Η επόμενη μέρα, «της δουλειάς, των αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων και της αξιολόγησης» σύμφωνα με το πλάνο του Κυριάκου Μητσοτάκη, έφτασε. Ο κυβερνητικός μηχανισμός, που σχεδίασε και στελέχωσε ο Πρωθυπουργός, περνά από τη θεωρία στην πράξη, αφού τα λόγια και ο προγραμματισμός των προηγούμενων μηνών μπαίνουν στη σύνθετη πολιτική πραγματικότητα από την ερχόμενη εβδομάδα, όταν θα ξεκινήσει και το νομοθετικό έργο στη Βουλή. Και αν οι πρώτες δύο εβδομάδες διακυβέρνησης της ΝΔ επεφύλασσαν εκπλήξεις και ανατροπές (στη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου, στη συγκρότηση του νέου Μαξίμου, στους καινούργιους γενικούς γραμματείς κ.λπ.), οι επόμενοι μήνες κρύβουν τους πρώτους γρίφους – ερωτήματα τα οποία γεννά το νέο κυβερνητικό μοντέλο και η διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού μετά τις εθνικές κάλπες.

Γρίφος πρώτος, η συνεργασία (χωρίς «φάλτσα»;) της μεικτής κυβερνητικής δομής με τους παραδοσιακούς δεξιούς σε κρίσιμα χαρτοφυλάκια και με πρόσωπα του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και της ευρύτερης Κεντροαριστεράς σε εξίσου κομβικά πόστα. Από όλους ο Πρωθυπουργός ζητάει διαρκή επικοινωνία. Ετσι, κορυφαία στελέχη του κομματικού πυρήνα με ισχυρό λόγο και θέσεις, όπως έχουν αποτυπωθεί στο παρελθόν, για σοβαρές πτυχές της ζωής του τόπου (οι υπουργοί Αδωνις Γεωργιάδης, Κωστής Χατζηδάκης, Μάκης Βορίδης κ.λπ.) καλούνται σε εφαρμογή πολιτικών σε κοινή πορεία με κεντροαριστερούς.

Δεν ανησυχούν

Ενας εξ αυτών ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης που «οδηγεί» μάλιστα έναν τομέα βασικής προτεραιότητας για την κυβέρνηση της ΝΔ, προωθώντας την ατζέντα της ασφάλειας του πολίτη. Και ο ίδιος ταυτόχρονα καλείται σε κοινή γραμμή με τον υφυπουργό του, αρμόδιο για τη Μεταναστευτική Πολιτική, Γιώργο Κουμουτσάκο. Πηγές κοντά στο πρωθυπουργικό γραφείο δείχνουν να μην ανησυχούν, σε πρώτη φάση. Φαίνεται πως ποντάρουν στο ξεκάθαρο οργανόγραμμα, στην τήρηση των ρόλων, ή αλλιώς στην πιστή εφαρμογή του «καθένας ξέρει τι πρέπει να κάνει».

Στη βάση αυτή υπάρχει και το δόγμα Μητσοτάκη ότι «ο κάθε ένας θα αξιολογείται». Και εδώ έρχεται ένας έντονα τεχνοκρατικός προσανατολισμός που δεν αφορά μόνο το ισχυρό «οβάλ γραφείο» με τους έμπιστους συνεργάτες του Πρωθυπουργού, αλλά και το λογισμικό ΜΑΖΙ, το πληροφοριακό σύστημα για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου.

Το  ηλεκτρονικό «μάτι» επιστρατεύεται από το Μαξίμου για έλεγχο και αξιολόγηση κάθε μέλους της κυβέρνησης, με τα έμπειρα πολιτικά στελέχη και τους 21 εξωκοινοβουλευτικούς. Το ΜΑΖΙ (αυτό κι αν απαιτεί διάθεση συνεργασίας και συνέπεια για να λειτουργήσει) αποτελεί στοίχημα για την κυβέρνηση, παράλληλα με τον γρίφο της «συγκατοίκησης» κοινοβουλευτικών και τεχνοκρατών. Και ειδικά οι τελευταίοι είναι πολλοί, καλύπτοντας 18 θέσεις υφυπουργών με «δυνατά» χαρτοφυλάκια αλλά και κρίσιμες πολιτικές θέσεις στον ευρύτερο κρατικό μηχανισμό.

Κεντροαριστερά ανοίγματα

Εξάλλου με τους νέους γενικούς και ειδικούς γραμματείς επισφραγίστηκε το άνοιγμα στην Κεντροαριστερά, πέραν όσων είχαν ήδη τοποθετεί στην κεντρική κυβερνητική δομή (Χρυσοχοΐδης, Λίνα Μενδώνη, Κυριάκος Πιερρακάκης κ.ά.).

Ως αποτέλεσμα το Κίνημα Αλλαγής προχώρησε σε διαγραφές, ενώ ενδεικτική της… απώλειας στελεχών για τη Φώφη Γεννηματά, λόγω ΝΔ, είναι η ατάκα του βουλευτή Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου (εκ των νέων αντιπροέδρων της Βουλής) στον Αντώνη Σαμαρά τη μέρα της ορκωμοσίας των βουλευτών: «Πρόεδρε κοιτάω δεξιά, κοιτάω αριστερά και βλέπω πασόκους. Μόνο εμείς στο ΚΙΝΑΛ έχουμε λίγους». Πάντως η Φώφη Γεννηματά  διαμήνυσε ότι θα ασκήσει «μαχητική και υπεύθυνη αντιπολίτευση» και με το «καλημέρα»  έσπευσε σε έντονη κριτική των πρώτων κινήσεων του Πρωθυπουργού.

Ο ρόλος του Κινήματος Αλλαγής στο νέο Κοινοβούλιο μένει να φανεί. Το ερώτημα είναι και η στάση που θα κρατήσει η ΝΔ, αφού αναμένεται να επιδιώξει γέφυρες προκειμένου να περάσει σειρά θεμάτων, όπως είναι ο – κομβικής σημασίας – εκλογικός νόμος, η συνταγματική αναθεώρηση κ.ά. Για την ώρα, η κυβέρνηση κινείται με εντολή τετραετίας ενώ οι προγραμματικές δηλώσεις της στη Βουλή (μέχρι το βράδυ της Δευτέρας) θα αποκαλύψουν τις λεπτομέρειες. Αμεσα θα αποκαλυφθεί σε ποιους τομείς θα υψωθούν τα τείχη της αντιπολίτευσης και αυτές οι πρώτες αντιδράσεις θα δείξουν πολλά για τη συνέχεια.

Σε κάθε περίπτωση, στο πολιτικό τοπίο κυριαρχούν δύο πόλοι και σύντομα θα αναδειχθεί ο ρόλος της αντιπολίτευσης που θα παίξει ο ΣΥΡΙΖΑ (ήδη η «σκιώδης κυβέρνησή» του ανέλαβε δράση). Παράλληλα η ΝΔ, με τον αέρα της πλειοψηφίας, προγραμματίζει το έργο της, με μια πρώτη επιχείρηση ολικής αποδόμησης του τοπίου που διαμόρφωσε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και προώθησης θεσμικών αλλαγών, «ώστε να κλείσει ο οδυνηρός κύκλος» όπως έχει πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο ίδιος επιμένει ενωτικά στο πρόγραμμά του («ούτε ξεμπερδεύω, ούτε τακτοποιώ λογαριασμούς με τους πολιτικούς αντιπάλους» έλεγε και προεκλογικά), χωρίς μέχρι στιγμής να απαντά στις επικρίσεις της Κουμουνδούρου.

Αυτός είναι ένας ακόμα γρίφος, το πώς δηλαδή θα διαχειριστεί η κυβέρνηση την αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και εάν θα υπάρξει επιχείρηση πλήρους απομόνωσης. Για τη ΝΔ υπάρχει ήδη ένα πρώτο «παράθυρο»: η προοπτική εφαρμογής του νέου εκλογικού νόμου από τις επόμενες εκλογές (χάρη στο αναθεωρητέο άρθρο 54.1). Είναι κάτι που δεν έχει αποφασιστεί αλλά θα αξιολογηθεί, σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, που επισημαίνει ότι δεν προγραμματίζεται επιθετική ή γρήγορη συνταγματική αναθεώρηση.

Τι θα κάνει με τα σκάνδαλα

Ερώτημα είναι επιπλέον το πώς θα διαχειριστεί η κυβέρνηση υποθέσεις – «σκάνδαλα» που απασχόλησαν το προηγούμενο διάστημα. Ο Πρωθυπουργός έχει προαναγγείλει ότι η «πολιτική σκευωρία» της Novartis θα φτάσει σε Εξεταστική στη Βουλή, αλλά δεν είναι η μοναδική υπόθεση. Μεταξύ άλλων, κορυφαία στελέχη της ΝΔ έχουν χαρακτηρίσει «καραμπινάτο σκάνδαλο» την υπόθεση της κρατικής ΔΕΠΑ με εμπλοκή του Μανώλη Πετσίτη. Μένει να φανεί ο τρόπος που η νέα κυβέρνηση θα δώσει τη μάχη κατά της διαφθοράς, εν αναμονή συγκρότησης ανεξάρτητης Αρχής Διαφάνειας.

Μέχρι το τέλος του έτους αναμένεται να ολοκληρωθεί η διαδικασία αποσύνδεσης της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής ώστε η εκλογή να μπορεί να γίνει τον Φεβρουάριο του 2020 με απλή πλειοψηφία. Ο γρίφος αφορά το πρόσωπο που θα προταθεί από την κυβέρνηση δεδομένου ότι τις τελευταίες δεκαετίες το κυβερνών κόμμα προτείνει Πρόεδρο προερχόμενο από «αντίπαλο» στρατόπεδο, προς την κατεύθυνση διατήρησης ισορροπιών.