Ίσως να είναι ένα από τα σημάδια μιας βαθύτερης θεσμικής κρίσης ότι συζητάμε σήμερα για τον τρόπο με τον οποίο διερευνήθηκε δικαστικά το σκάνδαλο Novartis, παρά για το ίδιο το περιεχόμενό του και μάλιστα σε μια εποχή που το ζήτημα των αθέμιτων πρακτικών των μεγάλων πολυεθνικών του φαρμάκου έχει τεθεί στο στόχαστρο ακόμη και των αμερικανικών αρχών.

Αντίστοιχα έχει ιδιαίτερη ότι αυτή τη στιγμή η αντιπαράθεση αυτή επικεντρώνεται σε αντικρουόμενες καταθέσεις που δίνουν ανώτεροι και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί και αφορά παρεμβάσεις που έκανε στη δικαιοσύνη ένας πρώην δικαστικός και μετέπειτα λειτουργός.

Αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι έχουμε τόσο έντονη διαίρεση στο ίδιο το εσωτερικό της δικαιοσύνης από μόνο του αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για την ίδια τη θεσμική λειτουργία της δικαιοσύνης.

Ταυτόχρονα, από όλες τις πλευρές αναδεικνύεται ως μεγάλο ερώτημα, πολιτικό αλλά και δικαστικό, αυτό που αφορά τελικά τον ρόλο του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου μια καταγγέλλεται ως η αιχμή του δόρατος σε μια επιχείρηση χειραγώγησης της δικαιοσύνης, κάτι που ο ίδιος αρνείται.

Σε αυτό συνετέλεσε και η ίδια η πολιτική επιλογή της ηγεσίας της ΝΔ να επικεντρώσει σε αυτόν, επιλέγοντας να μην προχωρήσει σε ανάλογη διαδικασία προανακριτικής επιτροπής και για τον τέως πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, παρότι και αυτός περιλαμβάνεται ρητά στις δικογραφίες που διαβιβάστηκαν στη Βουλή με βάση τη νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών.

Ο κ. Παπαγγελόπουλος δεν ήταν πάντα ΣΥΡΙΖΑ

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της όλης υπόθεσης είναι ότι στο κέντρο μιας αντιπαράθεσης για το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ επεδίωξε τη χειραγώγηση της δικαιοσύνης βρίσκεται ένας πρώην δικαστικός και μετέπειτα υπουργός που δεν προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από τον χώρο της κεντροδεξιάς.

Ο Δ. Παγγελόπουλος υπήρξε εισαγγελικός λειτουργός που έπαιξε κομβικό ρόλο στην ελληνική δικαιοσύνη, ιδίως μετά την εκλογή στην κομβική θέση του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Αθηνών. Τότε, πέραν όλων των άλλων, προώθησε και μια ολόκληρη γενιά νέων τότε εισαγγελέων που έκτοτε παίζουν σημαντικό ρόλο στα δικαστικά πράγματα της χώρας. Ανάμεσά τους και η σημερινή Προϊσταμένη της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς κ. Ελένη Τουλαπάκη.

Τότε αναδείχτηκε και ένα ιδιαίτερο στυλ στην άσκηση των εισαγγελικών καθηκόντων που συνδύαζε την εύκολη εκκίνηση της διενέργειας προκαταρκτικών εξετάσεων, συχνά με ηχηρό τρόπο, χωρίς απαραίτητα αυτές να καταλήγουν σε παραπομπές ή καταδίκες. Ο ίδιος ο κ. Παπαγγελόπουλος συνδέθηκε με δύο κρίσιμες υποθέσεις που τελικά δεν διαλευκάνθηκαν πλήρως: αυτή που αφορούσε τις απαγωγές Πακιστανών και αυτή που αφορούσε την υπόθεση των υποκλοπών (που συνδέθηκε και με την υπόθεση Τσαλικίδη). Τότε είχε γραφτεί μάλιστα ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος είχε ρεκόρ υποθέσεων που κατέληγαν στο… αρχείο.

Λίγο αργότερα ο κ. Παπαγγελόπουλος, αφού περάσει από δύο νευραλγικές θέσεις, αυτή του Εισαγγελέα αρμόδιου για το οργανωμένο έγκλημα και αυτή του εποπτεύοντος την αντιτρομοκρατική υπηρεσία Εισαγγελέα, θα βρεθεί, επί κυβέρνησης της ΝΔ, στη θέση του Διοικητή της ΕΥΠ.

Η μεταπήδηση στον ΣΥΡΙΖΑ

Αργότερα ο κ. Παπαγγελόπουλος θα προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε πρώτη φάση θα είναι υφυπουργός Δικαιοσύνης. Πληροφορίες ανέφεραν τότε ότι εξαρχής στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσαν σημαντικό ότι είχαν μια τέτοια προσέγγιση με έναν «καραμανλικό» και ταυτόχρονα αποκτούσαν και μια πρόσβαση στο χώρο της δικαιοσύνης, χώρο με τον οποίο παραδοσιακά η αριστερά είχε μάλλον εξωτερική σχέση.

Ο ίδιος θα περιγράψει με τον ακόλουθο τρόπο την πολιτική του τοποθέτηση: «Μέχρι τώρα δεν έχω σχολιάσει ποτέ δικαστική απόφαση ή ενέργεια ακόμα και αν διαφωνώ. Επίσης έχω αποφύγει ομολογώ με μεγάλη προσπάθεια να αναφερθώ στον Κώστα Καραμανλή. Σήμερα όμως θα κάνω μια εξαίρεση και θα μιλήσω όχι ως υπουργός ή πολιτικός αλλά ως απλός πολίτης. Έχω πει πολλές φορές ότι τους λαοπρόβλητους ηγέτες τους τα ντόπια και ξένα συμφέροντα οι νταβατζήδες της διαπλοκής, οι λακέδες και τα γιουσουφάκια της ενημέρωσης προσπαθούν να εξουδετερώσουν με κάθε τρόπο.

»Αυτό συνέβη με τον Κώστα Καραμανλή αυτό συμβαίνει και σήμερα με τον Αλέξη Τσίπρα. Δυστυχώς όλοι αυτοί δέσμιοι της υλιστικής προσέγγισης των πραγμάτων και της τεχνοκρατικής αντίληψης υστερούν σε πνευματικότητα και αγνοούν την Ιστορία και τα διδάγματά της. Τα δημόσια πρόσωπα όσο περισσότερο τα αδικείς τόσο περισσότερο ισχυροποιούνται. ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κώστας Καραμανλής επειδή δεν είναι παιδιά του εργαστηριακού σωλήνα της διαπλοκής είναι απρόσβλητοι στους ιούς της».

Στη δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα θα παραγκωνιστεί ο κ. Παναγιώτης Νικολούδης, πρώην επικεφαλής της Αρχής για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος και υπουργός Επικρατείας υπεύθυνος για την καταπολέμηση της διαφθοράς και ο κ. Παπαγγελόπουλος ως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης θα αναλάβει αυτός τα σχετικά καθήκοντα.

Ο Παπαγγελόπουλος ανέλαβε τότε κάτι που ήταν εξαρχής στοιχείο της πολιτικής απεύθυνσης του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή να υπάρξουν δικαστικές υποθέσεις που να εξασφαλίσουν ότι «κάτσουν στο σκαμνί» όσοι ευθύνονταν για την προηγούμενη κατάσταση.

Και φαίνεται ότι ήταν αυτός που κατεξοχήν θεώρησε ότι η υπόθεση Novartis έδινε αυτή τη δυνατότητα που δεν την είχαν δώσει άλλες υποθέσεις τις οποίες είχε προσπαθήσει να αναδείξει τη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, αυτός έκανε την περίφημη δήλωση για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο».

Η συνέχεια είναι γνωστή. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να φτάσει η υπόθεση στη Βουλή, με βάση κυρίως τις καταθέσεις των «προστατευόμενων μαρτύρων», που έκτοτε αμφισβητήθηκε η εγκυρότητά τους εφόσον επρόκειτο για πρόσωπα εμπλεκόμενα στην υπόθεση.

Στη συνέχεια επιλέγχθηκε η παραπομπή στη διαδικασία της προανακριτικής επιτροπής δέκα πολιτικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένου και ενός υπηρεσιακού πρωθυπουργού, του κ. Παναγιώτη Πικραμμένου, που σύμφωνα με όσα έχουν διαρρεύσει για τις καταγγελίες του κ. Αγγελή έγινε με βάση ανύπαρκτο βίντεο.

Ακολούθως η πλειοψηφία της επιτροπής αποφάσισε την αναρμοδιότητά της και την αναπομπή της υπόθεσης στην τακτική δικαιοσύνη, που αρχειοθέτησε την υπόθεση για επτά από αυτούς, έχει ζητήσει τη δίωξη μόνο του πρώην υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου και εκκρεμεί το τι θα γίνει για άλλους δύο.

Ήταν ακριβώς αυτή η μεθόδευση που έκανε την αντιπολίτευση να μιλήσει για πολιτικές διώξεις, απόπειρα ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής και πολιτική στοχοποίηση.

Σοβαρές καταγγελίες

Οι καταγγελίες που έχουν γίνει για τον κ. Παπαγγελόπουλο, πέραν των όσων κατέθεσαν τα πολιτικά πρόσωπα, προέρχονται κυρίως από τις καταθέσεις των ίδιων των δικαστικών λειτουργών, εμμέσως του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ. Ιωάννη Αγγελή, καθώς αυτός δεν τον κατονομάζει, επιμένοντας να αναφέρεται στον «Ρασπούτιν» που το «πραγματικό του όνομα γνωρίζουν όλοι οι ασχολούμενοι με την υπόθεση Novartis, όπως και της προκατόχου της κ. Τουλουπάκη, κ. Ελπίδας Ράικου, που παραιτήθηκε από τη θέση της Προϊσταμένης της Εισαγγελίας Διαφθοράς εν μέσω της διερεύνησης της υπόθεσης Novartis με σοβαρές καταγγελίες για επιχείρηση « μετατροπής της σε “Ιφιγένεια” στον βωμό των συμφερόντων των διεφθαρμένων κρατικών λειτουργών και των μεγάλων συμφερόντων στον χώρο του φαρμάκου».

Ουσιαστικά, ο κ. Αγγελής έχει δώσει με τις καταθέσεις του μια εικόνα παρεμβάσεων στη δικαιοσύνη και ιδίως χειραγώγησης της αρμόδιας Εισαγγελέως κατά της Διαφθοράς κ. Τουλουπάκη. Έχει επίσης υπογραμμίσει την ιδιαίτερη ισχύ που είχε ο «Ρασπούτιν» ακόμη και έναντι της τότε Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.

Με βάση πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει η κ. Ράικου στις καταθέσεις της αναφέρεται σε παρεμβάσεις του κ. Παπαγγελόπουλου. Θυμίζουμε ότι το 2018, με αφορμή δημοσιεύματα στον Τύπο είχε υπάρξει δήλωση κύκλων προσκείμενων στην κ. Ράικου που αναφερόταν στον «Ρασπούτιν» και τις «παρεμβάσεις» που δέχθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας της ως Εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, όταν εκμεταλλευόμενος την πολιτική του ισχύ, με ύφος «νταβατζή», να της υποδείξει πως πρέπει να διεκπεραιωθούν συγκεκριμένες κρίσιμες υποθέσεις απαιτώντας άλλες φορές να προβεί άμεσα στην άσκηση ποινικής δίωξης και όταν η ίδια αντέτεινε ότι δεν υπήρχαν προϋποθέσεις νόμιμης άσκησης τους, αυτός επιτακτικά και με αφόρητη πίεση έλεγε «άσκησε την και ας πάνε παρακάτω να απαλλαγούν».

Και σε άλλες περιπτώσεις προσώπων που ήθελε να εξυπηρετήσει απαιτούσε και πάλι επιτακτικά την εδώ και τώρα αρχειοθέτηση των εν λόγω δικογραφιών».

Πλέον όλα αυτά παίρνουν τη μορφή καταθέσεων στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου που διερευνά τις καταγγελίες σε βάρος της κ. Τουλουπάκη και των Εισαγγελέων που την επικουρούν, αλλά και των καταγγελιών που φτάνουν στη Βουλή. Θυμίζουμε ότι στα μεγάλα ερωτηματικά που υπάρχουν για την υπόθεση περιλαμβάνεται και αυτό του χειρισμού των καταθέσεων των «προστατευόμενων» μαρτύρων και του τρόπου που θεωρήθηκαν ότι αρκούσαν για να στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες, παρότι υπήρχε το πρόβλημα ότι ήταν και εμπλεκόμενοι στην υπόθεση.

Η ώρα της κρίσης

Είναι σαφές ότι η ΝΔ αλλά και τα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα θεωρούν ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος παρενέβη με διαφόρους τρόπους στη διαχείριση της υπόθεσης, πολύ πέραν των ορίων της αρμοδιότητάς του, άσκησε πίεση σε δικαστικούς λειτουργούς ώστε να κινηθούν με τρόπο που παραβίαζε τους δικονομικούς κανόνες και προσπάθησε να υλοποιήσει έναν πολιτικό σχεδιασμό για την ποινικοποίηση των αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ.

Ως προς την ίδια την ποινική αντιμετώπιση η κυβερνητική πλειοψηφία έχει δύο επιλογές. Είτε να ακολουθήσει το δρόμο όντως η προανακριτική να προχωρήσει στο έργο της και να έχουμε παραπομπή στη διαδικασία του Ειδικού Δικαστηρίου, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στην τακτική δικαιοσύνη.

Το τυπικό ερώτημα αφορά τη διάκριση εάν οι τελεσθείσες πράξεις έγιναν κατά την άσκηση των καθηκόντων ή με την ευκαιρία των καθηκόντων.

Την ίδια στιγμή η ίδια η δικαστική διερεύνηση των παρεμβάσεων που καταλογίζονται στον κ. Παπαγγελόπουλο από μόνη της δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θα έλεγε κανείς ότι όσο δύσκολο είναι κάποιες φορές να αποδειχτεί μια διαδρομή «πολιτικού χρήματος» τόσο δύσκολη είναι και η απόδειξη «παρεμβάσεων στη δικαιοσύνη».

Ακόμη και εάν όλοι τις αναγνωρίζουν.

Θα πρέπει δηλαδή να αποδειχτεί πρώτον ότι όντως υπήρξε παραβίαση των δικονομικών κανόνων από τη μεριά των εισαγγελικών λειτουργών που χειρίστηκαν την υπόθεση και συνέχεια να αποδειχτεί ότι όντως αυτό ήρθε ως αποτέλεσμα παρέμβασης και χειραγώγησης από τη μεριά του κ. Παπαγγελόπουλου.

Πάντως η έστω και εκ των υστέρων αποστασιοποίηση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ από τον κ. Παπαγγελόπουλο, είναι αρκετά ενδεικτική του ότι όντως είχε διαμορφωθεί μια κατάσταση που μόνο ως προβληματική μπορεί να χαρακτηριστεί.