεία των ανθρώπων.

Κινδυνεύει να νοσήσει από τον κοροναϊό το 15% του πληθυσμού της Ελλάδας και το κράτος έχει μόλις βγει από χρόνια λιτότητα και ξαφνιάζει τον μηχανισμό για την αντιμετώπιση μίας τέτοιας κρίσης τόσο σε νοσοκομεία, σε δομές, σε νοσηλευτικό προσωπικό κλπ.

Ο κοροναϊός άλλαξε άρδην τη ζωή μας, την καθημερινότητά μας και απειλεί να αλλάξει και τον τρόπο ζωής που ξεκινήσαμε να χτίζουμε μετά από τη δεκαετή κρίση. Οι Ελληνες είχαν αρχίσει να «χωνεύουν» τις επιπτώσεις της πολυετούς λιτότητας, είχαν αρχίσει να ξανακτίζουν στα συντρίμμια και να βλέπουν με περισσότερη αισιοδοξία το μέλλον.

Τώρα προστίθεται ο φόβος του θανάτου, τουλάχιστον για κάποιες ομάδες του πληθυσμού, αλλά και ο φόβος του άγνωστου για όλους. Κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί η επιδημία, πόσο μπορεί να αντέξει το ΕΣΥ, τι θα γίνουν χιλιάδες οικογένειες που τα βγάζουν δύσκολα πέρα, πώς θα αντέξουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, αν θα αυξηθεί η ανεργία, αν θα έρθει η λιτότητα ξανά.

Προσφυγικό και Τουρκία

Για τουλάχιστον μία 5ετία η Ελλάδα χειρίζεται την προσφυγική κρίση, με την Τουρκία τώρα να προβαίνει σε  εργαλειοποίηση ανθρώπινων ψυχών και να δημιουργεί κρίση στα ελληνικά σύνορα.

Και σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί ο φόβος να μην μπορέσει η Ελλάδα να πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους λόγω των επιπτώσεων του ιού στην οικονομία. Να μην μπορέσει να εφαρμόσει νέες ελαφρύνσεις σε φόρους και εισφορές, αφού η χώρα μας είναι  παγιδευμένη στην «κανονικότητα» των μνημονίων ως το 2022, παρά την πολλαπλή κρίση που δέχεται. Η Αθήνα ζητά τώρα το αυτονόητο, δηλαδή να εξαιρεθούν οι δαπάνες από τους στόχους για τα πλεονάσματα, που αφορούν το προσφυγικό και όσα ποσά διατεθούν για την αντιμετώπιση της επιδημίας.

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει να αντιμετωπίσει όλα αυτά, με το κρίσιμο, όμως, να αφορά την κοινωνία. Είναι ουσιαστικά μία ακόμα δοκιμασία για την ελληνική κοινωνία, μετά το διχασμό που έφερε η εποχή του Μνημονίου, όταν ξεπήδησαν ακροδεξιά στοιχεία με τον λαϊκισμό να υψώνεται.

Σήμερα, μπαίνει σε νέα πίστα. Έχει  διχαστεί ταυτόχρονα για πολλά ζητήματα και σε συμπυκνωμένο χρόνο. Με το δημόσιο διάλογο- με αφορμή την κατάσταση στον Έβρο και το προσφυγικό- να “μπολιάζεται” με ακραίες απόψεις και αντιδράσεις. Στα social media να γίνεται μία απίστευτη πλύση εγκεφάλου με καταιγισμό  ψεύτικων ειδήσεων που δείχνει μια επικίνδυνη τάση για επικράτηση εθνικιστικών νοοτροπιών. Σε αυτό έρχεται και το παιχνίδι της προπαγάνδας που παίζει εδώ και καιρό ο Ταγίπ Ερντογάν.

Η κρίση με την Τουρκία ήρθε όταν ήδη υπήρχε κλίμα δυσφορίας των κατοίκων σε περιοχές που έχουν φιλοξενήσει δομές με πρόσφυγες, λόγω της καθυστέρησης της ελληνικής κυβέρνησης να αποσυμφορήσει τα κέντρα και να κάνει μετεγκαταστάσεις. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος αυτό το κοκτέιλ να σπείρει τους ανέμους του εθνικισμού και να φέρει   θύελλες φασισμού. Χρειάζονται λεπτές ισορροπίες από την κυβέρνηση, τόσο σε πολιτικό, αλλά και διπλωματικό επίπεδο, με ψύχραιμες φωνές από τα στελέχη και πίεση προς τους Ευρωπαίους εταίρους να ευαισθητοποιηθούν ως προς το ανθρωπινο ζήτημα του προσφυγικού, το οποίο έχει συνδεθεί πλέον με την τουρκική προκλητικότητα.

Σε όλο αυτό ήρθε να μπει ο ρόλος της Εκκλησίας και της θρησκείας σε ένα τομέα που αφορά την υγεία και την εξάπλωση ενός επικίνδυνου ιού, με τις αντιπαραθέσεις να εστιάζονται στο αγιασμό και την αγία κοινωνία. Στην τέλεια καταιγίδα πολιτεία, κυβέρνηση και κοινωνία έχουν τις ευθύνες που τις αναλογούν.

Η Ευρώπη και γιατί η Ελλάδα είναι παγιδευμένη στο Μνημόνιο

Η μεγάλη ανατροπή για την κυβέρνηση ήρθε με την χτύπημα του ιού στο τομέα της οικονομίας και πλέον αναδύονται σοβαροί φόβοι  για “εξάπλωση” του κορονοϊού στους δημοσιονομικούς στόχους, υπό την απειλή να χαθούν έως και 2 δισ. ευρώ από το ΑΕΠ. Οι ανησυχίες είναι συναρτώμενες της διάρκειας  που θα έχει η έξαρση, ξυπνώντας στην Ευρωζώνη μνήμες της κρίσης του 2008 και η ένταση των επιπτώσεων έχει θολώσει το τοπίο σχετικά με το μέλλον της οικονομίας για το 2020, βγάζοντας εκτός τροχιάς τους αρχικούς δημοσιονομικούς σχεδιασμούς.

Η Αθήνα ζητά εξαίρεση των μεταναστευτικών δαπανών από τον προϋπολογισμό , αλλά και των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της επιδημίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή η εξαίρεση των έκτακτων δαπανών και τα κόστη λόγω κορονοϊού, από τους δημοσιονομικούς κανόνες για τα πρωτογενή πλεονάσματα, δεν ισχύει αυτοδικαίως για την Ελλάδα. Διότι έως το 2022 η Ελλάδα δεν θα έχει την ευελιξία που προβλέπουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες για τα κράτη-μέλη σε τυχόν έκτακτες καταστάσεις. Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε συμφωνήσει ότι θα τηρούνται οι δημοσιονομικοί στόχοι (3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα) χωρίς κυκλική προσαρμογή, δηλαδή σε ονομαστικούς όρους, χωρίς συνυπολογισμό της επίπτωσης της ύφεσης και της μείωσης της απασχόλησης στο ετήσιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.

Διαβάστε επίσης: Κοροναϊός : Δέκα προτάσεις από το ΟΕΕ για στήριξη της οικονομίας – Ποιοι κλάδοι κινδυνεύουν

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη λοιπόν θα πρέπει να βγει από την παγίδα της μεταμνημονιακής συμφωνίας, ώστε να αντιμετωπιστεί με ίσο τρόπο.  Ο πρωθυπουργός κατά την έκτακτη τηλεδιάσκεψη των 27 ηγετών, χθες, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, τόνισε ότι είναι απόλυτη προτεραιότητα η προστασία της δημόσιας υγείας.

Σε αυτό το πλαίσιο, επισήμανε, «χρειαζόμαστε δημοσιονομικό χώρο για να προστατέψουμε όσους πλήττονται». «Το κόστος των μέτρων αυτών πρέπει να εξαιρεθεί από τους δημοσιονομικούς στόχους των κρατών-μελών, όπως προβλέπονται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ή από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας όπως η Ελλάδα» τόνισε ακόμη ο πρωθυπουργός, θέμα που θα τεθεί και από το οικονομικό επιτελείο στο προσεχές Eurogroup.