Το ευρωπαϊκό ερευνητικό έργο SENSKIN, που χρηματοδοτείται από την ΕΕ στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζων 2020», διοργανώνει την τελική πιλοτική δοκιμή του την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο διεθνούς ημερίδας στο Μετσόβιο Κέντρο Διεπιστημονικής Έρευνας (ΜΕΚΔΕ) του ΕΜΠ στο Μέτσοβο.

Την ημερίδα συνδιοργανώνουν το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών & Υπολογιστών (ΕΠΙΣΕΥ) του ΕΜΠ, η Εγνατία Οδός Α.Ε. και το ουκρανικό Ερευνητικό Ινστιτούτο DNDI, που είναι εταίροι της κοινοπραξίας του έργου.

Το τετραετούς διάρκειας έργο SENSKIN («SENsing SKIN» for Monitoring-Based Maintenance of the Transport Infrastructure), με προϋπολογισμό 3,9 εκατ. ευρώ, το οποίο εκτελείται από 13 εταίρους από επτά χώρες (Ελλάδα, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ουκρανία, Βρετανία, Βέλγιο) και συντονίζεται από το ΕΠΙΣΕΥ με επικεφαλής τον διευθυντή ερευνών δρα Άγγελο Αμδίτη, εστιάσθηκε στην ανάπτυξη ενός καινοτόμου συστήματος διαχείρισης και παρακολούθησης των γεφυρών, με τη βοήθεια ενός νέου τύπου χαμηλού κόστους και κατανάλωσης ασύρματου αισθητήρα.

Μετά από μία επιτυχημένη πρώτη πιλοτική δοκιμή του έργου SENSKIN που έγινε στις 24-25 Μαΐου στην Κωνσταντινούπολη, με την εγκατάσταση νέων αισθητήρων στην κρεμαστή Γέφυρα του Βοσπόρου Ι, έρχεται η τελική πιλοτική δοκιμή σε γέφυρα της Εγνατίας Οδού.

Αρχικά, κατά τη διάρκεια της διεθνούς ημερίδας, οι συμμετέχοντες θα έχουν την ευκαιρία να ενημερωθούν για την πορεία του έργου και τα αποτελέσματα του συστήματος παρακολούθησης των υποδομών. Στη συνέχεια, θα πραγματοποιηθεί η τελική πιλοτική δοκιμή, κατά τη διάρκεια της οποίας οι συμμετέχοντες του συνεδρίου θα επισκεφθούν την χαραδρογέφυρα Κρυσταλλοπηγής Γ4 της Εγνατίας Οδού, όπου θα δοκιμασθεί και θα αξιολογηθεί σε πραγματικές συνθήκες η προτεινόμενη τεχνολογική λύση του έργου SENSKIN.

Κατά τη διάρκεια της επίδειξης, τέσσερα φορτηγά των 45 τόνων θα εγκατασταθούν στο κατάστρωμα της γέφυρας, ώστε να προκαλέσουν μετρήσιμες συνθήκες φόρτισης, οι οποίες θα μπορέσουν να πιστοποιήσουν τη λειτουργία του αισθητήρα και γενικότερα του συστήματος, αλλά και να επιβεβαιώσουν τη δομική ασφάλεια της μεγάλης χαραδρογέφυρας. Θα εξεταστούν δύο σενάρια, με τα φορτηγά αφενός σε στάση και αφετέρου να διασχίζουν τη γέφυρα σε διάφορες ταχύτητες.

Η νέα τεχνολογία αναμένεται να βοηθήσει στη διαχείριση της καταπόνησης των κατασκευών, τόσο από τη μελλοντική αύξηση της κυκλοφοριακής ζήτησης, όσο και από τις κλιματολογικές αλλαγές, που αποτελούν πρωταρχικές αιτίες αύξησης των φορτίων στις κατασκευές. Σήμερα, απαιτείται η χρήση μεγάλου αριθμού αισθητήρων με μεγάλο κόστος παρακολούθησης. Επιπρόσθετα, οι συμβατικοί αισθητήρες συχνά αποτυγχάνουν, όταν η αντοχή της κατασκευής είναι αρκετά μειωμένη, ενώ το σύστημα επικοινωνίας τους είναι σχετικά αναξιόπιστο σε ακραίες συνθήκες φορτίων λειτουργίας και, ως εκ τούτου, δεν παρέχουν αξιόπιστη προειδοποίηση για την επικείμενη δομική κατάρρευση.

Ο νέος αισθητήρας, ο οποίος αποτελείται από ένα λεπτό στρώμα πολυμερούς υλικού, μπορεί να προσφέρει παρακολούθηση ακόμη και σε ανώμαλες επιφάνειες, καθώς και να αντεπεξέλθει στις μεγάλες καταπονήσεις των κατασκευών. Τα δεδομένα από τους νέους αισθητήρες είναι δυνατό να μεταδίδονται ακόμα και κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, όπως στην περίπτωση σεισμού, όταν κάποια δίκτυα επικοινωνίας τίθενται εκτός λειτουργίας.