Ας ξεκινήσουμε από ένα βασικό αξίωμα της πολιτικής επιστήμης και της εκλογικής ανάλυσης: δεν είναι ο (εκάστοτε) εκλογικός νόμος αυτός που καθορίζει τους εκλογικούς συσχετισμούς ή την περίφημη «κυβερνησιμότητα». Το αντίστροφο είναι που ισχύει. Ο εκλογικός νόμος είναι το αποκρυστάλλωμα των κοινωνικών διεργασιών και των εκλογικών τους εκφράσεων.

Αν οι πολιτικές εκπροσωπήσεις είναι ισχυρές και το κομματικό σύστημα συγκροτείται από ισχυρούς κομματικούς πόλους πέριξ του 45% του εκλογικού σώματος, όπως ήταν η περίπτωση του ελληνικού δικομματισμού 1977-2009, τότε πράγματι ένα σύστημα απλής αναλογικής θα οδηγούσε σε αδυναμίες σχηματισμού κυβέρνησης, χωρίς ταυτόχρονα να δίνει περισσότερο χώρο σε «μικρές» πολιτικές εκπροσωπήσεις.

Αν όμως, αντίθετα, οι πολιτικές εκπροσωπήσεις είναι κατακερματισμένες και το κομματικό σύστημα είναι σύστημα έξι ή επτά ή και οκτώ κοινοβουλευτικών (χωρίς να υπολογίζονται αυτά που δεν καταφέρνουν να εκπροσωπηθούν για λίγο στη Βουλή) κομμάτων, τότε η μη εφαρμογή συστήματος απλής αναλογικής δημιουργεί τεράστια χάσματα πολιτικής – κυβερνητικής νομιμοποίησης. Ας σκεφτούμε εν προκειμένω τις διπλές εκλογές του 2012, όταν ίσχυε εκλογικό σύστημα υπερενισχυμένης αναλογικής, με bonus του πρώτου κόμματος τις 50 έδρες. Παρά το γεγονός αυτό, κοινοβουλευτική πλειοψηφία του πρώτου κόμματος δεν μπορούσε να υπάρξει. Δεν έφταιγε ο εκλογικός νόμος προφανώς, έφταιγε το γεγονός ότι οι εκλογικές εκπροσωπήσεις είχαν κατακερματιστεί και ουδεμία «χειραγωγική» ενίσχυση του πρώτου κόμματος σε έδρες μπορούσε να το αναπληρώσει.

Μια συζήτηση για τον εκλογικό νόμο είναι μια συζήτηση «τεχνική», πολλές φορές χωρίς ουσία. Γιατί ο εκλογικός νόμος είναι απλώς μια τεχνική κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών και τίποτα άλλο. Δεν είναι ούτε η λύση σε ζητήματα κρίσης της δημοκρατίας ούτε η λύση σε ζητήματα άσκησης και εφαρμογής κρατικών πολιτικών. Η πραγματική συζήτηση είναι τι συμβαίνει με τη συγκρότηση και συνοχή του κομματικού συστήματος, και μόνο αφού υπάρχει μια σαφής ένδειξη γι’ αυτό μπορεί να επιλεγεί ο καταλληλότερος εκλογικός νόμος.

Και ποιος είναι αυτός; Αυτός που εξασφαλίζει ταυτόχρονα δύο συνθήκες:

α) την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση όλων των υπαρκτών πολιτικών τάσεων και ρευμάτων μέσα στην κοινωνία και, β) τη συγκρότηση μιας «κυβέρνησης», δηλαδή της προγραμματικής κατεύθυνσης για τα μείζονα ζητήματα το επόμενο χρονικό διάστημα. Δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Αν δεν υπάρχει το πρώτο, υπάρχει ζήτημα δημοκρατίας. Αν δεν υπάρχει το δεύτερο, υπάρχει κενό πολιτικής διεύθυνσης μιας χώρας, που οδηγεί επίσης σε ζήτημα δημοκρατίας. Η «κυβέρνηση», τέλος, δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται αποκλειστικά με ένα κόμμα. Μπορεί να είναι προγραμματική σύνθεση ή συνεργασία κομμάτων, άλλωστε και τα πολύ μεγάλα κόμματα του παρελθόντος επί της ουσίας ήταν «πολλά επιμέρους κόμματα σε ένα».

Ποια είναι επομένως η σημερινή μορφή του ελληνικού κομματικού συστήματος και πώς αυτό εικάζουμε πως θα εξελιχθεί το επόμενο διάστημα, ώστε να συζητήσουμε επί υπαρκτής βάσεως τη μορφή που πρέπει να λάβει ο εκλογικός νόμος;

Το ελληνικό κομματικό σύστημα μετέβη από τον απόλυτο (σχεδόν) δικομματισμό (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ) μιας τριακονταετίας σε έναν ανοικτό πολυκομματισμό. Ακόμα και η τελευταία Βουλή της 7ης Ιουλίου 2019 είναι μια Βουλή έξι κομμάτων. Το άθροισμα των δύο πρώτων κομμάτων (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ) έφτασε το 71%, κατά 7 μονάδες μεγαλύτερο του αντίστοιχου αθροίσματος των εκλογών του 2015, ωστόσο πολύ μικρότερο των αντίστοιχων «δικομματικών» ποσοστών των δεκαετιών ’80, ’90 και ’00.

Μερικοί κάνουν λόγο για μια δειλή επανεμφάνιση του δικομματισμού, όμως απέχουμε πολύ από αυτή την εξέλιξη. Πρώτα απ’ όλα γιατί η ρευστότητα του εκλογικού σώματος εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Το 1/3 του εκλογικού σώματος εξακολουθεί να κινείται σε επιλογές πέραν των δύο πρώτων κομμάτων.

Δεύτερον, γιατί το «δικομματικό» ποσοστό των εκλογών του ’19 παραπέμπει σε συγκρότηση όχι τόσο «δύο κομμάτων», αλλά δύο «πόλων». Δεν γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθεί η τάση αυτή ούτε στον χώρο της «Δεξιάς» (με το κύριο ερώτημα εδώ να είναι αν η απορρόφηση της ακροδεξιάς ψήφου από τη ΝΔ είναι οριστική ή συγκυριακή) ούτε στον χώρο της Αριστεράς (με το κύριο ερώτημα εδώ να είναι τι θα είναι ο «νέος ΣΥΡΙΖΑ»).

Τρίτον, γιατί δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί με τα μικρότερα μορφώματα του πολιτικού φάσματος (ΚΙΝΑΛ, ΜέΡΑ25, Ελληνική Λύση) σε συνθήκες ραγδαίων κοινωνικών και επικοινωνιακών ρευστοτήτων.

Για τους λόγους αυτούς, η εφαρμογή της απλής αναλογικής είναι σήμερα απολύτως αναγκαία. Η πρόθεση της κυβέρνησης της ΝΔ να επαναφέρει έναν νόμο που θα αυξάνει την «κυβερνησιμότητα» και θα μειώνει την «αντιπροσωπευτικότητα» είναι εντελώς άκαιρη και δυνητικώς επικίνδυνη. Αν σε συνθήκες ρευστότητας και πολυκερματισμού των πολιτικών αντιπροσωπεύσεων εφαρμοστεί ένας δυσαναλογικός εκλογικός νόμος, τότε είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι τα πράγματα οδηγούνται σε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα κρίσης της δημοκρατίας και της πολιτικής νομιμοποίησης.

Δημιουργείται θέμα «κυβερνησιμότητας» λόγω απλής αναλογικής; Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας του επιχειρήματος της ΝΔ για έναν δυσαναλογικό νόμο. Αλλά ας διευκρινίσουμε κάτι αρχικά: είναι άλλο πράγμα η «κυβερνησιμότητα» και άλλο πράγμα η δυνατότητα δημιουργίας μονοκομματικής κυβέρνησης. Προφανώς η ΝΔ συγχέει τα δύο πράγματα. Η εφαρμογή της απλής αναλογικής πουθενά και ποτέ δεν δημιούργησε ζητήματα «κυβερνησιμότητας». Παντού, αντίθετα, οδηγούσε στο τέλος της ημέρας σε πιο ισορροπημένες κυβερνήσεις, σε μικρούς ή μεγαλύτερους κυβερνητικούς συνασπισμούς και, το κυριότερο, σε νέες κουλτούρες διαχείρισης των δημοσίων πραγμάτων. Ας αναλογιστεί κανείς εν προκειμένω ότι η κουλτούρα μιας ανεξάρτητης και κοινωνικά υπεύθυνης δημόσιας διοίκησης άνθησε εκεί που οι «συμβιβασμοί» των κομμάτων λόγω των μεταξύ τους ισορροπιών άφηναν «ακομματικοποίητη» τη δημόσια διοίκηση και απελευθέρωναν τις δημιουργικές της δυνάμεις.

Η «μη κυβερνησιμότητα» είναι επίσης μύθος λόγω του ότι δεν στηρίζεται ούτε σε πολιτικά ούτε σε προγραμματικά ούτε σε μαθηματικά δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο κόμμα έχει την πολιτική εντολή να συγκροτήσει γύρω από το κυβερνητικό του πρόγραμμα μια «κυβερνητική συμμαχία». Π.χ., αν είχαμε απλή αναλογική στις εκλογές του ’19, γιατί δεν θα μπορούσε να σχηματιστεί με κορμό τη ΝΔ κυβέρνηση; Οπως δείχνει σε πολύ μεγάλο βαθμό η μέχρι σήμερα κοινοβουλευτική συμπεριφορά των κομμάτων με βάση τα προς ψήφιση νομοσχέδια, Ελληνική Λύση και ΚΙΝΑΛ θα μπορούσαν δυνητικά να είναι κυβερνητικοί εταίροι.

Kι αν οι εταίροι αυτοί δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο; Δεν θα έμενε η χώρα ακυβέρνητη; Η απάντηση εδώ βρίσκεται στη γνωστή «εγελιανή» πονηριά της Ιστορίας: όποτε προέκυπτε με απλή αναλογική αδυναμία συγκρότησης κυβέρνησης, το αποτέλεσμα ήταν η εκλογική ενίσχυση των μεγάλων κομμάτων! Παρά την απλή αναλογική. «Πονηριές» που μόνο ο Χέγκελ μπορούσε να υποψιαστεί.

Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι επ. καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Αθήνας