Το πιο κρίσιμο πολιτικό στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για τον ίδιο προσωπικά τον Αλέξη Τσίπρα, είναι η επικείμενη μάχη των βουλευτικών εκλογών και η προοπτική μιας νέας εκλογικής ήττας. Εκ των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί, θα πρόκειται για την πιο δύσκολη εκλογική αναμέτρηση για τον Πρωθυπουργό, ο οποίος διαχειρίζεται και κομματικά και σε προσωπικό επίπεδο μια πολύ δύσκολη κατάσταση.

Η βαρύτατη ήττα των ευρωεκλογών (που συμπληρώθηκε από τη χθεσινή συντριβή σε δήμους και περιφέρειες) όχι μόνο αποσυντόνισε τον ΣΥΡΙΖΑ, την κυβέρνηση και την κομματική βάση, αλλά δημιούργησε και ευρύτερο κλίμα ηττοπάθειας που καλείται άμεσα να αντιμετωπίσει ο Τσίπρας και η νέα ηγετική ομάδα που έχει διαμορφωθεί με τη δημιουργία του άτυπου Πολιτικού Διευθυντηρίου.

Η φράση «πήραμε το μήνυμα» δεν αρκεί και εξετάζεται μια σειρά κινήσεων που θα δώσουν πολιτικές ανάσες στον Πρωθυπουργό που άρχισε να διαπιστώνει την έντονη κριτική εκ των έσω με φόντο την επόμενη μέρα στο κόμμα, όσο κι αν είναι κοινή παραδοχή ότι δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή ηγεσίας σε περίπτωση νέας ήττας.

Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, παρά τα όσα διακινούνται και λέγονται, αν και είναι βαθύτατα προβληματισμένος και χολωμένος με ό,τι συνέβη, δεν είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Και δεν γεννάται καν συζήτηση να εγκαταλείψει το σκάφος, ακόμα και στο ενδεχόμενο νέας ήττας. Εξάλλου, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε μια φάση μετεξέλιξης και αυτό θα προχωρήσει, όπως λένε οι συνομιλητές του, ανεξάρτητα από το τι θα γίνει στις κάλπες των βουλευτικών. Αυτή τη στιγμή το βασικό στοιχείο που ενδιαφέρει το πρωθυπουργικό επιτελείο είναι να αλλάξει τους όρους της εκλογικής μάχης. Ο βασικός στόχος είναι να ενεργοποιηθούν τα αντιδεξιά αντανακλαστικά, κάτι όμως που θα πλήξει και το ΚΙΝΑΛ, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να εμφανιστεί ως το μοναδικό πολιτικό αντίβαρο στη ΝΔ που είναι πάνω στο εκλογικό κύμα. Βέβαια, η Προοδευτική Συμμαχία δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και δεν πρόσθεσε στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αντίθετα υπάρχει ο κίνδυνος κάποιοι ψηφοφόροι να κινηθούν στο ΚΙΝΑΛ, το οποίο εκ των πραγμάτων θα υποστεί συμπίεση από τον ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχει πολλές δεξαμενές ψηφοφόρων.

Την ίδια στιγμή όμως, υπάρχει η πίεση από το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη που είναι ένας πολιτικός παίκτης απρόβλεπτος και τον οποίο δεν είχαν υπολογίσει στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά ξαφνικά εμφανίστηκε και διεκδικεί ζωτικό πολιτικό ρόλο και δύναται να προσελκύσει εξ αριστερών ψηφοφόρους.

Η νέα καμπάνια

Το κυβερνών κόμμα θα στρέψει την προσοχή του το επόμενο διάστημα στον αποκαλούμενο «μεσαίο χώρο» και γι’ αυτό και έγινε εσωκομματικά μεγάλη συζήτηση για τη μεγάλη πίεση και την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης. Αρκετοί υπουργοί στα πλαίσια της αυτοκριτικής και της κριτικής «ανακάλυψαν» εσχάτως τη μεσαία τάξη, καθώς το στοιχείο που τους προβλημάτισε έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2015, περίπου 600.000 ψηφοφόρους. Και μάλιστα, στην ανάλυση που γίνεται, επικεντρώνονται στην άποψη ότι αυτοί οι ψηφοφόροι ανήκουν στη μεσαία τάξη και είτε μετακινήθηκαν προς τη ΝΔ, είτε απείχαν και άρα πρέπει να γίνει προσπάθεια πολιτικού επαναπατρισμού τους.

Η μεγάλη συζήτηση όμως που γίνεται στα ενδότερα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, είναι κατά πόσον μπορεί να ανατραπεί το οδυνηρό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής και αν θα καταφέρουν να προσεγγίσουν πειστικά έστω ένα τμήμα της μεσαίας τάξης και τους ψηφοφόρους που και αγνοήθηκαν προεκλογικά – ακόμα και στα σποτ του ΣΥΡΙΖΑ – και απομακρύνθηκαν. Εξάλλου, όπως τονίζεται, είναι αρκετά περιορισμένο το χρονικό διάστημα και ως εκ τούτου καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη η προσπάθεια.

Ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που έχει η επιχείρηση επαναπατρισμού των ψηφοφόρων, θα γίνει διόρθωση της στρατηγικής και γι’ αυτό θα δοθεί έμφαση στην εκλαΐκευση των μέτρων για τη μεσαία τάξη, για την ανάπτυξη, στο ευρύτερο πλάνο της επόμενης τετραετίας για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, κ.ά. με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης Γιάννη Δραγασάκη και τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο. Επί της ουσίας, θα πρόκειται για βασική μετατόπιση της κάκιστης προεκλογικής καμπάνιας των ευρωεκλογών που είχε στόχο μόνο τα λαϊκά στρώματα και τους μη προνομιούχος.

Μένει βέβαια να φανεί αν θα υποχωρήσει η κλασική αντιδεξιά ρητορική και το αφήγημα περί του «κακού, νεοφιλελεύθερου Μητσοτάκη που έχει πρόγραμμα τις απόψεις του ΔΝΤ» που είχε κεντρική θέση κατά την προεκλογική περίοδο των ευρωεκλογών, αλλά απέτυχε παταγωδώς.