Σε κλίμα οδύνης συγγενείς, φίλοι, συνάδελφοι είπαν το τελευταίο αντίο στον Βασίλη Λυριτζή, έναν από τους πιο αξιοπρεπείς, σοβαρούς, συνεπείς δημοσιογράφους που έχουν περάσει από αυτή τη χώρα. Έναν κύριο με κ κεφαλαίο, ο οποίος έφυγε όπως έζησε, με το κεφάλι ψηλά.

Ο Βασίλης Λυριτζής ήξερε ότι ήταν βαριά άρρωστος. Ωστόσο διάλεξε να κοιτάξει κατάματα τη μοίρα του και να ζήσει τις τελευταίες ημέρες έτσι όπως έζησε τη ζωή του. Με αξιοπρέπεια. Όπως έγραψε ο αδελφικός φίλος και κουμπάρος του, Κώστας Γιαννακίδης, είχε αποδεχτεί το χτύπημα της μοίρας.

Την τελευταία Καθαρά Δευτέρα της ζωής του στενό του πρόσωπο τον φωτογράφισε χαμογελαστό, να καπνίζει ένα τσιγάρο. Ήξερε ότι πέθαινε από όγκο στον εγκέφαλο κι όμως επέλεξε να ζήσει τον λιγοστό χρόνο που του απέμενε με το κεφάλι ψηλά.

Το έκανε όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους γύρω του. Πρώτα απ’ όλα την οικογένειά του, τη σύζυγο, την κόρη και τον γιο του. Ύστερα για τους φίλους και συναδέλφους που τον επισκέπτονταν στον «Άγιο Σάββα».

Χθες το μεσημέρι οι άνθρωποι που τον αγάπησαν αποχαιρέτησαν τον Βασίλη, αδυνατώντας να πιστέψουν αυτό που είχε συμβεί. Πρόσωπα χαρακωμένα από πόνο αυτά της συζύγου του Ελένης, της κόρης του Μαριλένας, του γιου του Δημήτρη και των περισσότερο στενών του ανθρώπων.

Ένας άνθρωπος παθιασμένος με τον Ολυμπιακό, τις μικρές, απλές χαρές της ζωής, την πολιτική, τη δημοσιογραφία. Αγαπούσε, αλλά δεν φανατιζόταν. Ήταν πράος, μειλίχιος και προσπαθούσε να πείσει με επιχειρήματα. Όταν ο άλλος δεν καταλάβαινε, ο Βασίλης μειδιούσε, κάνοντας λεπτό χιούμορ και προχωρούσε την κουβέντα.

Ποτέ δεν παρασύρθηκε σε απρεπείς συμπεριφορές. Ποτέ δεν έγινε αγενής. Ποτέ δεν εκφραζόταν με απόλυτο τρόπο. Η στάση και η συμπεριφορά του Βασίλη Λυριτζή σε ολόκληρη την καριέρα του θα μπορούσε να καταγραφεί ως ένα εγχειρίδιο δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

Ο κουμπάρος του Κώστας Γιαννακίδης στο συγκλονιστικό αποχαιρετιστήριο κείμενό του στην Athens Voice περιέγραψε την τελευταία φορά που είδε τον φίλο του στο δωμάτιο όπου νοσηλευόταν: «Κάθομαι στα αριστερά του. Τον χαϊδεύω στο ώμο και στο κεφάλι. Του πιάνω το χέρι. Και του μιλάω. Λέμε τα τετριμμένα με την γυναίκα του, για τον Τσίπρα, τον Μητσοτάκη, τις δουλειές. Για πράγματα που δεν έχουν καμία σημασία εκεί μέσα. Είναι απίστευτες οι ανοησίες που λένε οι άνθρωποι σε αυτές τις καταστάσεις. Άσχετες κουβέντες για να γεμίζουν την σιωπή και να δίνουν μια αίσθηση κανονικότητας. Φιλάω τον φίλο μου στο κεφάλι και φεύγω…».