Οφειλέτες με χρέη έως 20.000 ευρώ έχει προσελκύσει η ρύθμιση των 120 δόσεων της Εφορίας, ενώ το ενδιαφέρον από τους μεγάλους οφειλέτες είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Η επεξεργασία των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί μέχρι στιγμής στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων δείχνει, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι εννέα στους δέκα οφειλέτες οι οποίοι έχουν ρυθμίσει τα χρέη τους είναι μικροοφειλέτες. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές που είχαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018 δεν υπερβαίνουν τις 20.000 ευρώ. Αντίθετα, όσοι έχουν υψηλά εισοδήματα και παράλληλα χρωστούν στην Εφορία δεν αποφασίζουν να ενταχθούν στη ρύθμιση καθώς διαπιστώνουν ότι το εισόδημά τους λειτουργεί ως κόφτης στον αριθμό των δόσεων που κερδίζουν, κάτι που φαίνεται να λειτουργεί ως αντικίνητρο.

Μέχρι στιγμής περισσότεροι από 100.000 οφειλέτες έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση, αριθμός βέβαια που αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό των 3,9 εκατομμυρίων φορολογουμένων οι οποίοι βρίσκονται στη λίστα των οφειλετών της Εφορίας. Λογιστές αποδίδουν τη μικρή προσέλευση των φορολογουμένων στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων στην τρίμηνη παράταση που έδωσε το υπουργείο Οικονομικών για την προθεσμία ένταξης στη ρύθμιση, η οποία εκπνέει πλέον στις 30 Σεπτεμβρίου.

Η πρώτη επεξεργασία των αιτήσεων που έχουν ήδη υποβληθεί δείχνει ότι η ρύθμιση έχει προσελκύσει τους μικρούς. Αλλωστε, οι οφειλέτες με ληξιπρόθεσμα χρέη έως 10.000 ευρώ αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των φορολογουμένων που έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς στην Εφορία. Στοιχεία της ΑΑΔΕ, τα οποία επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, δείχνουν ότι ένας στους δύο οφειλέτες της Εφορίας χρωστά μικροποσά έως 500 ευρώ, ενώ εννέα στους δέκα έχουν οφειλές που δεν υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ.

Χάνουν τη ρύθμιση αμέσως

Μπορεί οι αιτήσεις να έχουν ξεπεράσει τις 100.000 και να αυξάνονται με ρυθμό περίπου 5.000 την ημέρα, όμως τις τελευταίες ημέρες καταγράφεται, σύμφωνα με πληροφορίες, το φαινόμενο οι οφειλέτες να εντάσσονται στη ρύθμιση αλλά να τη χάνουν αμέσως, καθώς δεν πληρώνουν την πρώτη δόση εντός τριών εργάσιμων ημερών. Να σημειωθεί ότι η ρύθμιση επικυρώνεται μόνο με την καταβολή της πρώτης δόσης. Βέβαια στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης δεν χάνει το δικαίωμα να υποβάλει για δεύτερη φορά αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση, η οποία όμως ενεργοποιείται μόνο εφόσον μέσα σε τρεις ημέρες πληρώσει την πρώτη δόση.

Οπως εξηγούν λογιστές, η μη έγκαιρη καταβολή της πρώτης δόσης δεν αποκλείεται να συνδέεται με το γεγονός ότι πολλοί φορολογούμενοι που εντάσσονται στη ρύθμιση βλέπουν τον αριθμό και το ύψος των μηναίων δόσεών τους και αναβάλλουν τελικά την απόφασή τους για την πληρωμή της πρώτης δόσης, αφού υπάρχει το χρονικό περιθώριο. Επίσης δεν είναι λίγοι αυτοί που προσδοκούν νέες βελτιωτικές κινήσεις στο σχήμα εξόφλησης οφειλών τους επόμενους μήνες. Η πρακτική αυτή όμως ενέχει τον κίνδυνο κατασχέσεων στο μεσοδιάστημα, καθώς μόνο η υπαγωγή στη ρύθμιση με ευλαβική πληρωμή των δόσεων «απενεργοποιεί» τον κίνδυνο λήψης αναγκαστικών μέτρων είσπραξης.

Οσον αφορά τις επιχειρήσεις, παρά την αύξηση του πλήθους των δόσεων (24 για τακτικές υποχρεώσεις, 36 για έκτακτες) σε σχέση με τους αρχικούς σχεδιασμούς, η διευκόλυνση κρίνεται περιορισμένης εμβέλειας.

Οι περισσότερες επιχειρήσεις μπορούν να λάβουν μάξιμουμ δόσεων έως 24, καθώς η πρόβλεψη για 36 μηνιαίες δόσεις αφορά μόνο φορολογικές υποχρεώσεις για φόρους που βεβαιώθηκαν κατόπιν ελέγχων ή φόρους από μεταβίβαση ακινήτων.