Ο αγώνας κατά του καρκίνου είναι δύσκολος τόσο για τον ίδιο τον ασθενή όσο και για την οικογένειά του ιδίως όταν υπάρχουν παιδιά που γεμάτα ανησυχία και άγχος θέτουν πιεστικά ερωτήματα, όπως: «Πότε θα γίνει καλά ο μπαμπάς;», «Θα πεθάνει η μαμά;», «Μαμά, γιατί πέφτουν τα μαλλιά σου;», «Εγώ φταίω που αρρώστησε ο μπαμπάς;»

Οι έρευνες και η κλινική εμπειρία δείχνουν ότι τα παιδιά, που είναι ενημερωμένα για την αρρώστια ενός αγαπημένου προσώπου εμφανίζουν μικρότερα ποσοστά άγχους, από τα παιδιά τα οποία δεν έχουν ενημερωθεί. Και αυτό, διότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται και αισθάνονται πολύ περισσότερα από όσα πιστεύουν οι ενήλικες. Τα παραπάνω επισημαίνει η ψυχολόγος -ψυχοθεραπεύτρια Άννα Καλυμνιού, επιχειρώντας, με αφορμή την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου, να δώσει απάντηση στο ερώτημα «Πώς να μιλήσουμε στα παιδιά όταν ο γονιός διαγνωστεί με καρκίνο».

Η «μυστικότητα» μεγεθύνει τους φόβους του παιδιού.

«Η διάγνωση του καρκίνου στον ένα γονέα επηρεάζει όλη την οικογένεια, τόσο σε συναισθηματικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο διαχείρισης των νέων δεδομένων της καθημερινότητας. Το να μιλήσουμε στα παιδιά για τον καρκίνο φορτίζει συναισθηματικά πρωτίστως εμάς τους ενήλικες, δεν είναι λίγες οι φορές όπου αφήνουμε τα παιδιά «έξω» από αυτή την πραγματικότητα είτε γιατί θεωρούμε ότι «δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει» είτε επειδή πιστεύουμε ότι πρέπει να τα προστατέψουμε από κάτι τόσο δυσάρεστο. Τα παιδιά όμως αντιλαμβάνονται το κλίμα που επικρατεί στην οικογένεια, τα συναισθήματα άγχους και φόβου που «αιωρούνται» μετά από τη διάγνωση του καρκίνου, ενδεχομένως να βιώσουν αλλαγές στο καθημερινό τους πρόγραμμα. Αυτή η μυστικότητα μεγεθύνει τους φόβους και τις ανησυχίες των παιδιών, τους προκαλεί σύγχυση και στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τι συμβαίνει πλάθουν με τη φαντασία τους σενάρια που μπορεί να είναι πολύ πιο τρομακτικά από την πραγματικότητα. Πιθανόν να νιώσουν πληγωμένα και παραγκωνισμένα, όταν κανείς δεν τους μιλάει για κάτι τόσο σημαντικό που βιώνει όλη η οικογένεια. Κάποια παιδιά, νιώθουν ένοχα, επειδή πιστεύουν ότι είναι υπεύθυνα για την αρρώστια του γονέα. Συχνά η ενοχή μπορεί να τα οδηγήσει να αναλάβουν έναν «ενήλικο», υπερπροστατευτικό ρόλο προς τον ασθενή γονέα ή και προς τον άλλο γονέα, αν τον αισθάνονται αδύναμο» επισημαίνει η κ. Καλυμνιού μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Πώς να μιλήσουμε στο παιδί; Σύμφωνα με την κ. Καλυμνιού δεν υπάρχει γενική συνταγή ούτε μαγικές φράσεις για το πώς να μιλήσουμε στο παιδί δεδομένου του ότι κάθε παιδί και κάθε οικογένεια είναι διαφορετική, όπως και κάθε περίπτωση καρκίνου είναι διαφορετική. Ωστόσο σημειώνει, ως μία γενική αρχή, ότι η ειλικρινής και αμφίδρομη επικοινωνία με τα παιδιά είναι απαραίτητη.

Ως κάποια «εργαλεία» που μπορεί να επιστρατεύσει ο γονιός όταν μιλάει στα παιδιά για τον καρκίνο αναφέρει τα εξής:

-Να επιλέξει μια στιγμή που θα είναι ήρεμος και ο ίδιος και τα παιδιά.

-Να περιγράψει την ασθένεια με γλώσσα απλή και κατανοητή για την ηλικία του παιδιού, δίνοντας σταδιακά πληροφορίες, χωρίς λεπτομέρειες που δεν χρειάζονται εκείνη τη στιγμή. Κατά τη διάρκεια του καρκίνου λόγω των θεραπειών, το άτομο μπορεί να αλλάξει (π.χ. απώλεια βάρους, μαλλιών). Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να ενημερώνονται τα παιδιά καθόλη τη διάρκεια για τις πιθανές αλλαγές.

-Να καθησυχάσει τα παιδιά ότι δεν έκαναν τίποτα που να προκάλεσε τον καρκίνο.

-Να τα ενθαρρύνει να κάνουν ερωτήσεις και να μοιραστούν τα συναισθήματα τους. Μπορεί και ο ίδιος ο ενήλικας να εκφράσει τα συναισθήματά του, εφόσον παραμένει ψύχραιμος και δεν τον κατακλύζουν.

-Να εξηγήσει στα παιδιά με ποιο τρόπο μπορεί να αλλάξει η καθημερινότητά τους, π.χ. κάποιες συνήθειές τους μπορεί να διακοπούν για ένα διάστημα.

-Εάν δεν γνωρίζει την απάντηση σε κάτι που το παιδί θα ρωτήσει, ας μη διστάσει να του πει να πει «δεν ξέρω».

-Να μη διστάσει να ζητήσει επαγγελματική ψυχολογική βοήθεια, εφόσον το έχει ανάγκη, προκειμένου να διαχειριστεί τόσο τα δύσκολα συναισθήματα των παιδιών όσο και τα δικά του.

«Κάτι που θα βοηθήσει στην ανακοίνωση του καρκίνου είναι να ενημερωθούμε για τις ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών στο αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκονται. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, για παράδειγμα, συχνά πιστεύουν ότι ο γονέας αρρώστησε επειδή αυτά ήταν άτακτα ή ανυπάκουα. Από την άλλη πλευρά, οι έφηβοι δίνουν σημασία σε ζητήματα όπως οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της νόσου, η πορεία και η έκβασή της. Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά αποτελούν αναπόσπαστο μέλος μιας οικογένειας, ότι η αρρώστια του γονέα τα αφορά άμεσα και είναι σημαντικό να είναι ενημερωμένα. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, τα παιδιά έχουν ανάγκη να τα «αγκαλιάσουμε», να τα ακούσουμε και να τους μιλήσουμε ανοιχτά. Με αυτό τον τρόπο τους ενισχύουμε την εμπιστοσύνη, την αίσθηση ασφάλειας και τους παρέχουμε μία στέρεη βάση για το πώς να διαχειρίζονται και να παραμένουν ανθεκτικά σε δύσκολες εμπειρίες στο μέλλον» καταλήγει η κ. Καλυμνιού.